Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Φύλακας Άγγελος (αναδημοσίευση)


από τα ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)
Γράφει ο Πάνος Μουχτερός

Έμειναν τα αγγελούδια μόνα

Άσε με. Άσε με να κάνω λάθος. Μια ζωή προσπαθούσα να είμαι σωστός, φαίνεται δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να έχω φερθεί αλλιώτικα λοιπόν. Ξέρεις τι λέω. Να μην δείχνω όλες αυτές τις ηλίθιες ευαισθησίες, τα εύκολα τα κλάματα και τα τοιαύτα. Να μην είμαι εντελώς αληθινός στους άλλους, να είμαι στο περίπου, ναι, να είμαι ένα καθίκι που θα κοιτάει μονάχα το τομάρι του. Προσιτός και σαχλαμάρες. Ανοιχτό γράμμα σε όλους, φίλους, περαστικούς, γνωστούς και αγνώστους. Αυτό ήμουν πάντα. Τι κατάλαβα; Πες μου εσύ που με ξέρεις χρόνια. Δίκιο είχε ο πατέρας τελικά που έλεγε ότι όποιος είναι ο εαυτός του στο τέλος καταλήγει πρόβατο που το τρώνε οι λύκοι. Να δίνεις και την ψυχή σου. Να δίνεσαι σε όλα, δουλειά, έρωτες, παιδιά, σκυλιά, στο 101%. Να γίνεσαι χαλί να σε πατήσουν, να βοηθήσεις τον συνάνθρωπο, να αγαπάς τον πλησίον σου, να κάνεις το σταυρό σου και να το εννοείς ρε, όχι μόνο για τα μούτρα του παπά και του γείτονα. Μαλακίες. Η σωτηρία της ψυχής και κουραφέξαλα. Δεν πήρα πρέφα ότι εκτέθηκα και μαλάκωσα με τον καιρό. Ότι όσο πίστευα σε όλα αυτά τα άγια, χαλάρωσα και δεν προετοιμάστηκα σωστά για τη σφαλιάρα. Ναι, περπατούσα αμέριμνος, κοιτώντας προς τον ουρανό. Και λίγο μετά, εκεί που δεν το περιμένεις, να σου, ο γκρεμός. Και πέφτεις. Και δεν σταματάς να πέφτεις. Και καθώς πέφτεις, πνίγεσαι από το πολύ το οξυγόνο που σφηνώνεται στον ουρανίσκο και από ένα σημείο και μετά σταματάει να σε δροσίζει και σε ζεματάει. Πέφτεις. Και σωριάζεσαι. Και λες, τι στο διάολο κάνω εδώ κάτω εγώ που ήμουν στα ψηλά; Τι κάνω εδώ εγώ ρε, μέσα στις λάσπες; Και κοιτάς τον ουρανό πάλι. Και φτύνεις στα μούτρα τον Θεό.

Φτου σας ρε. Τα έμαθες τα νέα; Μας διώξανε. Ναι, ρε, μας ‘ρίξαν στον γκρεμό. Ναι, σου λέω. Δουλειά, τέλος. Όνειρα, τέλος. Ουρανός, τέλος. Μόνο πτώση, λάσπη και σμπαραλιασμένα κόκαλα. Πάει το σχολείο. Πάνε τα παιδάκια μου. Δεκαπέντε χρόνια εκεί μέσα ρε, τα ένιωσα όλα παιδιά δικά μου. Από τόσο δα, μικρά, στα γόνατά μου τα μεγάλωσα. Από τάξη σε τάξη. Πρωτάκια, δευτεράκια, τριτάκια, παιδάκια, αγοράκια που γίνανε άντρες, κοριτσάκια που γίνανε γυναίκες. Με το που άνοιγα την καγκελόπορτα τα χαράματα, περίμενα να φανούν, να δω μήπως ήρθε κανένα τους πεινασμένο, βρόμικο και ταλαιπωρημένο. Να τρέξω για όλα, τίποτα να μη λείψει. Να τα πάρω από το χεράκι από νωρίς, γιατί η μαμά και ο μπαμπάς έπρεπε να πάνε στη δουλειά και δεν είχαν άλλο τρόπο να αφήσουν τα καμάρια τους πουθενά εκείνη την ώρα, μέχρι να αρχίσει το μάθημα. Έπρεπε κάποιος να τα φυλάει, να έχει το νου του λέμε. Ειδικά τελευταία που τα έβλεπες να λιποθυμάνε από την πείνα, είχα φροντίσει να έχω μαζί μου καμιά τυρόπιτα, λίγο γάλα να τους δώσω, μη μου πάθουν τίποτα. Να τα καθησυχάσω, να τα τους πω γελοία αστεία, να ξεχαστούνε, να τρέξω κι εγώ μαζί τους όσο μπορώ, να κάνω ότι και καλά δεν βλέπω όταν είχαν κρυφτεί έτοιμα να μου ορμήξουν, να με ρίξουν κάτω και να με ποδοπατήσουν, να γίνω το παιχνίδι τους, δεν με ένοιαζε ρε που μου πατούσαν την καρδιά, εγώ ένιωθα ότι έτσι η καρδιά μου γίνεται πιο δυνατή, την ώρα ακριβώς που ήταν όλα από πάνω μου και με κυλούσαν σαν βαρέλι στο γρασίδι και μου κάνανε καψόνια και γελάγανε μεταξύ τους κάνοντας χαβαλέ. Έτσι μόνο άνοιγε η καρδιά, καρδιά μου.

Δεν απουσίασα ποτέ, ακόμα και όταν με πόναγε η καρδιά, ούτε τότε, όταν έπεφτα στο κρεβάτι και ψηνόμουνα, δεν γινόταν αλλιώς, το ξέρεις καλά, ήμουν εκεί κι ας έλιωνα στον πυρετό, κανείς δεν μπορούσε να κάνει τη δική μου δουλειά. Να ζητήσεις από κοτζάμ δάσκαλο, διευθυντή να μαζέψει τις καπότες και τις σύριγγες που ρίχνανε οι εξωσχολικοί στην αυλή εκείνες τις περίεργες τις νύχτες; Να του πεις τι; Να μαζέψει τα σκατά των σκύλων, τα πατημένα αποτσίγαρα, τι να ζητήσεις, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Μόνο εγώ είχα αυτές τις επικίνδυνες αποστολές. Για να είναι το σχολειό μας καθαρό, οι τάξεις όλες σε μια τάξη. Να φροντίζω τον όμορφο τον κήπο μας, να βάζω τα ομορφότερα λουλούδια, να τα περιποιούμαι, να φαίνεται πως είναι ο καλύτερος κήπος του κόσμου, καλύτερος και από τον κήπο της Εδέμ. Καθόλου υπερβολές. Την αλήθεια λέω. Για μένα όλα αυτά ήταν ο Παράδεισος. Βιβλικές αποκαλύψεις, η αιώνια ζωή, η βασιλεία των ουρανών και λοιπές ανοησίες. Εκεί ήταν για ‘μένα η αληθινή ευτυχία, κάθε γράμμα αυτής της λέξης ήταν εκεί, φυτεμένο σαν λουλούδι που στέριωνε και άνθιζε μέσα σε εκείνον τον κήπο, δίπλα από τα παιδικά χαμόγελα, τις φωνές τις ανακατεμένες με τα τρεχαλητά, μέσα στα μπουγελώματα και τις κοπάνες, όλος μου ο κόσμος εκεί μέσα ήταν. Κι εγώ ένιωθα όπως ένας μικρός άγγελος που σκοπός του ήταν να προστατεύει τα υπόλοιπα ανυπεράσπιστα αγγελούδια από κάθε κίνδυνο, από κάθε θλίψη, ναι, αυτό ένιωθα και δεν με ενδιαφέρει αν κάποιος πει ότι την ψώνισα, ο καθένας όσα ξέρει τόσα λέει, σχολικός φύλακας σου λέει ήσουνα ρε μεγάλε, όχι και κανένας προστάτης, ούτε καν δάσκαλος δεν ήσουν.

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζεις, ρε άσχετε. Όταν όμως έτρεμαν τα ποδαράκια των παιδιών σου και οι παιδέρες παραφυλάγανε στα κάγκελα με τις καραμέλες και τις σοκολάτες στα χέρια, εσύ ήσουν στη δουλειά σου, στην γκόμενα σου, δεν ξέρω και ‘γω που στο διάολο ήσουν, και μόνο εγώ ήμουν εκεί όταν έπρεπε και είχα και τα δυο τα μάτια ανοιχτά να βλέπω τι παίζει και να διώχνω τα τρωκτικά μακριά από τις ευαίσθητες ψυχούλες. Και τότε, όταν ράβανε την πρέζα μέσα σε μπάλες παιχνιδιών και τη ρίχνανε μέσα στο προαύλιο για να παίξουν οι μαθητές με το παιχνίδι του θανάτου, ήμουν εκεί να μυρίζομαι σαν το λαγωνικό τις ουσίες που θα κάνανε τόσα λευκά όνειρα μαύρους εφιάλτες. Και τους χειμώνες ρε, όταν ερχόμουνα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα να δω αν έχουνε πετρέλαιο τα καλοριφέρ, για να καταλάβεις, πιο πολύ με ένοιαζε να έχει το σχολειό μας ζεστές αίθουσες παρά το ίδιο μου το σπίτι ρε, δεν άντεχα να δω χεράκια να τουρτουρίζουν, αρκετό ψύχος είχε μαζευτεί μέσα στην ψυχή τους, ακόμα και όταν οι σχολικές επιτροπές ξεμένανε και δεν είχανε λεφτά έβρισκα πάντα τον τρόπο ο λέβητας να γεμίσει και να αντέξουμε την παγωνιά και μην αρρωστήσει ο γιος σου και η κόρη σου, ρε ξεφτίλα. Και πιο πολύ τότε, όταν τα πιτσιρίκια πιανόντουσαν στα χέρια μεταξύ τους για το παραμικρό και οι μεγαλύτεροι το παίζανε ιστορία και πλακώνανε στις σφαλιάρες τους μικρούς για να τους φοβίσουν και μαζευόντουσαν πολλοί απέναντι σε έναν και του ρίχνανε σύννεφο τις φάπες και τα φτυσίματα, τότε φώναζα και έτρεχα ρε, να σταματήσω το κακό και να δείξω ότι εκεί μέσα θα ήμουν πάντα άγρυπνος φρουρός και δεν περνάνε με εμένα εδώ μέσα νταηλίκια. Σκασμός!

Χάνω την ψυχραιμία μου. Την έχω χάσει εδώ και ώρα. Τα χέρια μου τρέμουν. Κοιτάω συνέχεια το γαμημένο το ρολόι. Λες και σταμάτησε είναι, λες και η ώρα δεν αλλάζει. Δεν ξε. Δεν ξέρω. Άστο. Άσε με. Μη μιλάς! Σε ακούω να μιλάς στα αυτιά μου μέσα. Με τρυπάνε. Πνίγομαι. Οξυγόνο. Ζεματάει ο ουρανίσκος. Πτώση. Γιατί ρε; Τι ζήτησα ρε; Τη δου. Τη δουλειά. Τη δουλειά μου. Αξιο. Αξιοπρέπεια. Δεν μου βγαίνουν οι λέξεις. Πνίγομαι. Να σε κοιτώ στα μάτια. Αυτό θέλησα. Καθαρά. Υπερ. Υπερήφανα. Καθαρά. Μέχρι το περίπτερο. Ούτε μέχρι το περίπτερο. Δεν μπορώ. Να πάω. Πια. Αξιοπρέπεια. Τα παιδιά μου. Μου πήραν τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου, ρε! Ποιος θα τα βάλει στα γόνατα τώρα, ρε; Ποιος θα δει αν πεινάνε, αν τρέμουν από το κρύο; Ποιος θα τρέξει να δαγκώσει στο λαιμό τους πορνόγερους που θα ξερογλείφονται με τα γλειφιτζούρια στο παντελόνι τους μέσα; Ποιος θα ανοίγει την πόρτα πρώτος το πρωί; Τον κήπο. Τα λουλούδια. Εδέμ. Ποιος θα τα ποτίσει; Ποιος θα τα φροντίσει; Ποιος θα τα ανθίσει; Κλάδεμα. Με κλαδέψατε. Πεφ. Πέφτω. Ξεριζώνομαι. Αλήτες. Η οικογένεια. Πως. Πως θα φροντίσω. Ο ρόλος μου. Ποιος είναι πια ο ρόλος μου. Νύχτες. Ξυπνήματα. Ταχυπαλμίες. Λίγο νερό. Πνίγομαι. Ήμουν άγγελος. Ψηλά. Πέταγα. Γκρεμός. Γιατί ρε; Το σχολείο. Η αυλή. Μπουγελώματα. Παλιόπαιδα, θα σας πιάσω! Μούσκεμα με κάνατε. Θέλω να πάω πίσω στο σχολείο. Δεν έχω. Πουθενά να πάω. Πνίγομαι. Ποτάμι. Το αίμα μου. Να σας πνί. Να σας πνίξει. Είμαι άνθρωπος. Όχι αρι. Αριθμός. Δεν μπορώ να γράψω άλλο. Διαβ. Διάβασε. Αυτό το σημείωμα. Φεύγω. Άσε με. Να προσέχεις. Τα παιδιά, να προσέχεις. Ο φύλακας.

Ο άγγελός σου.

Ας μιλήσουμε για τους 'καλλιτέχνες" μας: Οι τραγουδοποιοί των εφοπλιστών


Του Γιώργου Σταματόπουλου από την Εφημερίδα των Συντακτών

Από την κατακλείδα αναγνώστη στην «Εφ.Συν.», χθες: «Δεν θα ξαναπάω να δω τον Σαββόπουλο. Τον γλυκανάλατο, αστό, μουσικό των μεγαλοεπιχειρηματιών». Σπάραγμα από επιστολή αναγνώστριας (11/7/2013): «Ηταν αφοπλιστική η επιμονή της οικογένειας και έτσι δέχτηκα την πρόσκληση», δήλωσε ο αγαπητός Μαχαιρίτσας. Και το σχόλιό της: «Το μόνο σίγουρο είναι ότι ήταν αφοπλιστική μάλλον η αμοιβή για να δώσει το μουσικό στίγμα του σ” αυτό το πάρτι της ανθρώπινης ματαιοδοξίας». 

Πάντα καίριοι οι αναγνώστες. Σε ό,τι αφορά τον Σαββόπουλο έχουν γραφεί πολλά, θετικά και αρνητικά. Το μόνο που θυμάμαι είναι η έκφραση της αγαπημένης φιλολόγου, όταν τον υπερασπιζόμουν με μανία πριν από τριάντα χρόνια: Σαχλαμαράκιας είναι, μου έλεγε, και με παρότρυνε να ασχοληθώ με αυτούς που πονούσαν την Αριστερά, τον Μπερτολούτσι λόγου χάριν. Πού να ακούσω εγώ (όπως και κάθε νέος, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα…). Δεν συμμερίζομαι τον χαρακτηρισμό της, αλλά δεν μου είναι και τόσο ξένος, πλέον, στο κοσμοείδωλό μου (όποιο κι αν είναι αυτό).

Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στους τραγουδοποιούς που κομπάζουν για την αντιεξουσιαστική – εναλλακτική τους, τάχα, στάση και συμπεριφορά στον χώρο δημιουργίας τους, εν προκειμένω στους Μαχαιρίτσα, Σταρόβα, Στόκα, που τραγούδησαν για τους εφοπλιστές την ώρα που οι κύριοι αυτοί εφοπλιστές είχαν επιβάλει καθεστώς τρομοκρατίας στο νησάκι της Σχοινούσας, απαγορεύοντας την κίνηση ανθρώπων και οχημάτων προκειμένου να μην εμποδιστεί η κίνηση των καλεσμένων στον γάμο βλασταριών τους. Πώς ανέχτηκαν οι μουσικοί της αμφισβήτησης τη φασιστική συμπεριφορά των κολαούζων των εφοπλιστών;

Αλλά το ερώτημα πρέπει να τεθεί ως εξής: Ξέφυγαν ποτέ τους από τις Σειρήνες της καπιταλιστικής επιτυχίας, του πλουτισμού εις βάρος άλλων, της καθιέρωσής τους ως περσόνων και μόνον της συμπαθητικής τηλοψίας;

Το ερώτημα, βεβαίως, αφορά όλους εκείνους οι οποίοι διακονούν δήθεν τον λόγο και την τέχνη, και μάλιστα την πρώτιστη μορφή αυτών, τη μουσική. Είναι δικαίωμά τους να τραγουδάνε για το κεφάλαιο και την ανήθικη στάση όσων υπηρετούν τούτο το κεφάλαιο· είναι ελεύθεροι να επιλέγουν πώς θα κάνουν καμιά αρπαχτή, να τα «κονομήσουν», εντάξει, ας μη βγαίνουν όμως στην αγορά και να καταγγέλλουν τα μνημόνια και την κυβερνητική αυθαιρεσία και καταστολή όταν το είναι τους βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής.

Δισέλιδες συνεντεύξεις στις εφημερίδες, και στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, προσκλήσεις από δήμους για «αρπαχτές» εμφανίσεις εντός θέρους, αναγνώριση από συμπλεγματικούς νεαρούς δημοσιογράφους, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται, ε, πώς να μην καβαλήσουν καλάμι; Αλλά το έργο τους υποτίθεται δεν έχει σχέση με καλάμια.

Τότε, τι; Τίποτε. Απλώς, αυτοί είναι. Βολεψάκηδες, ολίγιστοι καίτοι ταλαντούχοι. Αλλά, άλλο πράγμα το ταλέντο και άλλο η κοινωνική συνείδηση. Βεβαίως, θα “πρεπε να ντρέπονται. Αλλά ποιος ξέρει, πλέον, τι σημαίνει αιδώς, τι σημαίνει έρως, τι σημαίνει αξιοπρέπεια.

υγ.
Ας προσθέσω  ...
Αχ Λαυρέντη, μόνο εγώ ήξερα τί κάθαρμα ήσουν...

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Τ' όνομά μου ήταν... (αναδημοσίευση)

    Μ' έλεγαν Νίκο, μ' έλεγαν Γιώργο, μ' έλεγαν Στάθη. Μ' έλεγαν Βασιλική, μ' έλεγαν Ηλέκτρα, μ' έλεγαν Μαρία. Τώρα μας λένε αυτόχειρες. Κατοικούμε πια σε άλλο τόπο, σε άλλο χρόνο. Κατοικούμε στο άπειρο του λογισμού και της φαντασίας σας.

Από τότε που αποχωριστήκαμε βαλθήκαμε να φτιάξουμε τις καινούργιες ζωές μας. Δεν λέμε, οι ευχές σας μας θέρμαιναν και μας θερμαίνουν, οι σταγόνες μνήμης σας μας δροσίζουν. Όμως, καθώς των παλαιών ημερών τα διδάγματα μας φώτισαν, ξέραμε ότι κι' εδώ μια κρύα κόλαση θα ήταν ο παράδεισος που μας τάζανε οι μισθοφόροι του θανάτου. Κι' έτσι ξανά κι απ' την αρχή. Περιπλάνηση για μια γωνιά στο άπειρο, για ένα στασίδι στο χρόνο.

Όλοι εμείς οι αναχωρητές εκείνης της μακρόσυρτης νύχτας σμίξαμε 'δώ πάνω όχι από πρόσταγμα δικαιοσύνης, μα πιο πολύ από πρόταγμα εκπλήρωσης των ονείρων μας. Αυτών που δεν ζήσαμε, αυτών που δεν χώρεσαν στις άϋπνες νύχτες μας. Ναι, οι νεκροί ονειρεύονται με χρώματα, ζωγραφίζουν σε τρισδιάστατους καμβάδες, εκθέτουν στων νεράϊδων τα τάγματα και στων κολασμένων τις ψυχές. Ναι, οι νεκροί βλέπουν όνειρα χρωματιστά.

Και σείς μπορείτε να τα δείτε. Όχι με τα δικά σας μάτια, μα με τα μάτια της ψυχής σας, αυτής που δραπετεύει από το κορμί σας, αποζητώντας την ελευθερία. Μπορείτε ακόμη να μας δείτε την ώρα που συνεδριάζουμε, εμείς οι τέσσερις χιλιάδες ιφιγένειες-θυσίες σε ανέμους ανάπτυξης. Φτιάξαμε ένα σύλλογο λοιπόν και κάθε Σάββατο συνεδριάζουμε. Γιατί το Σάββατο το νοιώθουμε σαν καταφθάνουν οι μνημονεύσεις σας, καθώς η μάνα σας η Γή προστάζει. Και κεί που συνεδριάζουμε, εσείς είστε το μοναδικό θέμα συζήτησης. Εσείς και η πιότερη ζωή μας.

Αυτήν που δεν αγαπήσαμε κι' ας αγαπηθήκαμε, αυτήν που αγαπήσαμε κι' ας μην αγαπηθήκαμε. Όλα τώρα θα τα σιάξουμε, λέει ο Νώντας και γελάμε. Γιατί ξέρουμε ότι εμείς δεν μπορούμε τίποτα να διορθώσουμε πια, όμως γελάμε. Και χορεύουμε. Τραγουδά ο Πάνος μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι' ασβέστη, τ' ακούει ο Τάσος και καταφθάνει από την πέρα γειτονιά κι' αρχίζει τον χορό, άφθαρτο το άϋλο της παρουσίας του, ξεχωρίζει στο ασπρογάλανο φώς. Ναι, οι νεκροί ακούνε, γελάνε, χορεύουν. Μα δεν μπορούν τίποτα να σιάξουν πια. Μόνο να ζήσουν όπως κάποτε ονειρεύτηκαν.


Και να σας κοιτάνε, να σας ακούνε, να σας αισθάνονται. Να νοιώθουν το αχ της μάνας γής από τις βαριές περπατησιές σας. Μα και να γνέθουν τα όνειρά σας, να τροχίζουν το νού σας,  να γίνονται παρηγοριά στη θλίψη σας και δάσκαλοι στα καμώματά σας.

 Δείτε μας, πόσο αθόρυβα σμίξαμε εμείς εδώ. Πως ακούμπησαν οι ψυχές μας πάνω στην απειρότητα του χρόνου, στο οικείο των ονείρων μας. Και τις στιγμές που τα δάκρυά σας τρέχουνε στα μάτια μας, ανασύρουμε τις λέξεις εκείνες που κάποτε λέγαμε οδηγείστε τον κόσμο σε πιο φωτεινά μονοπάτια, σπάστε τις αλυσίδες που κρατούν δεμένες τις ψυχές σας. Και σας μιλάμε. Ναι, εμείς οι νεκροί μιλάμε, μα πιο πολύ κλαίμε. Και δεν μπορούμε τίποτα πια να διορθώσουμε. Κάντε το εσείς για μάς.


από φιλικό blog

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Άνοιξα μανταρίνι ! (αναδημοσίευση)


της Αννίτας Λουδάρου (http://ann-lou.blogspot.gr/)

Έχω πια βάσιμες υποψίες ότι τα παπούτσια μας όταν κοιμόμαστε παίρνουν ζωή, βγαίνουν από το σπίτι και αρχίζουν τις βόλτες εν αγνοία μας. Ίσως επιχειρούν να πάνε εκεί που εμείς δεν πάμε. Να ακολουθήσουν τ΄όνειρα μας με λίγη παραπανίσια συνέπεια. Αλλοιώς δεν εξηγείται πως κατα καιρούς βλέπω στο δρόμο σε άσχετα σημεία, ζευγάρια παπουτσιών αφημένα σαν να περιμένουν κάτι η κάποιον. Δεν είναι ούτε πεταμένα, ούτε παλιά. Είναι τα περισσότερα σε αρκετά καλή κατάσταση, έχω δει ακόμα και καινούργια. Ίσως να είναι παπούτσια που αγοράστηκαν με ελπίδα , μπερδεύτηκαν με τα χρόνια σε άγονες γραμμές και ξαστόχησαν.

Θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο βράδυ που σκόνταψα σ΄ένα ζευγάρι αθλητικά έξω από το κολυμβητήριο του Πανελληνίου. Αλλά και την περασμένη Κυριακή τριγυρνώντας το πρωί έπεσα πάνω σ΄ένα ζευγάρι, ξενυχτισμένες, γυναικείες μαύρες γόβες. Ήταν αφημένες η μια δίπλα στην άλλη, λες και περίμεναν δύο γυναικεία πόδια να τους δώσουν ζωή ή σαν να βαρέθηκαν την προηγούμενη ζωή τους και αποφάσισαν να κάνουν νέα αρχή.

Την πρώτη φορά που είδα τα μοναχικά παπούτσια μου φάνηκε παράξενο. Πλέον με διασκεδάζει και περιμένω να δω που θα συνατήσω το επόμενο ζευγάρι παπουτσιών. Κάτι απροσδιόριστο μου θυμίζουν με την σιωπή τους. Ίσως γιατί μαζί τους ξεκινάμε να πάμε σε απάτητες διαδρομές. Από τα βρώμικα πεζοδρόμια της πόλης, ως τα ασβεστωμένα σκαλάκια των νησιών. Μαζί τους στεκόμαστε μπροστά σε ακίνητες ανθρώπινες φιγούρες στο Θησείο, σε μουσικούς ξεκούρδιστους. Πατάμε φύλλα φθινοπωρινά, μαζεύουμε αδέσποτα χαρτιά, κλωτσάμε τα χαλίκια. Είναι παπούτσια που κάποια στιγμή στην ζωή μας, όταν τα φορούσαμε ή περνούσαμε τα κορδόνια τους από τις μεταλλικές ανυπόμονες τρύπες τους, ήταν σαν να τα ρωτούσαμε ''στις όχθες ποιου παραμυθιού θα με βγάλετε απόψε"; Ένα ελαφρύ τρίξιμο στο ξύλινο πάτωμα είναι η μόνη απάντηση που εγώ τουλάχιστον έπαιρνα.

Το καλοκαίρι αυτό μου φαίνεται διαφορετικό. Σαν κάποιος να πέρασε και να του φόρεσε τα ρούχα του Σεπτέμβρη. Βλέπεις το φθινόπωρο είναι πάντα καλύτερο άλλοθι κι ας αρχίζουν να μικραίνουν οι μέρες. Τα καλοκαίρια τα παπούτσια ανυπομονούν πιο πολύ για βόλτες, σε μέρη που θα ήθελες να είσαι. Είναι και που η πραγματικότητα ώρες ώρες γίνεται αβάσταχτη. Όμως για δες. Προχθές ακόμα μαζευτήκαμε με τους φίλους. Από αυτή την κατηγορία των φίλων που θέλεις να τους φωνάξεις, αντί για εκείνο το ''Μην ενοχλείτε'' που μπαίνει έξω από τις πόρτες των ξενοδοχείων, ''ενοχλείτε !'' 

Φιλίες που δυναμώσανε με αυτή την περιβόητη αβάσταχτη πραγματικότητα και δώσανε υπόσταση στο ψωμί κι αλάτι φάγαμε μαζί. Συναντηθήκαμε για να γιορτάσουμε το πλησίασμα ενός απ΄όλους μας στην μέση κάποιας δεκαετίας. Το μόνο που θέλω να πω είναι, πως είμαι εδώ που θέλω να ΄μαι : στην πόλη που αγαπώ, με τους φίλους και γενικά με τους ανθρώπους που αγαπώ. Με αυτούς που με κάνανε να πιστέψω πως ό,τι υπήρξε μια φορά, δεν γίνεται να πάψει να υπάρχει. Όπως εκείνο το ''άνοιξα μανταρίνι'' που παίζαμε παιδιά και χόρταινε αέρα η ψυχή μας, γιατί ξυπνάγαμε από την δύναμη των αναμνήσεων κι ας ήταν η στιγμή που μόλις τις φτιάχναμε. Υπάρχουν φωτογραφίες από την παιδική μας ηλικία, που μας βλεπεις να ξυπνάμε μέσα στην ίδια την φωτογραφία. Ξυπνούσαμε την ίδια ώρα που μαζεύαμε αναμνήσεις.

Με την σκέψη και μόνο (και κάθε σκέψη φέρνει πράξη) ανοίγεις δρόμους που περιμένουν ένα ζευγάρι παπούτσια να τους διαβούν. Με αυτόνομη σκέψη. Φαντάζομαι με όλα αυτά πως και τα δικά μου παπούτσια το σκάνε τα βράδια. Και αφού το σκάνε άραγε που πάνε; Ίσως εδώ που θέλω να είμαι.

Κοίταζε τη χούφτα της (αναδημοσίευση)


Αναδημοσίευση από το βυτίο

Με πλησίασε μια γυναίκα λίγο πριν τα σκαλάκια της εξόδου του μετρό. Τελευταία, διάφοροι άνθρωποι ζητάνε χρήματα όχι καθισμένοι όπως παλιά στην άκρη κάποιου πεζοδρομίου, αλλά κατεβαίνοντας στα εκδοτήρια των σταθμών του μετρό. Στέκονται δίπλα σου καθώς εσύ βάζεις τα κέρματα στο μηχάνημα. Έτσι, γρήγορα σκέφτεσαι ότι αυτό το εξωπραγματικό για την τσέπη σου 1,40, θα έπιανε περισσότερο τόπο αν αντί για εισιτήριο, γινόταν κουλούρι, καφές, τσιγάρο ή οτιδήποτε άλλο χρειάζεται ή θέλει αυτός ο άνθρωπος. Η γυναίκα λοιπόν με πλησίασε, άρχισα να σκέφτομαι αν και πόσα ψιλά έχω, αν και πόσα θέλω να δώσω. Η γυναίκα όμως μόλις έφτασε μπροστά μου ζήτησε απλά αν έχω ένα εισιτήριο για να πάει σπίτι της. Τα ρούχα της έμοιαζαν με κουρέλια, το πρόσωπό της ήταν σε άσχημη κατάσταση και οι λέξεις της αν και κανονικά τοποθετημένες αντηχούσαν μόνο τη γενικευμένη απόγνωση. Θέλω ένα εισιτήριο να πάω στο Περιστέρι, σπίτι μου.

Βγαίνοντας απ’ το μετρό πέτυχα ένα φίλο που είχα να δω καιρό. Στο τέταρτο που κουβεντιάσαμε, μου ανέλυσε τα σχέδια του για τη χρονιά που έρχεται. Τις χρονιές τις υπολογίζουμε ακόμη, όπως όταν πηγαίναμε σχολείο, από Σεπτέμβριο. Το περίπλοκο και με απειράριθμα αν σχέδιό του, μπορεί να συνοψιστεί στη λέξη επιβίωση. Ακούγονταν ποσά της τάξης των 200 και 300 ευρώ. Ακούγονταν φράσεις του στιλ μπορώ να ζήσω με τόσα. Μου αρκεί μια σαλάτα, δεν θα πολυβγαίνω και τέτοια. Δεν είχε απελπισία ο λόγος του φίλου, μόνο σκληρό ρεαλισμό και ίσως μια ελαφριά αίσθηση παραίτησης. Παραίτησης όχι απ’ τη ζωή, όσο απ’ τον άνισο και ανυπόφορο αγώνα με τα τέρατα της εποχής της λιτότητας και των ατελείωτων μέτρων. Θα ζήσουμε ναι, αλλά κουραστήκαμε πια να κυνηγάμε, να τρέχουμε σ’ ένα στάδιο χωρίς γραμμή τερματισμού, να τρέχουμε σ’ ένα αγώνα που είναι ταυτόχρονα σπριντ και μαραθώνιος και μετ’ εμποδίων. Κάπου θες απλά να σταθείς, να πιεις ένα δροσερό ποτήρι νερό και να ηρεμήσεις για πέντε λεπτά. Φέτος ο φίλος επέλεξε να είναι το δικό του πεντάλεπτο.

Λίγα λεπτά αργότερα σταματώντας με το αυτοκίνητο σε ένα φανάρι, βλέπω μια άλλη γυναίκα. Μοιάζει με την πρώτη του μετρό. Ρούχα βρώμικα, μαλλιά μπλεγμένα, πρόσωπο που φωνάζει όλα τα πιθανά είδη της απόγνωσης. Από τα πέντε μέτρα απόσταση μας μιλάει: «Πεινάω. Μήπως μπορείτε να μου δώσετε κάτι να φάω». Κοιτάζω το φανάρι, αλλά το κορίτσι ανοίγει την τσάντα της και δίνει ότι ψιλό είχε. Ας πούμε ότι ήταν δυομιση ευρώ. Τα δίνω στη γυναίκα, έκπληκτη κοιτάζει τη χούφτα της, μονολογεί «αυτά είναι πολλά λεφτά», ανάβει το φανάρι, συνεχίζει να κοιτάει τη χούφτα της, φεύγουμε.

Λέμε και ξαναλέμε για τη φτώχεια. Λέμε ότι δε μας φοβίζει. Μιλάμε για αλληλεγγύη, για κεράσματα, οι γονείς βοηθάνε, τα παιδιά βοηθάνε, οι φίλοι αλληλοβοηθιούνται. Μιλάμε για εγχειρήματα, συλλογικές κουζίνες και ένα σωρό ωραίες ιδέες.

Αλλά η φτώχεια μας κυκλώνει, δεν είναι εύκολος αντίπαλος, γονατίζει ανθρώπους, γονατίζει περαστικούς και φίλους, τους κλέβει χρόνια, τους αποκλείει απ’ την ίδια τους τη φαντασία και τη δημιουργικότητα. Η φτώχεια δεν είναι παλιά ελληνική ταινία, δεν έχει μόνο αυτοσαρκασμό και πλάκα και ωραίες ατάκες. Έχει κόσμο που παλεύει να ζήσει με 200 ευρώ και αυτό θα είναι το αισιόδοξο σενάριο. Έχει κόσμο που λέει πεινάω και θέλω να πάω σπίτι μου και κόσμο που ψάχνει το σπίτι του και δεν το βρίσκει πουθενά.

Μας βομβαρδίζουν με success stories και ανταγωνιστικότητα και τη θέση της χώρας που σταθεροποιείται στην Ευρώπη. Μιλάνε τη γλώσσα των αρπακτικών σε prime time, παρέχουν προκαταβολικά ασυλία στους ακριβούς εαυτούς τους, κουνάνε το δάκτυλο, μεταρρυθμίζουν χαλαρά, ασκούνται στον κυνισμό επαναλαμβάνοντας μονότονα «11.000 απολύσεις». Εμείς που δεν ζούμε στην τηλεόραση ή στο εικονικό κόσμο των υπουργικών γραφείων, κάθε μέρα, κάθε ώρα, περπατάμε μετρώντας τους πεσμένους, τους βουβούς επιβάτες των μέσων μεταφοράς, τους ανθρώπους που κουράστηκαν, τους ανθρώπους που δεν αντέχουν άλλο. Μετράμε τους ανθρώπους που δεν ανήκουν πια σ’ αυτή την εποχή.

Εύφορες εποχές για σπόρους λόγου (αναδημοσίευση)


 του Γιάννη Μακριδάκη  (http://yiannismakridakis.gr)

Την περασμένη Παρασκευή, μαζί με όσους ανθρώπους βρέθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη, και ήταν παραπάνω από 100, κάναμε ξανά μια προσέγγιση όλων αυτών των ζητημάτων που θα συζητηθούν κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μας συναντήσεων, 23-26 Αυγούστου στη Βολισσό.

Με ανθρώπους που έχουν γίνει πλέον γνωστοί μου, λόγω του ότι έρχονται σχεδόν σε κάθε εκδήλωση στην Αθήνα αλλά και με πάρα πολλούς αγνώστους, συγγενείς στις σκέψεις και στους προβληματισμούς, συζητήσαμε, ακόμα και στα όρθια αφού μας σήκωσαν από το αίθριο του Μουσείου, για την πορεία της ανθρωπότητας, για την αστικοποίηση του πλανήτη, για την υποκατάσταση του οικοσυστήματος από το χρηματοοικονομικό σύστημα, για τις συνέπειες της άκρατης αστυφιλίας και αστικοποίησης των περασμένων δεκαετιών, τις οποίες ζούμε τώρα, και, εν τέλει, για το ότι αυτό το αδιέξοδο, στο οποίο έχει οδηγηθεί η ανθρωπότητα των καταναλωτών, αλλά και οι κρίσεις του ή οι σπασμωδικές του προσπάθειες ανάκαμψης με χειρότερους όρους για τον άνθρωπο και τον πλανήτη, δεν είναι προϊόν κάποιας συνωμοσίας αλλά αυτής και μόνο της συμπεριφοράς και της στάσης ζωής του καθενός από μας.

Το σύστημα είμαστε εμείς και μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο μέσα μας και γύρω μας.Η Ελλάδα χάνεται επειδή ακριβώς οι νεοέλληνες έζησαν με το ρητό: μην ανακατεύεσαι, μην παίρνεις θέση, μη νοιάζεσαι, γύρευε τη δουλίτσα σου, εσύ θα σώσεις τον κόσμο;

Κάπως έτσι ζει και πορεύεται κάθε άνθρωπος, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Κι έτσι, όλοι μαζί αποτελούμε έναν κόσμο που ο καθένας αποποιείται της ευθύνης να τον σώσει, και δεν πιστεύει ούτε στο ελάχιστο ότι μπορεί να το πράξει. Το χειρότερο; Κάνει ό,τι μπορεί για να τον καταστρέψει ακόμη περισσότερο μόνο και μόνο για να επιβιώσει ο ίδιος, κι έχει αφήσει δήθεν σε χέρια άλλων, το να τον σώσουν. Τον ίδιον και τον κόσμο όλον.

Είναι όμως πλέον ορατό σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους ότι αυτό αποτελεί ανευθυνότητα και μη σοβαρή πολιτική στάση ζωής. Για την ακρίβεια αποτελεί μιαν ανάλγητη και απόλυτα καταστροφική συμπεριφορά.

Το τριήμερο 23-26 Αυγούστου, στα πλαίσια του Απλεπιστημίου Βολισσού, σε φυσικό περιβάλλον, θα ζήσουμε τρεις μέρες στο οικοσύστημα, θα καταπολεμήσουμε ο καθένας προσωπικά την υποκατάστασή του από το χρηματοοικονομικό σύστημα, θα συζητήσουμε επ’ αυτού, θα πάρουμε προσωπικές αποφάσεις και θα αναλάβουμε ο καθένας τις μικρές και μεγάλες του προσωπικές δράσεις για να γίνουμε, αν μη τι άλλο, σπορείς του λόγου, που φυτρώνει και εξαπλώνεται ταχύτατα σε τέτοιες εύφορες εποχές, για μια νέα προσέγγιση στη Ζωή, για μια νέα ματιά, με σεβασμό στους φυσικούς πόρους και αναπλήρωση, με στροφή στην παραγωγή και όχι στην κατανάλωση, με ανάληψη ξανά της ευθύνης για τα αρχέγονα αγαθά της ανθρώπινης κοινοκτημοσύνης, σπόροι, νερό, ενέργεια, τα οποία αφήσαμε και τα πήραν ή τα διεκδικούν άλλοι, ανήθικοι κερδοσκόποι.

Το καμπανάκι της χρηματοοικονομικής κρίσης χτύπησε και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, όπως βλέπω και με τα ίδια μου τα μάτια στις εκδηλώσεις, το ακούν και δηλώνουν έτοιμοι για δράση. 

Ο κόσμος αλλάζει ήδη. Επειδή αλλάζουμε ο καθένας μέσα του. Μόνο εμείς μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα. Μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει για μας.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

«Πάρε μας μανούλα στο σπίτι κι εμείς δεν θα πεινάμε ποτέ» ...


«Βρέθηκα σήμερα σε ένα νηπιοτροφείο στην Καλλιθέα όπου φιλοξενεί παιδιά, που αδυνατούν οι γονείς να τους προσφέρουν ακόμη και την απαραίτητη διατροφή!

Εκεί λοιπόν εκτυλίχθηκε το εξής περιστατικό: Μια μητέρα επισκέφθηκε τα παιδιά της για να μείνει λίγο μαζί τους, πέρασε η ώρα με αγκαλιές χαρές και παιχνίδια. Ήρθε η ώρα όμως που έπρεπε να φύγει. 

Κλάματα, τα μικρά κρατούσαν την μανούλα με τα χεράκια τους τόσο σφιχτά, που την πονούσαν, ενώ εκείνη το μόνο που μπορούσε να δώσει ήταν υποσχέσεις ότι θα ξανάρθει την επομένη ημέρα… Τότε ήταν που το μεγαλύτερο, με ποτάμι τα δάκρυα άρχισε να την παρακαλάει με δυνατή φωνή να τα πάρει στο σπίτι… Δεν μπορώ καρδούλα μου, δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι ούτε να φάμε… Το πρόσωπο της μικρής σοβάρεψε, σκέφτηκε λίγο και έδωσε την ποιο συγκλονιστική λύση στο πρόβλημα που έχω ακούσει στην ζωή μου… 

“Πάρε μας μανούλα μου στο σπίτι και εμείς δεν θα πεινάμε ποτέ…’’»

Πηγή:left.gr
Την ιστορία βρήκαμε στο facebook. 

Η επανάσταση των σιωπηλών (αναδημοσίευση)


του Γιώργου Γραμματικάκη

Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. 
Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το 
τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους.
Φραντς Κάφκα, Η σιωπή των σειρήνων


Η επανάσταση που οραματίζομαι θα είναι μια επανάσταση των σιωπηλών. Δεν θα έχει σημαίες αναπεπταμένες, συνθήματα και ιδεολογικές διακηρύξεις. Θα είναι μια επανάσταση βουβή, που θα στηρίζεται απλώς στην αλληλεγγύη των βλεμμάτων. Θα ξεκινήσει από την απόλυτη, την οργισμένη σιωπή, και θα αποδώσει στον άνθρωπο ό,τι στερήθηκε, ό,τι ονειρεύθηκε, ό,τι ζήτησε με κραυγές -πριν επιλέξει τη σιωπή.

Γιατί αυτή η σιωπή είναι η απόγνωση και η προσδοκία του. Δεν είναι αποδοχή, μήτε μοιρολατρία. Η σιωπή είναι το μέτρο της διαψευσμένης του ζωής, η πίκρα για τις επαγγελίες που ακυρώθηκαν, η οργή για την υποκρισία και το ψέμα. Η σιωπή είναι το ανώτερο στάδιο της πολιτικής ωριμότητας. Αν οδηγήσει στην επανάσταση, θα είναι μια επανάσταση αληθινή, αφού για πρώτη φορά δεν θα δεσμεύεται από τα λόγια της, θα δεσμεύεται μόνον από τα αισθήματά της.

Η επανάσταση των σιωπηλών δεν απευθύνεται λοιπόν σε ορισμένες τάξεις κοινωνικές, ούτε υπόσχεται ευημερία και δικαιώματα. Υπόσχεται μόνον μια άλλη γλώσσα: Την ξεχασμένη γλώσσα της ειλικρίνειας και της ευθύνης. Δεν επιδιώκει την εξουσία, αφού όπως απέδειξε η Ιστορία αυτό οδηγεί στη βία και τον εκφυλισμό. Επιδιώκει, όμως, να αποδώσει στον άνθρωπο την εξουσία της ζωής του, να απαντήσει στη βουβή απόγνωση της σιωπής του. «Η επανάσταση», σχολίασε ο μέγιστος των θεωρητικών της, «συνιστά μια πνευματική αναταραχή, μέσω της οποίας μια ομάδα ανθρώπων επιδιώκει να θέσει νέα θεμέλια για την ύπαρξή της».

Σε αυτήν λοιπόν την επανάσταση, που αναζητά αιωνίως τα θέμελιά της, δεν έχουν ίσως θέση οι ποιητές, μήτε οι φιλόσοφοι. Εχουν όμως θέση οπωσδήποτε οι άνεργοι. Ο φιλόσοφος προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο, ο ποιητής δημιουργεί τον δικό του. Ο άνεργος όμως τον στερείται εξ ορισμού. Η ανεργία αποτελεί τον παραλογισμό ενός πολιτισμού, που δεν παύει να επαίρεται για τις κατακτήσεις του. Ο παραλογισμός αυτός, αλλού μεταφράζεται στην πρόκληση της χλιδής, στον άνεργο σε ταπεινώσεις που δεν τελειώνουν. Ο άνεργος κατέφυγε στη σιωπή, επειδή κουράστηκε να ακούει για επενδύσεις και για τη μείωση της ανεργίας· που εξαιρεί ωστόσο πάντοτε τον ίδιο. Ο άνεργος είναι πια σιωπηλός, όχι επειδή θέλει να κρύψει την οργή του, αλλά επειδή δεν αντέχει να μιλήσει άλλο.

Η σιωπή -που κρύβει την απόγνωση- χαρακτηρίζει ακόμα όσους νοιάζονται αληθινά για τα δεινά του περιβάλλοντος. Δεν είναι οι οικολόγοι: Οι οικολόγοι φλυαρούν χωρίς μέτρο, και αναζητούν διαρκώς άλλοθι στον εαυτό τους και την «ανάπτυξη». Στην επανάσταση των σιωπηλών, θα συμμετέχουν οι άλλοι: Οσοι γνωρίζουν ότι η ανάσα της φύσεως είναι το ίδιο σπουδαία με τη δική τους ανάσα, ότι τα τραύματά της αποτελούν τραύματα στο δικό τους σώμα και την ψυχή. Αν σήμερα η μόνη προσδοκία τους είναι η επανάσταση των σιωπηλών, είναι επειδή κουράστηκαν να καταγγέλουν: την ασίγαστη μανία καταστροφής σε παραλίες και δάση, τις απάνθρωπες πόλεις που στεγνώνουν τις ψυχές, τη θυσία του αιώνιου και του αναγκαίου στο εφήμερο και το ταπεινό. Η επανάσταση των σιωπηλών δεν υπόσχεται νόμους και διατάγματα, που θα αποβλέπουν στην «προστασία» του περιβάλλοντος. Θεωρεί, αντίθετα, ότι είναι ο άνθρωπος που πρέπει να προστατευθεί. Εκείνος -που σήμερα σιωπά με απόγνωση- και οι επίγονοί του. Το περιβάλλον είναι ανάγκη να παραμείνει όσο γίνεται υπερήφανο και ανέγγιχτο, επειδή μόνον έτσι ανθεί πράγματι η ζωή. Αλλιώς, θα πληθαίνουν οι απομιμήσεις και τα ομοιώματά της.

Στην επανάσταση των σιωπηλών συμμετέχουν και όσοι είδαν το διαφορετικό κόσμο, που έπλασαν μέσα τους, να διαψεύδεται και να συντρίβεται. Μήτε μετάνιωσαν όμως, επειδή ο κόσμος τους είχε αξίες και ήθος, μήτε αλλάζουν. Στην επανάσταση των σιωπηλών, είναι σημαιοφόροι χωρίς σημαίες, πεζοπόροι χωρίς προμήθειες. Διαθέτουν την τιμιότητα του βλέμματος και μια παράδοξη αξιοπρέπεια. Ο κόσμος όμως που έπλασαν -που είχε αξίες και ήθος- είναι πάντοτε εκεί. Και απαιτεί το σεβασμό από όσους μιλούν εξ ονόματός του. Αυτοί οι σημαιοφόροι -χωρίς σημαίες- στην επανάσταση των σιωπηλών είναι η εγρήγορση και η συνείδησή της.

Όσοι άλλωστε κατέφυγαν στη σιωπή δεν έπαυσαν να ονειρεύονται: τη δίκαιη συγκρότηση του κοινωνικού ιστού, την αύρα μιας παιδείας ουσιαστικής, την ενίσχυση των δημιουργικών δυνάμεων που εν είδει μικρής φωτιάς υπάρχουν στον καθένα. Αντί όμως να κερδίσουν τη μοναδικότητά τους, έγιναν αριθμοί και αποδέκτες. Αριθμοί σε πίνακες στατιστικής και σε μετρήσεις θεαματικότητας· αποδέκτες σε επίπλαστες ανάγκες και όμηροι μιας ανεξέλεγκτης προόδου. Κι ενώ τα στοιχεία και οι εξαγγελίες των πολιτικών μιλούν για τη διαρκή άνοδο του εθνικού εισοδήματος, εκείνοι αισθάνονται ότι το βιοτικό τους επίπεδο -με την έννοια του βίου, της ζωής- διαρκώς μειώνεται.

Αυτός άλλωστε -εγώ ή εσείς- που οραματίζεται την επανάσταση των σιωπηλών, δεν ενδιαφέρεται αν επικριθεί ως ρομαντικός, μήτε αν καταταχθεί από τους εχέφρονες στους υπέρμαχους μιας ουτοπίας, από τις πολλές που γνώρισε η Ιστορία. Οι επικριτές της επανάστασης των σιωπηλών, συχνά φορτωμένοι με διπλώματα και κοινωνιολογικές περγαμηνές, αγνοούν την αξία της σιωπής, το εν δυνάμει επαναστατικό της περιεχόμενο. Τι άλλο όμως ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου -για να αναφερθούμε στην επικαιρότητα- από μια κραυγή σπαρακτική, μια στιγμή επαναστάσεως ύστερα από χρόνια σιωπής; Η σιωπή υπήρχε από νωρίς στις διαψευσμένες προσδοκίες των νέων ανθρώπων, σερνόταν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και τους δρόμους της Αθήνας, μιλούσε με μουσικές και αθέατα δάκρυα. Η βία επιτάχυνε την έκφρασή της, τα τανκς προσπάθησαν να καλύψουν την απειλή της.

Όσοι λοιπόν αμφισβητούν την επανάσταση των σιωπηλών, δεν μέτρησαν ποτέ την αξία της σιωπής, δεν έτυχε ποτέ να αντιληφθούν την εκρηκτική της δύναμη. Μήπως όμως και ο έρωτας δεν είναι ως επί το πλείστον σιωπή, μήπως μέσα στη σιωπή δεν πλάθει ο δημιουργός το έργο του;

«Οι επαναστάσεις είναι τρελές εμπνεύσεις της Ιστορίας», έγραψε ένας σπουδαίος επαναστάτης, που δολοφονήθηκε μάλιστα από τους πρώην συντρόφους του στην εξορία. Η επανάσταση των σιωπηλών δεν θα είναι απλώς μια τρελή έμπνευση της ανθρώπινης ιστορίας. Θα είναι ίσως η συνέχεια και η αποθέωσή της.

σημείωση: το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε τον Φλεβάρη του τρέχοντος έτους. Αναδημοσιεύεται με καθυστέρηση (;) μάλλον όμως σε μια πιο κατάλληλη στιγμή. Οι υπογραμμίσεις του διαχειριστή.

Ονομάζομαι Ed Snowden (αναδημοσίευση)



«Γεια σας. Ονομάζομαι Ed Snowden. Λίγο περισσότερο από ένα μήνα πριν, είχα οικογένεια, ένα σπίτι στον παράδεισο και ζούσα με μεγάλη άνεση. Είχα επίσης τη δυνατότητα, χωρίς κανένα ένταλμα, να έχω πρόσβαση και να διαβάζω τις επικοινωνίες σας. Την επικοινωνία του καθενός ανά πάσα στιγμή. Μια εξουσία που μπορεί να αλλάζει τη μοίρα των ανθρώπων.

Πρόκειται για σοβαρή παραβίαση του νόμου. Οι Τροποποιήσεις 4 και 5 του Συντάγματος της χώρας μου, το άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και πολυάριθμα καταστατικά και συνθήκες απαγορεύουν τέτοια συστήματα μαζικής, διάχυτης επιτήρησης. Ενώ το Σύνταγμα των ΗΠΑ χαρακτηρίζει αυτά τα προγράμματα ως παράνομα, η κυβέρνησή μου υποστηρίζει ότι μυστικές δικαστικές αποφάσεις, που ο κόσμος δεν επιτρέπεται να δει, νομιμοποιούν με κάποιο τρόπο μια παράνομη πράξη. Οι αποφάσεις αυτές φθείρουν απλά την πιο βασική έννοια της δικαιοσύνης – την έννοια της διαφάνειας των πράξεων. Κάτι ανήθικο δεν μπορεί να γίνει ηθικό μέσω ενός μυστικού νόμου.

Πιστεύω στην αρχή που διακηρύχθηκε στη Νυρεμβέργη το 1945: «Τα άτομα έχουν διεθνείς υποχρεώσεις που υπερβαίνουν τις εθνικές υποχρεώσεις υπακοής. Ως εκ τούτου, οι πολίτες έχουν το καθήκον να παραβιάζουν εθνικούς νόμους προκειμένου να προληφθούν εγκλήματα κατά της ειρήνης και της ανθρωπότητας».

Κατά συνέπεια, από πλευράς μου έκανα ό,τι πίστευα σωστό και άρχισα μια εκστρατεία για να διορθωθεί αυτή η αδικία. Δεν επιδιώκω πλουτισμό για τον εαυτό μου. Δεν επεδίωξα να πουλήσω μυστικά των ΗΠΑ. Δεν συνεργάζομαι με οποιαδήποτε ξένη κυβέρνηση προκειμένου να εγγυηθεί την ασφάλειά μου. Αντ΄ αυτού, δημοσιοποίησα ό,τι ήξερα, έτσι ώστε ό,τι επηρεάζει όλους μας, να μπορεί να συζητηθεί από όλους μας στο φως της ημέρας, και ζήτησα δικαιοσύνη απ΄όλη την ανθρωπότητα.

Αυτή η ηθική απόφαση να μιλήσω δημόσια για την κατασκοπεία που επηρεάζει όλους μας είχε μεγάλο κόστος, αλλά ήταν το σωστό που έπρεπε να κάνω και δεν το μετανιώνω.

Από εκείνη τη στιγμή, η κυβέρνηση και οι υπηρεσίες πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής έχουν προσπαθήσει να με κάνουν παράδειγμα – προειδοποίηση προς όλους τους άλλους που θα μπορούσαν να μιλήσουν όπως εγώ. Έχασα την ιθαγένειά μου και καταδιώκομαι για πράξη πολιτικής έκφρασης. Η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών με έχει τοποθετήσει στη λίστα απαγόρευσης πτήσεων. Ζήτησε από το Χονγκ Κονγκ την έκδοσή μου εκτός του νομικού πλαισίου της χώρας αυτής, παραβιάζοντας άμεσα την Αρχή της μη επαναπροώθησης – Νόμο των Ην. Εθνών.

Έχει απειλήσει με κυρώσεις τις χώρες που θα υψώσουν το ανάστημά τους για να υπερασπίσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά μου και το σύστημα ασύλου του ΟΗΕ. Προχώρησε μάλιστα σε μια άνευ προηγουμένου ενέργεια να ζητήσει από στρατιωτικούς συμμάχους να προσγειώσουν το αεροπλάνο προέδρου της Λατινικής Αμερικής, προκειμένου να αναζητήσουν έναν πολιτικό πρόσφυγα. Αυτές οι επικίνδυνες κλιμακώσεις αντιπροσωπεύουν μια απειλή όχι μόνο για την αξιοπρέπεια της Λατινικής Αμερικής, αλλά και για τα βασικά δικαιώματα κάθε ατόμου, κάθε έθνους, να ζει ελεύθερο από διώξεις, αναζητώντας και λαμβάνοντας άσυλο.

Ωστόσο, και παρά αυτή την ιστορικά δυσανάλογη επιθετικότητα, χώρες σε όλο τον κόσμο προσέφεραν υποστήριξη και άσυλο. Αυτά τα έθνη, η Ρωσία, η Βενεζουέλα, η Βολιβία, η Νικαράγουα και το Εκουαδόρ, έχουν την ευγνωμοσύνη μου και αξίζουν το σεβασμό να είναι τα πρώτα που όρθωσαν το ανάστημά τους ενάντια στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που πραγματοποιούνται από τους ισχυρούς και όχι τους αδύναμους. Με την άρνησή τους να παραβιάσουν τις αρχές τους μπροστά στον εκφοβισμό, έχουν κερδίσει το σεβασμό του κόσμου. Είναι πρόθεσή μου να ταξιδέψω σε κάθε μία από αυτές τις χώρες για να αποδώσω τις προσωπικές μου ευχαριστίες στους ανθρώπους και τους ηγέτες τους.

Ανακοινώνω σήμερα την επίσημη αποδοχή εκ μέρους μου όλων των προσφορών στήριξης ή ασύλου που έχουν δοθεί και κάθε άλλη που μπορεί να προσφερθεί στο μέλλον. Με τη χορήγηση ασύλου, για παράδειγμα, από τον Πρόεδρο της Βενεζουέλας Maduro, η κατάσταση ασυλίας μου είναι τώρα επίσημη και κανένα κράτος δεν έχει νομική βάση να περιορίσει ή να παρεμποδίσει το δικαίωμά μου να απολαύσω αυτό το άσυλο. Όπως είδαμε, όμως, ορισμένες κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής επέδειξαν προθυμία να ενεργούν έξω από το νόμο, και αυτή η συμπεριφορά εξακολουθεί να υφίσταται σήμερα. Αυτή η παράνομη απειλή καθιστά αδύνατο για μένα να ταξιδέψω στη Λατινική Αμερική και να απολαύσω το άσυλο που μου χορηγείται εκεί σύμφωνα με τα κοινά δικαιώματα όλων.

Αυτή η βούληση των ισχυρών κρατών να ενεργούν εκτός νομιμότητας αντιπροσωπεύει μια απειλή για όλους μας, και δεν πρέπει να επιτραπεί να επιτύχει. Ως εκ τούτου, ζητώ τη βοήθειά σας στην αναζήτηση εγγυήσεων ασφαλούς διέλευσης από τις εμπλεκόμενες χώρες, ώστε να διασφαλίσω το ταξίδι μου στη Λατινική Αμερική, καθώς και στην αναζήτηση άσυλου στη Ρωσία, μέχρις ότου οι χώρες αυτές εφαρμόσουν το δίκαιο και επιτρέψουν το νόμιμο ταξίδι μου. Θα υποβάλω την αίτηση μου στη Ρωσία σήμερα, και ελπίζω ότι θα γίνει ευνοϊκά δεκτή.

Εάν έχετε οποιεσδήποτε ερωτήσεις, θα απαντήσω σε ό, τι μπορώ.
Σας ευχαριστώ. Εντ Σνόουντεν».

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

ΚΙΜΠΙ: Η αρρυθμία των αριθμών


(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, 13/7/2013) 

Το ΙΟΒΕ αναθεώρησε επί τα χείρω την πρόβλεψή του για την ύφεση στην ελληνική οικονομία φέτος. Το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 5%, έναντι αρχικής πρόβλεψης 4,3%. Η ανεργία, θα διευρυνθεί ως το 27,8%, μία μονάδα πάνω από την αρχική εκτίμηση, ενώ η απασχόληση έχει μειωθεί κατά 20% από το 2008. Κάτι ανάλογο προβλέπει το ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία. Φέτος θα αναπτυχθεί κατά 3,1%, 0,2% χαμηλότερα από την αρχική πρόβλεψη. Για την Ευρωζώνη αυτό μεταφράζεται σε ύφεση 0,6%. Στην Ευρωζώνη οι άνεργοι θα ξεπεράσουν φέτος τα 20 εκατομμύρια, στον κόσμο ολόκληρο τα 200 εκατομμύρια. Το παγκόσμιο ΑΕΠ τρέχει προς τα 75 τρισεκατομμύρια δολάρια. Με δεδομένο ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός κινείται προς τα 7,3 δισεκατομμύρια, αναλογούν λίγα παραπάνω από 10.000 δολάρια σε κάθε κάτοικο του πλανήτη. Φέτος θα παραχθούν 31 εκατ. αυτοκίνητα και θα πουληθούν 183 εκατ. PC. Οι χρήστες του Internet θα ξεπεράσουν τα 2,5 δισεκατομμύρια και μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν στείλει 88 τρισεκατομμύρια ηλεκτρονικά μηνύματα. Περίπου 900 εκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν υποσιτιζόμενοι και από αυτούς σχεδόν 6 εκατομμύρια θα πεθάνουν από την πείνα. Αλλά ταυτόχρονα 1,6 δισ. άνθρωποι θα καταγραφούν ως υπέρβαροι. Οι καπνιστές θα καπνίσουν 2,8 τρισ. τσιγάρα, αλλά 2,6 εκατ. από αυτούς θα πεθάνουν από ασθένειες που σχετίζονται με το κάπνισμα. 4,3 εκατ. άνθρωποι θα πεθάνουν από καρκίνο και πάνω από 550.000 άνθρωποι θα αυτοκτονήσουν. Απομένουν 164 χρόνια για να αντληθεί και το τελευταίο κυβικό φυσικού αερίου, αλλά μόλις 34 χρόνια για το πετρέλαιο που υπάρχει στην «κοιλιά» της Γης. Αντιθέτως, για τους επόμενους τέσσερις αιώνες μπορούμε να είμαστε ήσυχοι ότι δεν θα εξαντληθούν τα αποθέματα άνθρακα, εκτός αν χρειαστεί να τον εξορύξουμε με πολύ ταχύτερους ρυθμούς. Το παγκόσμιο χρέος έχει ξεπεράσει ήδη τα 51 τρισ. δολάρια, αλλά τα ιδιωτικά και δημόσια περιουσιακά στοιχεία σε όλο τον κόσμο είναι υπερτετραπλάσια σε αξία. Ξεπερνούν τα 225 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Τι σημασία έχουν, άραγε, όλοι αυτοί οι αριθμοί; Τι ιστορίες ή τι παραμύθια μας αφηγούνται; Τι σημαίνουν οι αποκλίσεις και οι αναθεωρήσεις τους, οι αυξήσεις και οι μειώσεις τους; Μας λένε αλήθεια; Ή, τουλάχιστον, μας λένε όλη την αλήθεια; Δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής άλλος τρόπος για να μετρούμε την «υγεία» μιας οικονομίας και μιας κοινωνίας, παρά με αριθμούς, μέτρα, σταθμά, δείκτες και ποσοστά.Θεωρητικά, οι αριθμοί είναι υπεράνω ιδεολογικής υποψίας και ταξικής ιδιοτέλειας. Καθαρές ανθρώπινες επινοήσεις, υποτίθεται πως υποτάσσουν τη χαοτική γήινη πραγματικότητα σε μια ανθρώπινη κλίμακα, της δίνουν κάποιο νόημα ή τουλάχιστον ένα μέτρο και μια εσωτερική τάξη. Πού πάει ο κόσμος; Μπροστά ή πίσω; Πού βρίσκεται η ανθρώπινη ανάπτυξη; Μεγεθύνεται ή συρρικνώνεται; Προοδεύει ή οπισθοδρομεί; Ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομέτρης για να αντιληφθεί ότι οι αριθμοί δεν τα λένε όλα. Απαντούν στο «πόσο», αλλά μπορεί να μη μας λένε απολύτως τίποτα για το «τι». 

Έπειτα, υπάρχει κι ένα παρεπόμενο ερώτημα. Ποιοι αριθμοί είναι σε θέση να μας δώσουν έστω μια μικρή ιδέα για την πραγματικότητά μας; Και ποιος τους διαλέγει; Υπάρχει το παράδειγμα της μεσαιωνικής και της προκαπιταλιστικής Ευρώπης, όπου οι αριθμοί μετρούσαν αποκλειστικά τη βούληση των βασιλέων, των αριστοκρατών και των φεουδαρχών να πλουτίσουν εις βάρος όλων των άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Καθένας τους μετρούσε κατά βούληση τις αποστάσεις, τις εκτάσεις, τα βάρη, τους όγκους, είχε το δικό του μετρικό σύστημα, το δικό του αριθμητικό σύμπαν, το δικό του νομισματικό σύστημα ή σύστημα τιμολόγησης που το χρησιμοποιούσε για να εκμεταλλευτεί ληστρικά τους «αν-άριθμους» υποτελείς με τους οποίους συναλλασσόταν. Άλλα τα μέτρα στη γαλλική αυτοκρατορία, άλλα τα σταθμά στα γερμανικά κρατίδια, άλλα στη Γηραιά Αλβιώνα.

Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός υποτίθεται ότι ενοποίησε το σύμπαν των αριθμών που μετρούν τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Αλλά το μέτρο του κόσμου παρέμεινε ολιγαρχικό. Ίσως είναι πιο ολιγαρχικό από ποτέ. Μπορεί πλέον να μετριούνται τα πάντα, από την ποσότητα μεθανίου που εκπέμπουν οι περδόμενες γαλακτοφόρες αγελάδες μέχρι τον αριθμό των δακτυλισμών που κάθε μέρα πραγματοποιούν τα εκατομμύρια χρήστες υπολογιστών, αλλά το μέτρο του κόσμου παραμένει εμπορευματικό, υποταγμένο στην εξίσωση κόστος-απόδοση, στην αριθμητική της μεγέθυνσης και τελικά του κέρδους. Όταν το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών κι όλοι οι συναφείς διακρατικοί ή ιδιωτικοί οργανισμού μετρούν τις απειροελάχιστες μετακινήσεις και αυξομειώσεις του πλούτου, κατά χώρα ή παγκόσμια, στην ουσία δεν έχουν άλλο κριτήριο από τη συσσώρευση κεφαλαίου. Είτε αυτό περιφέρεται με τον μανδύα του εθνικού πλούτου είτε ίπταται ξεδιάντροπα σαν κερδοσκοπικό γεράκι πάνω από τα θύματά του.

Οι άρχοντες των αριθμών δεν ενδιαφέρονται διόλου να μετρήσουν την ανθρώπινη κατάσταση – την ευτυχία, τη δυστυχία, την ικανοποίηση, τη δυσφορία, τον θυμό, την ηρεμία, την απελπισία, την αισιοδοξία, την απογοήτευση, την ανοχή, την οργή, ακόμη κι αυτή τη στοιχειώδη και αρχέγονη μάχη της επιβίωσης. Κι όταν παρεμπιπτόντως το κάνουν είναι απλώς για να μη λείψει κανένας συντελεστής από τον ιερό αλγόριθμο της «ευημερίας»: μετρούν το «οικονομικό κλίμα», την «καταναλωτική εμπιστοσύνη», την «πολιτική εμπιστοσύνη», την «εμπιστοσύνη στους θεσμούς», την «κλίμακα αισιοδοξίας - απαισιοδοξίας» μόνο στον βαθμό που αυτές μπορούν να επηρεάσουν τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου, την εντροπία των αγορών και την ευστάθεια του πολιτικού status.

Αυτό επιτρέπει -υποτίθεται- στο υπουργείο Οικονομικών ή στην τρόικα να ισχυρίζονται με το ύφος επιστημονικής αυθεντίας ότι, μετρώντας ευρώ προς ευρώ τη «δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική πρόοδο» της χώρας -έλλειμμα, χρέος, έσοδα, νομισματική κυκλοφορία, πληθωρισμό, εισαγωγές, εξαγωγές-, κάνουν κάτι που έχει κάποια σημασία για την κοινωνία και τους πιο αδύναμους κρίκους της. Πέρασαν και δεν κόλλησαν… Η αριθμολαγνεία τους θα είχε κάποια αντικειμενικότητα αν είχαν υιοθετήσει, τουλάχιστον, δείκτες μέτρησης της ανθρωπιστικής κρίσης που προκαλούν: Πόσο έχει αυξηθεί η θνητότητα στους χρόνια ασθενείς, στους υπερήλικες, στους ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας; Ποιος μετράει επίσημα τις αυτοκτονίες και τις απόπειρες; Ποια επίσημη Αρχή μετράει τα περιστατικά κατάθλιψης, την υποβάθμιση της ποιότητας της διατροφής και διαβίωσης του πληθυσμού; Πώς θα μετρηθεί η προϊούσα εξαφάνιση του γέλιου, η «εγκατάσταση» της δυσφορίας και του θυμού στα ανθρώπινα πρόσωπα, η απώλεια του κοινωνικού μας ήθους, η διάβρωση των κοινωνικών σχέσεων ή η κατάρρευση της αυτοεκτίμησης των νέων ανθρώπων, που εκτός από άνεργοι αρχίζουν και νιώθουν άχρηστοι, ανίκανοι και περιττοί; Και ποιος θα αναλάβει να μετρήσει την έλλειψη μέτρου, την αναλγησία και τη βλακεία των «μετρητών»;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Και ελάλησεν ο Κύριος προς Μωυσήν λέγων. Λάβε το κεφάλαιον των σκύλων της αιχμαλωσίας από ανθρώπου έως κτήνους, συ και Ελεάζαρ ο ιερεύς και οι άρχοντες των πατριών της συναγωγής, και διελείτε τα σκύλα ανά μέσον των πολεμιστών των εκπεπορευμένων εις την παράταξιν, και ανά μέσον πάσης συναγωγής. Και αφελείτε τέλος Κυρίω παρά των ανθρώπων των πολεμιστών των εκπεπορευμένων εις την παράταξιν μίαν ψυχήν από πεντακοσίων, από των ανθρώπων και από των κτηνών και από των βοών και από των προβάτων και από των όνων· και από του ημίσους αυτών λήψεσθε και δώσεις Ελεάζαρ τω ιερεί τας απαρχάς Κυρίου. Και από του ημίσους του των υιών του Ισραήλ λήψη ένα από τα πεντήκοντα των ανθρώπων και από των βοών και από των προβάτων και από των όνων και από πάντων των κτηνών και δώσεις αυτά τοις Λευίταις τοις φυλάσσουσι τας φυλακάς εν τη σκηνή του Κυρίου. Και εποίησε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς καθά συνέταξε Κύριος τω Μωυσή. Και εγεννήθη το πλεόνασμα της προνομής, ο προενόμευσαν οι άνδρες οι πολεμισταί από των προβάτων, εξακόσιαι χιλιάδες και εβδομήντα και πέντε χιλιάδες και βόες δύο και εβδομήκοντα δύο και εβδομήκοντα χιλιάδες και όνοι μία και εξήκοντα χιλιάδες και ψυχαί ανθρώπων από των γυναικών, αι ουκ έγνωσαν κοίτην ανδρός, πάσαι ψυχαί δύο και τριάκοντα χιλιάδες. 

Παλαιά Διαθήκη, Αριθμοί, κ. 31 (σ.σ. η κατά Μωυσή δημοσιονομική πολιτική των Εβραίων μετά την Έξοδο)

Πλησιάζει η μέρα που δεν θα πάω πάλι στο σχολείο (αναδημοσίευση)



Καλέ μου πιτσιρίκο, πλησιάζει η μέρα που δεν θα πάω πάλι στο σχολείο… Πιο πολύ μοιάζει με παράπονο μαθήτριας της Γ΄ λυκείου αλλά είναι παράπονο καθηγήτριας. Παράπονο και θυμός και λύπη και γαμώτο! Μόνο τρόμο δε νιώθω. Ούτε απόγνωση. Δεν τους κάνω τη χάρη.

Δεν έχω βιολογικά παιδιά. Μόνο πνευματικά. Πολλά όμως! Εκτός από υποχρεώσεις, δεν έχω και φράγκο επίσης. Οι γονείς απολυμένοι εκπαιδευτικοί αισθάνονται ασφυξία. Κάπως έτσι νιώθουν ή θα νιώσουν και οι γονείς των μαθητών μας που θα πληρώνουν ακριβά από εδώ και μπρος ό,τι τους πρόσφερε μέχρι σήμερα η δωρεάν δημόσια εκπαίδευση.

Περίμενα απολύσεις. Δεν περίμενα ξεκλήρισμα ολόκληρων ειδικοτήτων. Δεν ήθελα καμία απόλυση και αυτό δεν είναι ούτε ρομαντισμός, ούτε υπερβολή.

Έβλεπα τα διάφορα σενάρια και σκεφτόμουν, με ποιο κριτήριο θα απέλυαν κόσμο; Στην εκπαίδευση προφανώς αποκαλύφθηκε. Κριτήριο είναι η ιδιωτικοποίησή της και παράλληλα το αίμα που ζητά η Μορμώ Τρόικα.

Δεν θα σου πω την δεκαπενταετή μου ιστορία ως εκπαιδευτικός. Ο καθένας έχει τη δική του και είναι σημαντική.

Μου άρεσε το σχολείο. Παρά τον χαμηλό μισθό, τις δύσκολες συνθήκες στο νησί, τους φίλους και τους γονείς που έλεγαν, πότε θα πάρεις μετάθεση – λες και δεν έκανα αίτηση, τις δυσκολίες τις διδακτικής διαδικασίας σε ανομοιογενή τμήματα, είναι όμορφο πράγμα το σχολείο. Η επαφή με τα παιδιά σε κρατάει νέο. Εμένα τουλάχιστον με κρατάει νέα. Δεν φτάνει που παίρνουν τη δουλειά μου, που αγαπώ, παίρνουν και το λίφτινγκ μου.

Στους μαθητές παίρνουν μία απ’ τις δασκάλες τους (έτσι μας φωνάζουν τα παιδιά στο σχολείο, δασκάλα, δάσκαλε, όχι κυρία ή κύριε τάδε) και βάζουν πάλι στο στόχαστρο το συνήθως πενιχρό εισόδημα των γονιών τους. Πώς θα ζήσουν τόσα ιδιωτικά ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης; Κάποιοι γονείς πρέπει να πληρώσουν.

Τι στα γράφω όλα αυτά; Λες και δεν τα ξέρεις..

Έτσι επειδή είσαι πιτσιρίκος και τ΄ αγαπώ τα πιτσιρίκια και σε νιώθω και λίγο φίλο μου τόσο καιρό που σε διαβάζω. Κι επειδή σκέφτηκα ότι φέτος τον Σεπτέμβρη μάλλον δεν θ΄ ανοίξω την πόρτα της τάξης, μάλλον δεν θα δω πρόσωπα μαθητών και μαθητριών.

Ήδη το όνομα μου έχει κοινοποιηθεί πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου. Έτσι για να ξέρουμε ποιος είναι πάνω από το νόμο.

Ελπίζω και σήμερα και αύριο, τη Δευτέρα, την Τρίτη να δω τον κόσμο να μη το επιτρέψει αυτό. Το σχολείο μας χρειάζεται και το χρειαζόμαστε.

Αλλά και να το επιτρέψει, στις επόμενες απολύσεις, στις επόμενες καταστροφές εγώ πάλι θα είμαι εκεί να φωνάζω όχι! Χρειάζονται πολλά όχι και δυνατά.

Σε φιλώ

(Αγαπητή φίλη, σας καταλαβαίνω γιατί το παιδικό μου όνειρο ήταν να γίνω φιλόλογος, και -σε αντίθεση με πολλούς άλλους- είχα καλούς δασκάλους που τους αγάπησα και με αγάπησαν. Το θετικό είναι πως τα τελευταία χρόνια -μετά την χρεοκοπία- είναι ένα μεγάλο σχολείο για όλους μας. Κάθε μέρα σχολείο, χωρίς απουσίες. Για να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε και όχι τι φανταζόμαστε ότι είμαστε. Και στο τέλος να πάρουμε αυτό που αξίζουμε. Αυτό για το οποίο αγωνιστήκαμε. Αν αγωνιστήκαμε. Καλή τύχη. Σας φιλώ.)

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Πιοτρ Κροπότκιν: ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ (αναδημοσίευση)

«Τι να πω, επίσης στον δάσκαλο, όχι στον άνθρωπο εκείνον που θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό, αλλά σε αυτόν ο οποίος, όταν περιβάλλεται από μια χαρούμενη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα εύθυμα πρόσωπα και το χαριτωμένο τους χαμόγελο. Σ’ εκείνον που προσπαθεί να φυτέψει στο μικρό τους κεφάλι τις ιδέες εκείνες του ανθρωπισμού που και ο ίδιος αγάπησε όταν ήταν νέος.

Συχνά σε βλέπω λυπημένο και ξέρω τι είναι εκείνο που σε κάνει να κατσουφιάζεις. Σήμερα ο πιο αγαπημένος σου μαθητής που, αλήθεια, δεν είναι και πολύ καλός στα Λατινικά, αλλά που, παρ’ όλα αυτά, διαθέτει μια θαυμάσια καρδιά, διηγείτο με ενθουσιασμό την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου. Τα μάτια του βούρκωσαν, φαινόταν σαν να ήθελα να μαχαιρώσει όλους τους τυράννους που υπήρξαν ποτέ. Απέδωσε με τέτοιο πάθος τους φλογερούς στίχους του Σίλερ:

“Μπροστά στο σκλάβο όταν σπάζει τα δεσμά του και όχι μπροστά στον ελεύθερο να τρέμει”.

Αλλά όταν γύρισε σπίτι του, οι γονείς του και ο θείος του τον κατσάδιασαν άγρια για την έλλειψη σεβασμού που επέδειξε απέναντι στον υπουργό ή τον τοπικό χωροφύλακα. Τον έψελναν επί ώρες, μιλώντας του για «σύνεση, σεβασμό απέναντι στην εξουσία, υποταγή στους καλυτέρους του», ώσπου άφησε παράμερα τον Σίλερ για να μελετήσει την τέχνη με την οποία θα προοδεύσει ο κόσμος.

Κι έπειτα, χθες ακόμα έμαθες ότι οι καλύτεροι μαθητές σου έχουν πάρει τον κακό δρόμο. Ο ένας δεν κάνει τίποτε άλλο από το ονειρεύεται τα γαλόνια του αξιωματικού, ο άλλος μαζί με το αφεντικό του κλέβει τον τιποτένιο μισθό των εργατών και εσύ, που έτρεφες τόσες ελπίδες γι’ αυτούς τους νέους, συλλογιέσαι τώρα τη θλιβερή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή σου και στο ιδανικό σου.

Ακόμα συλλογίζεσαι αυτή την αντίφαση, αλλά προμαντεύω ότι το πολύ σε δύο χρόνια, αφού θα έχεις υποστεί την μια απογοήτευση μετά την άλλη, θα βάλεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς στο ράφι και θα καταλήξεις να πεις ότι ο Τέλλος ήταν αληθινά ένας πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά πέρα από αυτό τίποτε άλλο: ότι η ποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως απασχόληση για τις ώρες της ανάπαυσης, ιδιαίτερα όταν ένας άνθρωπος διδάσκει την μέθοδο των τριών όλη την ημέρα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές αεροβατούν πάντα και οι στίχοι τους δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή ζωή ούτε με την επόμενη επίσκεψη του σχολικού επιθεωρητή.

Ή, από την άλλη μεριά, τα όνειρα της νιότης σου θα γίνουν οι ακλόνητες πεποιθήσεις της ώριμης ηλικίας σου. Θα θέλεις να υπάρχει μια πλατιά, ανθρώπινη εκπαίδευση για όλους, μέσα στο σχολείο και έξω από αυτό και βλέποντας ότι αυτό είναι αδύνατο μέσα στις συνθήκες που επικρατούν, θα χτυπήσεις τα ίδια ακριβώς τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας.

Τότε, διωγμένος καθώς θα είσαι από το Υπουργείο Παιδείας, θα εγκαταλείψεις το σχολείο σου και, προσχωρώντας στο στρατόπεδό μας, θα γίνεις ένας από μας. Θα πεις σε ανθρώπους, που είναι μεγαλύτεροι από σένα αλλά που έχουν πετύχει λιγότερα στη ζωή τους, πόσο δελεαστική είναι η γνώση, πώς όφειλε να είναι η ανθρωπότητα, αλλά και τι θα μπορούσαμε να είμαστε. Θα έρθεις και θα εργαστείς με τους επαναστάτες για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του επικρατούντος συστήματος. Θα αγωνιστείς δίπλα μας, για να πετύχουμε την αληθινή ισότητα, αδελφότητα και την ατελείωτη ελευθερία για όλο τον κόσμο».

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Λoγ[ισμ]ος και Όνειρο (αναδημοσίευση)

από τον Δημήτρη Θειδώρου (http://dimitriostheodorou.wordpress.com)

Επιθυμία: Η τέχνη της αρχιτεκτονικής, να μπορεί να αποκρίνεται θετικά στο ερώτημα της ζωής και με αφορμή αυτήν και δι’ αυτής, ο άνθρωπος να αποκτά την ευαισθησία που με μεγάλη προθυμία προσφέρει απλόχερα και ανιδιοτελώς η τέχνη.

Η φύση, διαπιστώνει ο Kant, κρύβει μέσα της τη βαθιά σκοπιμότητα: οδηγεί τον άνθρωπο ολοένα στην προσωπική τελειότητα και αυτό με τη σειρά του οδηγεί στο χτίσιμο μιας επιδιωκόμενης κοινωνίας. Η ανεστιότητα του σύγχρονου ανθρώπου είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνη -χωρίς να υποτιμάται καθόλου το πρόβλημα των αστέγων στους δρόμους στη σύγχρονη εποχή- καθώς ο άνθρωπος φαίνεται να χάνει τον προσανατολισμό του. Εάν βρεθεί αυτός, τότε θα μπορέσει ανάλογα και συνακόλουθα να λυθεί και το πρόβλημα των αστέγων. 

Η τέχνη, και μαζί με αυτήν η αρχιτεκτονική, ναι μεν οφείλει να διαφυλάσσει το καθήκον αυτό, αλλά μαζί τους ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι ικανός να μπορεί να αντιλαμβάνεται το σκούντημα στον ώμο και κάθε τόσο να ανασκουμπώνεται με περισσότερη ελπίδα και όρεξη για αλλαγή. Ο τρυφηλός τρόπος ζωής, η διαρκώς αυξανόμενη τάση του ανθρώπου για απόκτηση υλικών αγαθών[1], χωρίς άμεσα πρακτικούς σκοπούς, η επίπλαστη αρετή και η πολυτέλεια του δαπανηρού φέρεσθαι, που δίνει τάχα τις μιαν ευδαιμονία, είναι τα σημεία εκείνα που ο άνθρωπος οφείλει και πρέπει να αναχαιτίσει προς όφελος του ίδιου του εαυτού και εν τέλει ολόκληρου του κόσμου. 

Η νιτσεϊκή αντίληψη του Valéry για την αρχιτεκτονική εν γένει, η οποία προτάσσει το «εμείς» έναντι του «εγώ» και η οποία βλέπει την αρχιτεκτονική ως τέχνη εφάμιλλη της μουσικής, είναι ένα σημείο εκκίνησης που οφείλουμε να προσέξουμε. Για να μπορέσει να μας συγκινήσει το κτήριο, όπως το πλάσμα που αγαπάμε, οφείλουμε να διαχειριστούμε την αρχιτεκτονική ως καθεστώς τέχνης και λόγου μέσα από την αυτοσυνείδητη ελευθερία[2], τη μόνη αληθινή ελευθερία, που δύναται να καθυποτάξει τις σκαιές πτυχές της φαντασίας μας. Όλο αυτό το εγχείρημα απαιτεί μια προσπάθεια, να γνωρίζεις διαρκώς τον εαυτό σου και ταυτόχρονα να τον οικοδομείς[3], που εν τέλει αποτελεί δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο ποιητής επιμένει στην άποψη πως ο άνθρωπος δε γνωρίζει από τι εκπληκτικό εργαλείο είναι καμωμένο το σώμα του[4]. Αυτή η αυτοσυνειδησία που απαιτείται από την τέχνη έχει σαν προορισμό το απόλυτο και αληθές.

Για να αποφευχθούν οι σκοτεινές πλευρές της φαντασίας, δηλαδή οι φαντασιώσεις, το πάντρεμα που προτείνει ο ποιητής, λογικής και ονείρου, θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η ωραιότητα καθόλου δεν απαιτεί τη διαρκή πρωτοτυπία σε ιδέες και πλούσιους εντυπωσιασμούς. Είναι σαφές ότι η «φαντασία σε όλο της τον πλούτο δρώντας ελεύθερη και χωρίς νόμους, γεννά μόνο το παράλογο∙ ενώ η κριτική ικανότητα είναι η δύναμη της εναρμόνισής της με τη νόηση»[5]. 

Ο Kant χωρίς να μεταχειρίζεται όστρακα ή κοχύλια, νυχτερίδες ή κουκουβάγιες, δηλώνει εμφατικά την εξαιρετική δύναμη του νου την οποία βρίσκουμε να μεταχειρίζεται ο λίγα χρόνια νεώτερός του, Francisco Goya, στο χαρακτικό του «ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα». Χωρίς τη βοήθεια των νοητικών διεργασιών, κάθε ονειροπόληση θα μετατρεπόταν σε εφιάλτη, ενώ στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής αυτό θα ήταν ολέθριο. Ο Valéry υπό το φως της λογικής μπορεί και αφήνει χώρο στο όνειρο και την ονειροπόληση. Εκείνη είναι άλλωστε η ιδιαίτερη ικανότητα με την οποία θα μπορέσουμε να μεταφράσουμε σε αριθμούς το πλάσμα που μας συγκινεί, ώστε να του χαρίσουμε αναλογίες ναού και να το αποκρυσταλλώσουμε δια παντός σε πέτρα και σίδερο. και ακριβώς επειδή η καρτεσιανή λογική θέτει στο τραπέζι οτιδήποτε εμπίπτει στην εμπειρία του ανθρώπου, ο Valery ωθούμενος από τη γενική αυτή ιδέα επιστεγάζει κάθε ονειροπόληση με το Λόγο. Προσπαθεί να δαμάσει το διονυσιακό χαρακτήρα του ανθρώπου με το απολλώνιο φωτισμένο πνεύμα, το ατίθασο με το λογικό, το ένστικτο με την προσήκουσα κάθε φορά εμπειρία.

Η λογική βρίσκεται στην υπηρεσία του ονείρου και καλείται να το περι-γράψει.

Ο λόγος λοιπόν, ο οποίος δηλώνεται με εξαιρετικά εμφατικό τρόπο στη σκέψη του Paul Valéry, παίρνει προεκτάσεις και πέραν του σημαίνοντος της ομιλίας. Ο λόγος όχι απλώς ως μια κοινοποίηση των σκέψεών μας και επομένως ένα όργανο με ιδιότητες μεταφορικού μέσου, αλλά ως διαδικασία νόησης, ως ποιοτική επεξεργασία των διαφόρων ερεθισμάτων του ανθρώπου και επομένως μιας κριτικής στάσης απέναντι στη ζωή, είναι ικανός να μας οδηγήσει σε μονοπάτια που σε αντίθετη περίπτωση η φαντασία θα έφθινε στη βαρβαρότητα. Για τον ποιητή «Λόγος σημαίνει στα ελληνικά λογική, συλλογισμό και σχέση… ο ίδιος όρος σημαίνει επίσης τη θεϊκή δημιουργική Διάνοια». Το γεγονός ότι η βία αναφέρεται καθ’ ολοκληρίαν σε περιπτώσεις οι οποίες είναι καταφανείς, δεν αποτελεί πανάκεια ότι εξαντλεί τα περιθώρια της σε αυτές.

Η βαρβαρότητα γίνεται εξίσου επικίνδυνη και στις περιπτώσεις στις οποίες είναι συγκαλυμμένη με ένα πέπλο ευγένειας, τάξης, και οιονεί καλαισθησίας. Αποτελεί γεγονός αυταπόδεικτο στη σύγχρονη εποχή, η οποία εν τέλει περισσότερο μας αφορά. Το να οριοθετείς τη σκέψη σου και να την προσανατολίζεις διαρκώς προς την περιοχή του λόγου, μετρώντας την ποσοτικά και ποιοτικά, είναι ο μόνος τρόπος να οικοδομήσεις σωστά τον εαυτό σου και αμέσως μετά την τέχνη σου. «Δεν υπάρχει γεωμετρία χωρίς λόγια», γιατί όπως τυχαίες θα παραμένουν οι μορφές χωρίς αυτά, το ίδιο «τυχαίος» και ανέτοιμος θα παραμένει ο άνθρωπος χωρίς την ορθοφροσύνη. Η γλώσσα, που κατ’ ουσίαν είναι τέχνη όπως επισημαίνει ο Heidegger μέσα από τα κείμενά του, γίνεται οικοδόμος και μεταξύ άλλων οικοδομεί το Είναι μας. Είμαστε τυχεροί, γιατί το προνόμιο της γλώσσας και του λόγου, τον έχει μόνο ο άνθρωπος και όχι παραδείγματος χάριν μια πέτρα[6]. Επομένως μόνο εκείνος φέρει την αξιοσύνη του Είναι. 

Κάθε τέχνη όμως είναι κατ’ ουσίαν ποίηση, προβάλλοντας έτσι η γλώσσα την ποιητική διάστασή της ανεγείρει το Είναι μας και μέσα από αυτήν την ανέγερση του Είναι προβάλλει η αλήθεια. Για όση ώρα η αλήθεια προβάλλεται και διαφυλάσσεται (=αληθεύει) μπορούμε να πούμε ότι ζούμε σε μια ωραιότητα. Κι αν πλάσουμε έτσι τους εαυτούς μας έχοντας τη χάρη οδηγό μας, τότε φαίνεται πως εντελώς επάξια και ποιητικά θα μπορέσει ο άνθρωπος να κατοικήσει πάνω σε αυτήν εδώ τη γη[7].

Αν μπορέσουμε να καταλάβουμε πόσο σημαντικό για τη ζωή μας είναι το σπίτι, η κατοικία μας -το γεγονός δηλαδή ότι εκείνη διαφυλάσσει με τον καλύτερο τρόπο «την ονειροπόλησή μας»[8] που κάθε τόσο μας επιτρέπει να γίνουμε ποιητές, να γινόμαστε «η χώρα»[9] μέσα στην οποία ψυχή και σώμα γίνονται ένα- τότε η «ποιητική» κατοίκηση, έτσι όπως την περιγράφει ο Heidegger, θα ξεμακρύνει κάπως από τη συνήθη, κακώς νοούμενη, περιστασιακή χρήση που συνήθως δίνουμε στον όρο, δηλαδή ένα λογοτεχνικό γεγονός και επομένως θα γίνει περισσότερο ουσιαστικός, με αποδέκτη τον εαυτό μας. Θα έχουμε φτάσει στο σημείο να κατανοήσουμε ότι η κατοικία είναι ο τρόπος που εμείς οι ίδιοι είμαστε πάνω σε αυτήν εδώ τη γη ούτως ώστε αλλάζοντας το εμείς, να αλλάζει και το κτίζειν.

Ο λόγος ως δύναμη αποτελεί το εναργέστερο εργαλείο για την επιχείρηση αυτού του νέου απόπλου.

απόσπασμα από τη διάλεξη με θέμα: ωΒ[α]λ
πίνακας: Μυρτώ Ψυχάκη

παραπομπές
[1] «Η χρήση της τεχνολογίας επιτρέπει πλέον στο άτομο να αποσύρεται στον περίκλειστο κόσμο της προσωπικής καθημερινότητάς του και έτσι να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας.» γίνεται σαφές ότι Heidegger στρέφεται εναντίον της κατάχρησης της τεχνολογίας, της «τεχνολογικής αλαζονείας».
Π. Λέφφας, Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση, από τον Heidegger στον Koolhaas, Αθήνα, 2008, σ.67
[2] Χ. Γιανναράς
[3] P. Valéry, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, Αθήνα, 1988, σ.37
[4] Ό.π, σ. 48
[5] I. Kant, Κριτική της Κριτικής Ικανότητας, Αθήνα, 2005, μτφρ. Χάρης Τασάκος, σ.229
Ο λόγος για τον Valéry, η συγκρότηση της σκέψης και η εκφορά της, είναι σαν επινίκιο στεφάνι, γοητεύει την ακοή για καιρό. (Ε.24)
[6] Το παράδειγμα του Heidegger
[7] Ο Martin Heidegger στραμμένος σαφώς σε μια κατεύθυνση περισσότερο ηθική, αναφέρεται στον τρόπο του κατοικείν σαφώς επηρεασμένος από την ποίηση του Hölderlin.
[8] Ο Gaston Bachelard περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την ουσία του κατοικείν ως διαφύλαξη των σκέψεων μας, της μνήμης και της φαντασίας μας. Αμέσως παρακάτω γράφει «όλο το είναι του σπιτιού θα ξετυλιχτεί, πιστό στο δικό μας το είναι». σ.42
[9] Από τον Τϊμαιο και τη «χώρα», η οποία αποτελεί τον υποδοχέα κατά τον Πλάτωνα και τη μήτρα όλων των αισθητών μορφών, γινόμαστε εμείς οι ίδιοι, η υποδοχή του πνεύματος και της ψυχής μας.

σημείωση: οι υπογραμμίσεις από τον διαχειριστή.

Παράξενο αλλά όσο χειροτερεύουν τα πράγματα και η κρίση «τρελαίνεται», εγώ αρχίζω και αισθάνομαι καλύτερα... (αναδημοσίευση)

 
.... Λες να μεταλλάσσομαι σε μισάνθρωπο;

Με τη δημόσια τηλεόραση μαυρισμένη, τον Σακκά στην 34η μέρα, τα ΜΑΤ στην Πρυτανεία, τον εκπαιδευτικό κόσμο σε αναβρασμό, τους δημοτικούς υπαλλήλους υπό απόλυση, τον ιδιωτικό τομέα σε διάλυση, το νέο επιστημονικό δυναμικό ουρά στις πρεσβείες, τη δημοκρατία σε κατάρρευση και τον Βενιζέλο συναντιλαμβανόμενο του Σαμαρά απολαμβάνω με μια προϊούσα ενοχή τις ολιγαρκείς και στερημένες μέρες μιας καλοκαιρινής ανάπαυλας. Πίνω ξανά τσίπουρα χωρίς γλυκάνισο, αγναντεύοντας ένα ξεφτισμένο από τους ποιητικούς μύθους του Ελύτη γαλάζιο και νιώθω σαν τους κατοίκους της Πομπηίας. Που συνεχίζουν ανυποψίαστοι τις καθημερινές τους ασχολίες, ενόσω κατέρχεται ορμητική η λάβα. Κι όμως τούτο το φθινόπωρο προοιωνίζεται εκρήξεις. Ζω με την ελπίδα ότι οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα με βρουν στο δρόμο. 

Μπορεί ο σφάχτης στην τσέπη μου να έχει μεγαλώσει, μπορεί κάθε φορά που πηγαίνω σε ένα ΑΤΜ και ζητάω υπόλοιπο λογαριασμού τα δεκαδικά ψηφία να είναι περισσότερα από τα ακέραια, μπορεί να έχουν αυξηθεί οι φορές που αρνούμαι στα παιδιά παγωτό ή παιχνίδια, μπορεί να μην μου επιτρέπεται πλέον η έκφραση της κοινωνικής μου ευαισθησίας με τρόπους που έκανα στο παρελθόν, μπορεί μάλιστα ώρς ώρες να αισθάνομαι και λιγότερο άνθρωπος από πριν, αλλά όλο ετούτο το πράγμα αρχίζει κατά έναν παράξενο τρόπο να με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα.

Συνήθισα τις οιμωγές και τα βαριαναστενάγματα του κόσμου γύρω μου, συνήθισα τις παπαριές εκείνων που δεν έχουν πάρει χαμπάρι σε τι βούρκο έχουμε πέσει και φωνάζουν υπέρ των κινήσεων «ανάπτυξης», συνήθισα το να βλέπουν οι κρατούντες την εξουσία και να ασχολούνται μόνο με το πώς θα ευημερήσουν οι αριθμοί και να πάνε να πνιγούν οι άνθρωποι, συνήθισα τον κοινωνικό αυτοματισμό που θέλει την μια κοινωνική ομάδα να στρέφεται εναντίον της άλλης για να επιβιώσει, συνήθισα τα περισπούδαστα λογύδρια των κυβερνητικών ταγών και των παπαγάλων τους, συνήθισα την απύθμενη βλακεία που καθρεπτίζεται στα βλέμματα όλων εκείνων που κουνάνε πλαστικές σημαιούλες και λάβαρα για να πείσουν τον εαυτό τους πως θα είναι τάχαμου «νικητές» και πως κατέχουν την«Αλήθεια», συνήθισα τους τσιγγάνους και τους πακιστανούς να μαζεύουν σκουπίδια από τους κάδους, συνήθισα να διαβάζω για απεχθή εγκλήματα αλλοδαπών και ημεδαπών, συνήθισα την ηλίθια κόντρα μεταξύ του «να τους παίρνεις σπίτι σου» και του «κανείς δεν είναι παράνομος», συνήθισα τα συνδικαλιστικά παιγνιδάκια και τις προδομένες ελπίδες των ψηφοφόρων.

Δεν μου προκαλούν εντύπωση τα σκάνδαλα και τα εγκλήματα «λευκού κολάρου» πια, ούτε η καταχωνιασμένη λύσσα του κόσμου που ψάχνει να βρει τρόπο να εκτονωθεί και μας έχει κάνει όλους μας βραδυφλεγείς βόμβες, ούτε το χάος στα νοσοκομεία και οι άρρωστοι που δεν έχουν να πληρώσουν φάρμακα, ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εκπαιδευτικοί που θα περάσουν το πιο μαύρο καλοκαίρι του κλάδου τους,ούτε το πάνω από 27% της ανεργίας και το πάνω από 55% των άνεργων νέων που αρχίζει και γυαλίζει το μάτι τους παράξενα, ούτε η εργασιακή ισοπέδωση του ιδιωτικού τομέα, ούτε η πρεμούρα της πολιτικής εξουσίας να ξεπουλήσει όσο όσο ότι μπορεί να πουληθεί, ούτε οι παλαιολιθικές νοοτροπίες περί συνδικαλισμού, συσχετισμών, ώριμων συνθηκών, διακυβευμάτων.

Δεν εκπλήσσομαι πια με τον διαρκή βιασμό της ελληνικής γλώσσας από ακροδεξιούς «πατριώτες» και των εννοιών από αριστερόστροφους «διανοητές» της οκάς, ούτε από την απουσία του συναισθήματος από τα κοινά λόγω της κατά κράτους υπερίσχυσης του πολιτικού ρεαλισμού και του πολιτικά ορθού, ούτε από τις ώρες που καταναλώνει ο μέσος έλληνας (έτσι, με μικρό το "ε") ψηφιακά συνδεδεμένος αντί να τις αξιοποιεί για να συνδέσει τα κομμάτια του εαυτού του και της κοινωνίας που παραπαίει.

Δεν μου προκαλούν πια σοκ οι εικόνες της απίστευτης κενότητας σε μεσημεριανές τηλεοπτικές εκπομπές, ούτε σιχαίνομαι πλέον την ύπαρξη όσων τις παρακολουθούν και συμμετέχουν σε αυτές, ούτε τις ασχήμιες και τους τραμπουκισμούς εκείνων που οικειοποιήθηκαν το αγαπημένο μαύρο χρώμα μιας σημειολογικής «στάσης» απέναντι στην εξουσία και την κυριαρχία και που με δήθεν άλλοθι το ιστορικό προηγούμενο των «μελανοχιτώνων» κοπιάζουν μάταια –για τους υποψιασμένους- να καλύψουν την ανεπάρκειά τους σε ιστορική γνώση και μνήμη και το μαύρο της ψυχής και του μυαλού τους.
Πολλά μαζεύτηκαν τελικά ε;

Λες να μεταλλάσσομαι σε μισάνθρωπο; Δεν το νομίζω.
Δεν ξέρω πως ακριβώς το λένε αυτό τα συναίσθημα, μπορεί να μην φαίνεται λογικό, μπορεί να έχει μια έντονη υπερβατική και μεταφυσική χροιά, μπορεί να μυρίζει "ανθρωπίλα" όπως έλεγε και ένας χαμένος φίλος, ίσως να με «εκθέτει» κιόλας, αλλά τελικά, εκείνο που μετράει είναι πρώτα απ’ όλα να τα βρούμε με τον εαυτό μας.

Έτσι δεν είναι; Ε, αυτή είναι η αίσθησή μου σήμερα (η ψευδαίσθησή μου αν θέλεις, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί)
Όλα θα πάνε καλά, όλα όπως πρέπει, όλα θα ξεκαθαρίσουν. Δεν μπορώ να το πολεμήσω, αυτό μου βγαίνει. Θα αντέξουμε κουφαλίτσες και θα πράξουμε τα δέοντα, ακριβώς την στιγμή που πρέπει, ούτε πιο πριν, ούτε αργότερα.

Δεν χαρίζουμε την καθαρότητα του μυαλού μας και την ζωή μας σε κανέναν. Βοηθάμε όπου μπορούμε και όπως μπορούμε λοιπόν, αρχίζοντας από τους δίπλα μας, τους κοντινούς μας, κι αν δεν έχουμε κάτι άλλο να χρησιμοποιήσουμε, ακόμη και με τον Καθαρό και Ντόμπρο Λόγο γίνεται δουλειά (ή έστω ένα μικρό μέρος της).

… κι όταν κάποια στιγμή τα τινάξουμε, αντί για θάψιμο ή καύση, ίσως να ήταν πιο ταιριαστό να ζητήσουμε να μας βαλσαμώσουν και να μας κάνουν «καλόγερους» με τα χέρια σηκωμένα για να κρεμάνε πάνω μας τα πανωφόρια τους οι κουρασμένοι και οι βρεγμένοι της ζωής, μέχρι να πάρουν μιαν ανάσα και να ξανασυνεχίσουν.

Μια άλλη επιλογή θα ήταν να βρυκολακιάσουμε και να πάρουμε εκδίκηση για όλα και από όλους. Κι αυτό καλό ακούγεται...

Σ’ εσένα υπέροχε τρελέ!

Που δεν σπατάλησες τα νιάτα σου υπηρετώντας τη λογική...
Που γέμισες με όνειρα το νου και την καρδιά σου και τα άκουσες και τ’ αγάπησες
και γι’ αυτά πολέμησες και έκλαψες και γέλασες και μαζί τους μεγάλωσες.
Σ’ εσένα τον υπέροχο τρελό, που είπες τόσες καλημέρες στις τρεις το μεσημέρι
και τόσες καληνύχτες όταν ξημέρωνε ο ήλιος.
Που γλέντησες έτσι όπως οι λίγοι ξέρουν
και δούλεψες τόσο πολύ, όσο λίγοι μπορούν.
Που σεβάστηκες, κι άκουσες, κι έμαθες,
κι έπειτα τόλμησες να γίνεις διαφορετικός. Να μη γίνεις οπαδός.
Σ’ εσένα που δεν μέτρησες ποτέ με το γραμμάριο και το υποδεκάμετρο,
ούτε τα συναισθήματα ούτε τα υπάρχοντά σου,
αλλά γενναιόδωρα τα πρόσφερες χωρίς να κρατάς σημειώσεις για χρωστούμενα.
Σ’ εσένα που ξέρεις πως η ζωή, πότε σου χαμογελάει,
και πότε δοκιμάζει τις αντοχές σου.
Κι αυτό είναι το παιχνίδι.
Σ’ εσένα μοναδικέ τρελέ που δε διστάζεις, παρόλο που φοβάσαι,
να παίζεις με πάθος το παιχνίδι, γιατί έμαθες πια πως έτσι, εσύ, ο ταξιδευτής αυτού του χρόνου, γίνεσαι θαυματοποιός και μάγος της ζωής σου.
Σ’ εσένα ο θαυμασμός
και η αγάπη μου.

Βένα Καλογήρου
το δανειστήκαμε από http://wwwaristofanis.blogspot.gr/

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Η LIFO βρωμάει (αναδημοσίευση)


από το Unfollow (http://www.unfollow.com.gr/blog/item/268-lifomakr.html)

Ό,τι πιο χυδαίο έχει γραφτεί τον τελευταίο καιρό είναι το κείμενο με την υπογραφή του Βαγγέλη Μακρή στην εφημερίδα LIFO. Το μικρό κείμενο ξεκινάει έτσι:

«Ο Σακκάς ήδη έχει γίνει σύμβολο. Ο κόσμος συγκεντρώνεται γύρω του και εκείνος τους φωνάζει από τα παράθυρα του νοσοκομείου: «Πάμε μέχρι το τέλος ρε». Αποδέχεται τον ρόλο του μέσα στην παραζάλη του. Η εικόνα του εξαπλώθηκε γρήγορα στα social media. Αγκαλιάστηκε όπως αγκαλιάζονται όλα τα σύμβολα: Σφιχτά και εγκάρδια. Ιδανικότερο από ένα νεκρό σύμβολο για τον κόσμο είναι ένα σύμβολο που πεθαίνει. Η ένταση της πράξης του δίνει μια κλωτσιά στα καπούλια της δικής του νωθρότητας. Η κίνηση του (νομίζουμε ότι) πυροδοτεί την ακινησία μας η οποία μετατρέπεται σε καβγά. Ήδη ο Σακκάς καταναλώνεται όπως όλα τα σύμβολα: Λαίμαργα». 

Ο συντάκτης παρουσιάζει το πλήθος που βρίσκεται για συμπαράσταση στον απεργό-πείνας στο νοσοκομείο ως το πλήθος στο Άρωμα του Πατρίκ Ζίσκιντ που κατακρεουργεί τον Ζαν Μπατίστ Γκρενουίγ. Ο Γκρενουίγ γεννήθηκε στο Παρίσι του 18ου αιώνα μέσα στα σκουπίδια και την απόλυτη φτώχεια, είχε όμως το εξαιρετικό χάρισμα μιας καταπληκτικής όσφρησης. Ο Γκρενουίγ δεν έχει δική του μυρωδιά, καταφέρνει όμως δολοφονώντας 25 νεαρές γυναίκες να φτιάξει το συγκλονιστικότερο άρωμα, αυτό της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Γκρενουίγ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Αλλά την ημέρα της εκτέλεσής του απελευθερώνει το ανθρώπινο άρωμα που έχει παρασκευάσει και το πλήθος υποκύπτει και παρασύρεται σε ένα μαζικό όργιο. Ο Γκρενουίγ αθωώνεται και στη θέση του εκτελείται κάποιος άλλος. Γυρίζοντας στο Παρίσι, βάζει το άρωμα και γίνεται αντιληπτός από ένα πλήθος αποβρασμάτων της κοινωνίας που, θέλοντας απεγνωσμένα ένα κομμάτι του, τον κατακρεουργούν και τον κανιβαλίζουν. 

Το αριστούργημα της LIFO καταλήγει: 
«Ο Σακκάς όπως όλα τα σύμβολα θα έχει ημερομηνία λήξεως. Ο κόσμος πάντα θα έχει ανάγκη να καταναλώσει κάτι καινούριο όπως και αν τελειώσει αυτή η ιστορία. Καλύτερο για τον ίδιο είναι να ρίξει μια ματιά στην ανθρώπινη του υπόσταση και όχι σε αυτό που νομίζει ότι συμβολίζει». 

Η LIFO καιρό τώρα παίζει τη γραμμή της θεωρίας των δύο άκρων με τον δήθεν αθώο απολιτίκ τρόπο είτε της χαζοχαρούμενης νοσταλγίας είτε της σουσουδίστικης καταγγελίας. Αποκορύφωμα το τραγικό εξώφυλλο τον περασμένο Φλεβάρη με έναν αναρχικό και έναν χρυσαυγίτη (όπως τους αντιλαμβάνεται το lifestyle της χιπστέρικης υστερίας) πλάτη με πλάτη και τίτλο «Δυο ξένοι στην ίδια πόλη». Παλαιότερα είχε χτυπήσει πάλι με εξώφυλλο σε κόκκινο φόντο και δύο λευκές ανθρώπινες φιγούρες πιασμένες σε ένα σφυροδρέπανο και έναν αγκυλωτό σταυρό· τίτλος «Η ελληνική γοητεία του φασισμού». 

Τώρα, ο συντάκτης της συμβουλεύει τον Κώστα Σακκά να σταματήσει την απεργία πείνας. Δεν έχει σημασία που είναι προφυλακισμένος πέραν από κάθε λογική κράτους δικαίου. Ας τα αφήσει αυτά και να μην νομίζει ότι συμβολίζει κάτι. Ας πάει πίσω στο κελί του, να σκεφτεί την ανθρώπινη υπόστασή του, αυτός ο δολοφόνος χωρίς άρωμα, χωρίς λόγο ύπαρξης, που αναστατώνει τις αισθήσεις μας. Αλλιώς, θα έχει την τύχη εκείνου του λογοτεχνικού ήρωα. Όπως και αν τελειώσει η ιστορία. Θα πεθάνει ούτως ή άλλως. Η LIFO βρωμάει.