Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Κανείς δεν γλύτωσε ποτέ (αναδημοσίευση)



του Γιάννη Μακριδάκη


http://yiannismakridakis.gr/

Συζητούσα, μάλλον άκουγα με πολύ ενδιαφέρον, προχθές κάποιον επισκέπτη μου, ο οποίος υπηρετεί σε ανώτατη διπλωματική θέση στο εξωτερικό και ανέλυε την κατάστασή μας ως ελληνικού και ως παγκόσμιου πληθυσμού.

Ομολογώ ότι με καθήλωσε η ηρεμία της προσέγγισής του, η οποία απέπνεε σιγουριά και γνώση των πραγμάτων. Δεν έλεγε πράγματα άγνωστα σε μένα, ούτε αδιανόητα, αλλά ο ψύχραιμος και πλήρης λόγος του και το ότι από τα συμφραζόμενα έβγαινε το συμπέρασμα πως έχει ενημέρωση από τα μέσα αφού συναντά λόγω της εργασίας του κάποιους από τους τροϊκανούς που ελέγχουν και ορίζουν τις ζωές μας, με έκαναν να τον ακούω δίχως να μιλώ και να μην αμφισβητώ καθόλου τα όσα υποστήριζε.

Είπε για το παγκόσμιο λογιστικό χρήμα και χρέος, είπε για την φούσκα, για το χρήμα δίχως αντίκρισμα που έχουμε ως παγκόσμια κοινότητα καταναλωτών δημιουργήσει, για το στάσιμο χρήμα που ψάχνει ολοένα και πιο ευφάνταστους τρόπους να κινηθεί, είπε για τα αδιέξοδα του καπιταλισμού και το μπέρδεμά του, τις ασυμβατότητες στις οποίες καταφεύγει μπας και βρει λύσεις, είπε πως θα μας κουρέψουν τελικά τις καταθέσεις από δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ και πάνω, είπε πολλά και διάφορα, συγκεκριμένα και αφηρημένα αλλά ένα και μοναδικό ήταν, όπως είπε κι εκείνος εξάλλου, το τελικό και βέβαιο συμπέρασμα:

Πως κανείς από αυτούς που κρατούν την παγκόσμια εξουσία και διοίκηση δεν έχει ιδέα για το τι κάνει και το τι πρέπει να κάνει, πως το πλοίο της ανθρωπότητας προχωρεί στα τυφλά, στα ψαχουλευτά, και πως κανείς τελικά δεν πρόκειται να γλυτώσει.

Όταν τον ρώτησα τι κάνει εκείνος προσωπικά για την ζωή του αφού έχει καταλήξει σε αυτά τα συμπεράσματα και είναι απολύτως βέβαιος για όσα λέει, μου είπε κάτι το οποίο ήταν τελείως λίγο, μικρό, αδύναμο και ανάξιο σε σχέση με όλην την προηγούμενη προσέγγισή του: Πως ελπίζει και πιστεύει ότι εκείνος θα είναι από τους τελευταίους (που θα χαθούν).

Προφανώς, όσοι ακόμα αντέχουν, είτε έχουν είτε δεν έχουν τις γνώσεις του, την πληροφόρησή του, τις εμπειρίες του, τις γνωριμίες του, την εργασία του, τον μισθό του και το μυαλό του, το ίδιο και το αυτό πιστεύουν κι ελπίζουν όλοι τους. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης επιβάλει να ζούμε με αυτό το ζωτικό ψεύδος.

Τώρα που μυρικάζω σαν την κατσίκα όλα αυτά που άκουσα από τον ενδιαφέροντα αυτόν άνθρωπο, σκέφτομαι ότι πάντοτε, στην χιλιόχρονη ιστορία της ανθρωπότητας έτσι ακριβώς ήταν. Ποτέ κανείς δεν ήξερε πού πάει η ζωή και ποτέ κανείς δεν γλύτωσε. Η μόνη διαφορά ότι πρώτη φορά τώρα είναι απόλυτα συνδεμένη η ζωή και η μοίρα όλης της ανθρωπότητας σαν μια κοινότητα. Κι όχι μόνον της ανθρωπότητας αλλά του πλανήτη ολάκερου, αφού φυτά, ζώα, πουλιά, έντομα, ψάρια και άνθρωποι βρίσκονται υπό καθημερινό διωγμό από τους καταναλωτές του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, το οποίο αναγάγει σε προϊόντα κατανάλωσης τα πάντα προκειμένου να κινήσει απεγνωσμένα το συσσωρευμένο εικονικό του χρήμα, εξαφανίζοντας έτσι βιοτόπους και αφαιρώντας βίαια ζωές.

Το πλαστό και παραφουσκωμένο χρηματοοικονομικό μας σύστημα ροκανίζει μέρα με τη μέρα το οικοσύστημα, πριονίζοντας το κλαδί επί του οποίου κάθεται και ταυτόχρονα δεν έχει ιδέα ούτε για το τι κάνει, ούτε για την σφοδρή πτώση του που επέρχεται.

Όλο αυτό, το οποίο οδηγεί στην εξαφάνιση ειδών από τον πλανήτη, με αιτία τον άνθρωπο, για πρώτη φορά στην ιστορία του, οδηγεί ταυτόχρονα και στην αυτοκαταστροφή του αιτίου, το οποίο ως πλάσμα που αποξεχάστηκε, που μεταλλάχθηκε με εργαλείο το χρήμα και που θεώρησε εαυτόν κάτι διαφορετικό και προφανώς ανώτερο, έφτασε μέσα από χίλιες δυο διαδικασίες επώδυνες και καταστροφικές για το είναι του αλλά κυρίως για τον τριγύρω του φυσικό κόσμο, να συμπεραίνει με βεβαιότητα κάτι, για το οποίο οι άνθρωποι κάθε εποχής, δίχως γνώσεις συστημικών πανεπιστημίων, δίχως πλούτο χρηματικό, δίχως αυτό που οι σύγχρονοι δυτικοί λένε πολιτισμό, κουλτούρα, πρόοδο, ανάπτυξη κ.α., ξέρανε από πρώτο χέρι και φρόντιζαν να ζουν ανάλογα: Ότι κανείς δεν πρόκειται να γλυτώσει.

Όλοι εμείς οι σύγχρονοι προοδευμένοι θεωρήσαμε μάλλον ότι έχουμε γλυτώσει ή ότι πρόκειται να γλυτώσουμε. Δώσαμε όλο το είναι και όλη μας την ενέργεια στην απόκτηση της ύλης και του χρήματος κι αφήσαμε τον μέσα μας κόσμο στέρφο κι άγονο, θεωρήσαμε ότι αποστασιοποιηθήκαμε από τη φύση (μας), απομακρυνθήκαμε από τον θάνατο και χάσαμε τη ζωή, τη χαραμίσαμε στις συναναστροφές και στις ψευδοαπολαύσεις, την μετρήσαμε με το χρήμα του μισθού δίνοντάς την αντιπαροχή και τώρα που φτάσαμε μπρος στο αδιέξοδό μας, στεκόμαστε άλλοι εμβρόντητοι σαν χαζοί κι άλλοι ψύχραιμοι σαν ξύπνιοι και διαπιστώνουμε το επί εκατομμύρια χρόνια ηλίου φαεινότερο, πως κανείς δεν ξέρει πού πάει η ζωή και πως κανείς δεν πρόκειται να γλυτώσει. 

Μας πιάνει δέος, μας πιάνει φόβος, μας πιάνει τρόμος. Διότι δεν φροντίσαμε να ζήσουμε, να καλλιεργηθούμε, για να μαραθούμε ήρεμα.

Το τάμα (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr/)
το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, 3/8/2013

Κατεβαίνει την εσωτερική σκάλα διστακτικά, το χέρι της κρατάει γερά την κουπαστή. Το τελευταίο διάστημα δεν έχει εμπιστοσύνη στα πόδια της. Στέκεται αναποφάσιστη στο κέντρο το μεγάλου χολ, κάτω από τον πολυέλαιο με τα εκατοντάδες κρύσταλλα Swarovski, το φως είναι ανοικτό, ψάχνει το διακόπτη να το σβήσει, μουρμουρίζοντας «… ανόητη». Το βλέμμα της πέφτει στον τεράστιο καθρέφτη. Αντικρίζει μιαν άγνωστη, «Θεέ μου, πώς κατάντησα…», ψιθυρίζει και σκέφτεται ότι έχει να κάνει Botox πάνω από εξάμηνο. «Είναι έτοιμα τα πράγματα;», φωνάζει. «Ο σάκος είναι πάνω στον δερμάτινο καναπέ», ακούγεται η Ταμίλα από την κουζίνα και η κ. Χρεοκοπίδου βλέπει έντρομη τη Luis Vuitton. «Ανόητη!» φωνάζει, «είναι δυνατό να πάω στη φυλακή με τέτοια βαλίτσα;». Ανεβαίνει επάνω να ψάξει κάτι πιο διακριτικό, δεν βρίσκει τίποτα, συμβιβάζεται με την προσφορά της Ταμίλα να της δώσει έναν από τους δικούς νάιλον καρό σάκους. «Να βάλω ένα τάπερ με φαγητό;», ρωτάει η Ταμίλα. «Απαγορεύεται», απαντάει αυτή. «Το αυτοκίνητο περιμένει», λέει η Ταμίλα. «Τρελή είσαι, που θα πάω με το Hummer; Κάλεσε ένα ταξί», λέει επιτακτικά η κ. Χρεοκοπίδου. Η Ταμίλα υπακούει απρόθυμη κι απορημένη. Καθώς το ταξί ξεκινά, το βλέμμα της διασχίζει το ψηλό πέτρινο τείχος που περιβάλλει τα 4 στρέμματα κήπου και τους δύο ορόφους με τα 450 τετραγωνικά που με τόσο κόπο διακόσμησε και γέμισε με έπιπλα. Ούτε ξέρει πόσο κόστισε, γι’ αυτό κι έδιωξε οργισμένη τον μεσίτη που το εκτίμησε μόλις ένα εκατομμύριο, ούτε την αξία του οικοπέδου. «Αυτό το σπίτι έχει φιλοξενήσει υπουργούς, βουλευτές, πρέσβεις, έχει 20.000 μηνιαίο κόστος συντήρησης», του φώναζε, λες κι αυτό θα ανέβαζε την τιμή του. «Τι ηλίθια που ήμουν», σκέφτεται καθώς το ταξί αφήνει πίσω του την παρηκμασμένη αίγλη των βορείων προαστίων με προορισμό τον Κορυδαλλό. 

Σ’ όλη τη διαδρομή μια καταιγίδα σκέψεων πλημμυρίζει το κεφάλι της. Δεν μπορεί να καταλάβει τον άντρα της. Δηλαδή, τι δυσκολία έχει να βρει 100 εκατομμύρια, να τα δώσει στην εφορία να ξεμπερδεύει; «Εκεί που είναι τα λεφτά είναι ασφαλή, εμείς δεν είμαστε ασφαλείς αν τα πάρουμε από εκεί», της είχε απαντήσει αυτός κάποια στιγμή, αποφεύγοντας περαιτέρω εξηγήσεις. «Μα δεν μιλάω γι’ αυτά που πήγα εγώ στο Βερολίνο», ψέλλισε αυτή, για να εισπράξει ένα σκληρό «σκάσε!». «Τι εξευτελισμός!» σκέφτεται. Από τότε ο άντρας της προφυλακίστηκε για χρέη προς το Δημόσιο, φοροδιαφυγή, ξέπλυμα κι ένα σωρό κατηγορίες που αδυνατεί να συγκρατήσει, όλες οι σκύλες -φίλες, να σου πετύχουν- την αποφεύγουν σαν λεπρή. Η αφοσίωσή τους δεν άξιζε ούτε τους καφέδες που τους κερνούσε στο «Da Capo», πολύ περισσότερο τα δείπνα στο «Matsuhisa». Πεταμένα λεφτά. Και να πεις ότι αυτές είναι σε καλύτερη κατάσταση... Τη μια την παράτησε ο άντρας της με το πρώτο μνημόνιο – μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν, με γκόμενα κι αδειάζοντας όλους τους λογαριασμούς, πάνω από 500 εκατομμύρια λένε τα κουτσομπολιά. Της άλλης αυτοκτόνησε αφήνοντας χρέη 100 εκατομμύρια – «δεν του το ’χα του Κώστα ότι ήταν τόσο ευαίσθητος, είχε φήμη killer», σκέφτεται. Και της Φαίης ο άντρας είναι ιδιοκτήτης τριών πτωχευμένων κουφαριών με 1.000 απολυμένους και απλήρωτους υπαλλήλους – αυτός κι αν έπρεπε να σαπίζει στη φυλακή. Τέλος πάντων, σε καμιά τους δεν άξιζε τέτοια τύχη. 

«Γιατί μας συμπεριφέρονται έτσι; Πώς θα υπάρξει αυτή η χώρα χωρίς εμάς;», σκέφτεται. Ο ταξιτζής την κοιτάζει κλεφτά από τον καθρέφτη, κάτι του θυμίζει, αυτή αντιλαμβάνεται το αδιάκριτο βλέμμα. Υποψιάζεται πως ίσως να την είχε δει σε εκείνη την εκπομπή για το σπίτι της, ίσως πάλι να τη θυμόταν από τα ρεπορτάζ, τότε που είχε ανακηρυχθεί «γυναίκα της χρονιάς» για τη χορηγία ενός ιδρύματος για παιδιά που έπασχαν από κάτι σπάνιο -δεν θυμάται πια τι, ενώ την άλλη με το παιδοογκολογικό τη θυμούνται όλοι-, το ’λεγε στον άντρα της, έπρεπε να διαλέξουν κάτι πιο ηχηρό να χορηγήσουν. «Οι χορηγίες στο Μέγαρο, δεν μπορώ να πω, πιάσαν τόπο», σκέφτεται.

«Ο φθόνος», συλλογίζεται, «δεν εξηγείται αλλιώς. Μας φθονούν γιατί πετύχαμε. Αχάριστοι Έλληνες. Τόσοι άνθρωποι έχουν φάει ψωμί απ’ το χέρι μας, όλη η χώρα μας χρωστάει, και τώρα μας πετάνε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι. Η κρίση. Τι φταίμε εμείς για την κρίση; Το κράτος φταίει». Της φαίνεται αδιανόητο ότι βρήκε κλειστές τις πόρτες τόσων ανθρώπων που είχαν ευεργετηθεί από τον άντρα της – υπουργοί, βουλευτές, κρατικοί υπάλληλοι. Κι απ’ την τρόικα, περίμενε άλλη συμπεριφορά, πώς είναι δυνατό να παρακολουθεί ατάραχη να διασύρεται η αφρόκρεμα της χώρας. «Βρε, Βασίλη», ρώτησε κάποια στιγμή τον άντρα της, «δεν έχεις κανένα απ’ αυτά τα λαμόγια στο χέρι; Δώσε τουλάχιστον έναν στους δικαστές να γίνει κόλαση». «Σκάσε!», είναι η μοναδική απάντηση που πήρε, μαζί με την οδηγία να ακολουθεί αυστηρά τις εντολές των δικηγόρων. Μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, υπογραφές μεταφοράς χρημάτων σε εταιρείες με αλλόκοτα ονόματα, σε μέρη που δεν ξέρει πού πέφτουν στον χάρτη. Κι η ίδια πάμφτωχη, να χρωστάει μηνιάτικα σ’ αυτή την αυθάδη, την Ταμίλα, και στον θρασύτατο τον Εμίλ, τον οδηγό, που του πέφτει βαρύ να ποτίσει και λίγο τον κήπο. «Ε, ρε Χρυσή Αυγή που τους χρειάζεται!», σκέφτεται. Έπειτα μαλώνει τον εαυτό της με την ιδέα, γιατί αισθανόταν ανέκαθεν γνήσια φιλελεύθερη. Ευτυχώς, τα παιδιά είναι μακριά και εξασφαλισμένα.Το ταξί σταματάει έξω από την πύλη. Πληρώνει, παίρνει τον νάιλον σάκο, τώρα αρχίζει αυτή η εξευτελιστική διαδικασία ελέγχου μέχρι το επισκεπτήριο. Φρικτή ζέστη, Αύγουστος, τέτοια εποχή θα ήταν κανονικά στο εξοχικό στη Μύκονο ή με το σκάφος στην Κεφαλονιά, μπορεί και στη Μαγιόρκα. «Τι πτώση, Θεέ μου», σκέφτεται. Πιάνει τον εαυτό της να επικαλείται για πολλοστή φορά τον Θεό, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θρήσκα, και αναρωτιέται αν είναι ώρα για μια στροφή. Θα κάνει τάμα στη Μεγαλόχαρη, να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης, να βγει ο Βασίλης, να πληρώσουν και να φύγουν. Θα πάει στην Τήνο. Όχι απευθείας, θα περάσει από τη Μύκονο, να ρίξει και μια ματιά στο σπίτι. Θα δανειστεί ρούχα από την Ταμίλα, κάτι σεμνό, κι ένα σκούρο μαντίλι στο κεφάλι, να μην αναγνωρίζεται. Θα ξαπλώσει στον δρόμο να περάσει από πάνω της η εικόνα, όπως έχει δει να κάνουν οι γύφτισσες κι οι ανάπηροι. Κι ύστερα θ’ ανέβει στην εκκλησία, θα έχει μαζί της και τη μια σειρά μαργαριτάρια South Sea, θα τα ρίξει διακριτικά στα αφιερώματα. Θα κλάψει μπροστά στην εικόνα. Αφού δεν συγκινείται κανείς άλλος, ίσως συγκινηθεί η Παναγιά. Ναι, θα πάει. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου θα είναι εκεί. Μόλις γυρίσει σπίτι, θα τσεκάρει τα δρομολόγια. 

Στην είσοδο ασφαλείας της φυλακής την πιάνει η συνήθης ταραχή. Αδύνατο να βρει την ταυτότητα στην τσάντα της πάλι.

Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις μπορεί και να μην είναι συμπτωματική.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η δίκη ήταν υπέροχη. Η πολιτική αγωγή βάλτωσε σε τεχνικές λεπτομέρειες οικονομικής φύσεως. Ο δικαστής ήταν εχθρικός. Οι Ίνσελ έκλεψαν την παράσταση. Ήταν απλοί κι ανεπιτήδευτοι, χαμογελούσαν στους δημοσιογράφους, πόζαραν στους φωτογράφους, κατέβαιναν στο δικαστήριο με το λεωφορείο. Οι επενδυτές μπορεί να είχαν καταστραφεί, αλλά τα ίδιο είχαν πάθει, και το γνωστοποιούσαν καταλλήλως, και οι Ίνσελ. Ο καπετάνιος είχε βουλιάξει μαζί με το καράβι. 
Ο γερο-Σάμιουελ Ίνσελ αγόρευε όλο ευγένεια στο εδώλιο, διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του: από υπαλληλάκος γραφείου μεγαλομεγιστάνας, πώς αγωνίστηκε για να πετύχει, πως λάτρευε το σπίτι του και τα παιδάκια του. Δεν αρνήθηκε πως είχε κάνει λάθη, ουδείς αλάνθαστος, αλλά ήταν λάθη τίμια. Ο Σάμιουελ Ίνσελ έκλαψε. Ο αδελφός του Μάρτιν έκλαψε. Οι δικηγόροι έκλαψαν. Με φωνή που την έπνιγε η συγκίνηση, οι μεγαλοεπιχειρηματίες του Σικάγου απαρίθμησαν από το εδώλιο όλα όσα είχε κάνει ο Ίνσελ για τις επιχειρήσεις του Σικάγου. Δεν έμεινε μάτι που να μη δακρύσει στην αίθουσα. 
Τελικά, όταν ο εισαγγελέας τον στρίμωξε, ο Σάμιουελ Ίνσελ το ξεφούρνισε: ναι, είχε κάνει κάποιο λάθος της τάξεως κάποιων εκατομμυρίων, αλλά ήταν λάθος τίμιο. 
Ετυμηγορία: αθώος. 
(… ) Μέσα σε μια ευωδία αγιοσύνης, ο εκθρονισμένος μονάρχης της υπερδύναμης, ο υπαλληλάκος που έγινε μέγας και τρανός, χαίρεται τα τελευταία του χρόνια ξοδεύοντας τη σύνταξη των είκοσι δύο χιλιάδων δολαρίων τον χρόνο που του αποδίδουν οι διευθυντές των πρώην εταιρειών του. 

Τζον Ντος Πασος, USA, Τα πολλά λεφτά

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Χαμήλωσε (αναδημοσίευση)

της Αννίτας Λουδάρου

Όταν σηκώνεις και δείχνεις με τεντωμένο δάκτυλο τον απέναντι σου να προσέχεις. Και όταν πετάς στημένες απαντήσεις, βγαλμένες από το λυσσάρι σου πάλι να προσέχεις. Γιατί υπάρχουν πολλοί που μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά τους με ψέμματα. Με ψέμματα, όχι με κέρματα. Και αν δεν ξέρεις πως είναι αυτό καλύτερα να μην κουνάς δάκτυλα τεντωμένα.

Σκέψου μονάχα τι είσαι και εσύ. Με το ένα χέρι γαντζωμένο στο χθες και το άλλο μετέωρο, αυτό είσαι. Αφού χειρολαβή για το μέλλον ακόμα δεν υπάρχει. Αυτό το δήθεν καινούργιο που καθημερινά προστίθεται στην ειδησεογραφία είναι κατά κανόνα παλιό και ξανά ειπωμένο. Είτε με τον ίδιο, είτε με διαφορετικό τρόπο. Το σύστημα στο οποίο θεμελιώθηκε η καθημερινότητα σου δεν ήταν μόνο ψευδές και παράνομο αλλά και πολύπλοκο και επικύνδινο. Ό,τι μας περιβάλλει είναι ασφυκτικό και εξαιρετικά δυσλειτουργικό. Κι όμως δεν δέχτηκες να ξεβολευτείς για να έχεις τώρα επιλογές.

Η επιλογή δύσκολα περιγράφεται και ακόμα πιο δύσκολα βιώνεται. Που να δεις πως αφομιώνεται. Αυτή η επιλογή είναι όμως η χειρολαβή για το μέλλον. Τα ουτοπικά σχέδια αντικαθιστούνται μπροστά στα μάτια σου από τα ''μη σχέδια''. Μια ωραία μέρα απλά έρχεται η ώρα για να πέσουν κεφάλια ώστε να συμπληρωθεί ένας αριθμός. Και η επιλογή σε αυτό το τόπο είναι μία μόνο το μικρότερο πολιτικό κόστος. Το πελατειακό κράτος θα παραμείνει ζωντανό και μετά την πυρηνική καταστροφή, όσο εσύ κοιτάς μονάχα να σηκώνεις δασκαλίστικα το δάκτυλο σου για να δείξει τον απέναντι φταίχτη.

Κατέβασε το δάκτυλο γιατί δεν ξέρεις την πραγματικότητα του διπλανού σου. Δεν ξέρεις καν την αναπηρία της δια βίου άρνησης σου στην διαφορετικότητα του. Δεν νομίζεις πως είναι καιρός να την μάθεις; Θα αφήσεις το δάκτυλο σου να πέσει ; Χαμήλωσε . Κράτησες ενός λεπτού σιγή για τους απελπισμένους ; Άσε τα "έτσι μάθατε", "υποθηκεύσατε το μέλλον σας" και άλλες τέτοιες μελούρες. Χαμήλωσε να ακούσεις πιο καθαρά τον αδύναμο, τον άρρωστο, τον μόνο.

Αυτό το δάκτυλο θέλω μια μέρα να το δω κατεβασμένο. Θα είναι η μέρα που θα βγεις να περπατήσεις στους δρόμους. Θα σε ρωτήσω τότε '' Τι είδες; '' και θα μου πεις:
Είδα χαρούμενους, είδα λυπημένους
και είδα πολλούς ούτε χαρούμενους, ούτε λυπημένους. Μόνο πεινασμένους.

Θα καταλάβω πως εννοείς στερημένους. Και αυτό είμαστε όλοι. Και μας αφορά όλους. Θα είναι η μέρα που θ΄ αλλάξουν τα χρώματα. Θα είναι η νίκη δίχως πανοπλία.

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Ένα βαγόνι γεμάτο νεκρούς (αναδημοσίευση)

το κείμενο αναρτήθηκε στις 28 Ιούνη του 2012 στο http://mpananas.wordpress.com/.
αυτονόητη η επικαιρότητά του με ό,τι καθημερινά συ-ζούμε. είθε το κείμενο να στρέψει για λίγο την εγωκεντρική μας ματιά πάνω στον άλλο. Όποιος κι' αν είναι αυτός.

Λεπτομέρεια εξωφύλλου από τη Γαλλική έκδοση 
του Ξένου (L'Etranger) του Αλμπέρ Καμύ
Άνοιξα τα μάτια λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Αυτό συμβαίνει τις μέρες του άγχους. Πρώτη σκέψη της ημέρας ‘δεν έχω πληρώσει τη δεη’. Γαμώ τη δεή η επόμενη σκέψη. Το αντίδοτο του άγχους κοιμάται δίπλα μου. Ευτυχώς. Μέχρι να φτάσω στο μετρό η δεη έχει γίνει μια δουλειά που θα ταχτοποιήσω αύριο.

Μπαίνω στο μετρό. Αλλάζω γραμμή στο σύνταγμα και μπαίνω στο βαγόνι που με οδηγεί στον τελικό προορισμό. Μόλις που πρόλαβα να βρω τη γωνιά μου και να βγάλω το βιβλίο, μια σπαρακτική φωνή από δίπλα επαναλαμβάνει ‘Δε μπορώ να πάρω ανάσα’, ΄Χάνομαι’. Είναι μια γυναίκα γύρω στα 40 με τα ρούχα της δουλειάς. Έχει ιδρώσει, το βλέμμα της φανερώνει απελπισία, δε μπορεί να πάρει ανάσα. Παθαίνει έμφραγμα, κρίση πανικού, τι συμβαίνει; Οι διπλανοί της δεν την κοιτάνε καν. Την πλησιάζω. Δεν κουνιέται κανείς.

Μόνο εγώ την ακούω ρε; Τι γίνεται;

Στη διαδρομή μέχρι την επόμενη στάση, φωνάζει σπαρακτικά πως δεν έχει ανάσα. Κουνάει τα χέρια της για να κάνει αέρα στο πρόσωπο της. Σηκώνεται όρθια, το σώμα της έχει μια κλίση προς τα πάνω σαν να προσπαθεί να βγει πάνω από όλους μας για να αναπνεύσει.

Δε νιώθετε ρε σείς την απελπισία της;

Η οδηγός του μετρό έρχεται στο βαγόνι μας και με πολύ αυστηρό ύφος της λέει ‘ Σας παρακαλώ κυρία μου περάστε έξω’. Δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, γιατί της μιλάει έτσι, τι έκανε λάθος; Τη βοηθάω να βγει έξω. Την ώρα που βγαίνει φωνάζει ‘είχε σταματήσει για χρόνια. Με έχει πιάσει κρίση πανικού. Χάνομαι’. Ζητάει απελπισμένα ένα μπουκάλι νερό. Το ξέρω ότι δεν έχω στην τσάντα αλλά κοιτάω. Δε ξέρω τι να κάνω. Ένα μπουκάλι νερό ρε σεις. Ο χρόνος έχει παγώσει στην αποβάθρα. Στην απόλυτη ησυχία μια γυναίκα φωνάζει την απελπισία της. Δε μπορεί να αναπνεύσει. Την ακούτε;

Γιατί κοιτάτε όλοι έτσι; Τι έχετε πάθει ρε; Τι σας συμβαίνει;

Ένας ζωντανός ανάμεσα τους της ρίχνει ένα μπουκάλι νερό στα μαλλιά, μια άλλη ζωντανή της δίνει οδηγίες για βαθιές ανάσες. Συνέρχεται. Ηρεμεί. Η ανάσα της κοπάζει, αλλάζει το βλέμμα της. Ζητάει συγνώμη.

Σας ζητάει συγνώμη ρε.

Πλησιάζει το βαγόνι, κάνει να ξαναμπεί. Δυο γυναίκες γύρω στα 60 δεν την αφήνουν. Απαγορεύεται να μπεις της λένε. Η κοπέλα που την είχε βοηθήσει νωρίτερα κι εγώ από λίγο πιο πίσω τους απαντάμε. Τι σημαίνει απαγορεύεται; Οι πόρτες κλείνουν, η γυναίκα μένει απέξω, το μετρό φεύγει.

Τι συμβαίνει; Υπάρχει κάποιος άνθρωπος εδώ μέσα ή έχετε πεθάνει όλοι ρε σεις;

Κλαίω. Δεν είναι μόνο η απελπισία της και τα σπαρακτικά της λόγια που με έχουν λυγίσει. Είναι που δεν υπάρχουν ζωντανοί. Τι έχουν πάθει; Δε μπορώ να συγκρατήσω με τίποτα τα δάκρυα μου. Τα σκουπίζω. Ό άντρας δίπλα μου με κοιτάει.

Τι με κοιτάς ρε; Κι αυτό σου φαίνεται περίεργο; Νιώθεις ρε;

Κι άλλος ένας ζωντανός, γύρω στα 60, κλαίει κι αυτός. Δεν προλαβαίνω να τα μαζέψω και πέφτουν κι άλλα. Κλαίμε εμείς για σας, τρέχουμε εμείς για σας. Για σας, τα ζόμπι με τις ωτοασπίδες που αγχώνεστε να φτάσετε στη δουλειά σας. Που κοιτάνε παγωμένοι, που μπροστά στην απελπισία του άλλου μάθατε μόνο να παγώνετε. Δε σκεφτήκατε σε καμία στιγμή άραγε πως θα μπορούσατε να είστε εσείς στη θέση της; Δε ξέρω πως τα καταφέρνετε.

Βγαίνω από το μετρό. Θέλω να μιλήσω σε έναν ζωντανό. Τα λέω. Κλαίω. Πρώτα μια περιγραφή, μετά η στεναχώρια και τα δε θέλω να ζω εδώ, κωλοέλληνες.

Εδώ, η ζωή δυσκολεύει. Νομίζεις πως θα την αντέξεις, από τη μία σκέφτεσαι πως εσύ πρέπει να συνεχίσεις να είσαι αυτός που θα βοηθήσεις τη γυναίκα που χάνεται και από την άλλη δεν αντέχεις άλλο να τους κοιτάς όλους αυτούς τους παγωμένους. Τους αδιάφορα παγωμένους.

Καθώς έμπαινα στο γραφείο, με έπιασα να φωνάζω σιωπηλά αυτά που δεν είπα στην 60άρα με το απαγορεύεται. Πόσα ‘εσείς μας φέρατε ως εδώ’ να επανέλαβα άραγε.

Την ξέρω την κρίση πανικού. Είναι μια σκέτη φρίκη. Ωμή απελπισία που σου κόβει την ανάσα. Αυτό που σε πεθαίνει όμως δεν είναι αυτό. Θάνατος είναι αυτά τα εκατοντάδες όρθια και καθιστά ζόμπι που παρακολουθούσαν. Τα σώματα τους έχουν παγώσει από το θάνατο. Η μόνη με ζεστό ακόμα χνώτο φώναζε ‘χάνομαι’ και 4-5 ζωντανοί της κρατούσαν το χέρι. Αυτοί, οι μόνοι ζεστοί.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Μπορείτε να είστε περήφανοι για μένα (αναδημοσίευση)


Μπορείτε να είστε περήφανοι για μένα. Έχω την τιμή να είμαι ανάμεσα στους πρώτους που απολύονται από το δημόσιο. Μπορείτε να είστε ακόμα πιο περήφανοι. Είμαι ανάμεσα στους πρώτους που εξαιρέθηκαν λόγω αυξημένων προσόντων και μετά εξαιρέθηκαν από την εξαίρεση γιατί δεν έβγαιναν τα νούμερα, το είπε και ο υπουργός σε ασύντακτα ελληνικά: “Ο συνολικός αριθμός, που ήταν υποχρέωση της Κυβέρνησης δεν μπορούσε να καλυφθεί, κι επομένως κοιτάζουμε να καλύψουμε αυτόν τον αριθμό”. Μπορείτε να είστε κι ακόμα πιο περήφανοι. Έχω απολυθεί και από τον ιδιωτικό και από τον δημόσιο τομέα. Θέλετε κι άλλο; Θα σας κάνω ακόμα πιο περήφανους. Έβαλα πλάτη βρε, σε μένα οφείλεται το 1/250 των ανθρώπων (και όχι αριθμών) που έβαλαν πλάτη για να πάρουμε την επόμενη γαμημένη δόση που θα μας πετάξει στο τραπέζι η τρόικα. Όταν το σκέφτομαι φουσκώνω από περηφάνεια, εγώ τώρα σώζω την πατρίδα. Χαλάλι λοιπόν και τα πτυχία μου και τα μεταπτυχιακά μου και η δουλειά που έχω κάνει στα σχολεία, και τα σεμινάρια που παρακολούθησα στη ζωή μου, τα συνέδρια, οι δημοσιεύσεις, τα χρήματα που ξόδεψα, χαλάλι όλα….. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο…..

Είπε κι άλλα ο υπουργός. Είμαι σίγουρη πως τώρα κλαίει με μαύρο δάκρυ και βρέχουν τα δάκρυα το μαξιλάρι του από τη στενοχώρια του για μας. Το σκέφτηκε όμως, δεν θα μας αφήσει έτσι, όοοοοοχι……. Κοιτάξτε βρε να δείτε τι άνθρωπος είναι (σε πιο ασύντακτα ελληνικά ο πανεπιστημιακός…..):“Θεωρούμε ότι άνθρωποι οι οποίοι έχουν αυξημένα προσόντα πρέπει, να κρατήσουμε στο Δημόσιο….. Οι άνθρωποι αυτοί θα πριμοδοτηθούν ούτως ώστε αμέσως κι αυτοί να απορροφηθούν σε Τομείς του Δημοσίου, γιατί έχουν αυξημένα προσόντα . Ακριβώς γιατί αυτό επιβάλλει και η λογική της αναδιάρθρωσης του Δημοσίου Τομέα, δηλαδή να κρατήσουμε ανθρώπους οι οποίοι έχουν αυξημένα προσόντα”. Καταλάβατε βρε; “Οι άνθρωποι αυτοί δεν θα πεταχθούν, μη κοιτάτε που τους πετάξαμε έξω τώρα για να ρίξουμε στάχτη στα μάτια της τρόικας…. εμείς προβλέψαμε. Θα τους δώσουμε μπόνους, έτσι ώστε να προηγούνται αυτών που προηγούνται από άλλους για να δουλέψουν σαν ωρομίσθιοι των 400 το πολύ ευρώ, στα ΙΕΚ που θα φτιάξουμε αφού διαλύσουμε την Τεχνική Εκπαίδευση”. Καταλάβατε βρε; Δεν καταλάβατε; Τι να σας πω…… Είστε σίγουρα προκατειλημμένοι, συριζαίοι κομμουνιστές και ανθέλληνες.

Τώρα ρίξτε μια ματιά κι εδώ να δείτε τι μπορεί να συμβαίνει εκτός από το διακαή πόθο του υπουργείου να αναβαθμίσει την κατακαημένη Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, καταργώντας ολόκληρους τομείς και ειδικότητες-φιλέτα με τη μεγαλύτερη ζήτηση από τους μαθητές και πετώντας στη διαθεσιμότητα που οδηγεί στην απόλυση, ανθρώπους και όχι αριθμούς.

Εναλλακτικά τσιμπούρια (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη

Έλεγα κι εγώ ότι πάνε όλα τόσο άψογα με την οργάνωση των συναντήσεων στη Βολισσό και ότι όλοι όσοι έχουν δηλώσει συμμετοχή είναι τόσο εξαιρετικά συνεργάσιμοι και συνενοήσημοι άνθρωποι, ότι μια φορά λέμε το κάθε πράγμα και καταλαβαινόμαστε, αλλά μάλλον το μάτιαξα το θέμα.

Ξαφνικά προέκυψε, όχι από το πουθενά αλλά από την Αθήνα, τύπος εναλλακτικός της θεωρίας, με χίλια δυο λινκ κάτω από το όνομά του, που παραθέτουν σε ό,τι είναι της μόδας τελευταίως, από οικολογικά χωριά μέχρι τράπεζες χρόνου, σε όλα συμμετέχει, προφανώς ακαδημαϊκά, ο οποίος μου έστειλε μέηλ ζητώντας μου πληροφορίες περί της διαμονής του για περισσότερες μέρες σε σκηνή επί παραλίας ή εντός κάποιου κτήματος για να κάνει τις διακοπές του και να ξεφύγει “από το άγχος του πλοίου, του ταξιδιού και της Αθήνας”, όπως συγκεκριμένα μού έγραψε.

Και βεβαίως του απάντησα ότι κανένα πρόβλημα δεν παίζει εδώ με τους κατασκηνωτές, ότι ποτέ κανείς δεν δημιούργησε πρόβλημα σε όσους κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ στις παραλίες και ότι μπορεί να έρθει με την παρέα του και την σκηνή του και να μείνουν όσες μέρες θέλουν.

Ως εδώ όλα ωραία και καλά.
Προφανώς όμως του τύπου δεν του άρεσε η απάντησή μου διότι άλλο ήθελε εξαρχής και μάλλον δεν το έλεγε, οπότε μού ξανάγραψε ότι η λογική του αιτήματός του δεν είναι μόνο προσωπική, ότι κατά κάποιον τρόπο μιλάει εξ ονόματος όλων, για να γνωριστούμε όλοι και να ήμαστε σε κάποιο μέρος όλοι μαζί, λες και δεν έχω κανονίσει ήδη να είμαστε σε κάποιο μέρος όλοι μαζί. Συνεχίζοντας λοιπόν, μου γράφει ότι τελικά, με την απάντησή μου, κατάλαβε ότι είμαι άλλο ένα τίποτα μέσα στο τίποτα!!

Μάλλον εκεί στην πόλη τα ζωνάρια είναι λυμένα για καβγά και οι αντοχές και ανοχές περιορισμένες και μερικοί μέσα στο τίποτά τους όλα τα νιώθουν ως επίσης τίποτα. Αλλά από ανθρώπους που δηλώνουν αλλιώτικοι κι έχουν κι ένα κάρο οικολογικά χωριά, οικοκοινότητες και τράπεζες χρόνου κάτω από την υπογραφή τους, δεν περιμένει κανείς είναι τόσο κάφροι και τομάρια, διότι όποιος μονάχα το προσωπικό του συμφέρον και τομάρι σκέφτεται, δεν πηγαίνει σε συλλογικότητες παρά μόνο για να κάνει το τσιμπούρι. Να δουλεύουν άλλοι κι αυτός να ρουφάει από το σβέρκο τους.

Αυτή είναι και η παθογένεια όλων αυτών των ομάδων, αυτός είναι και ο λόγος που δημοσιοποιώ εδώ όλη αυτή την γελοία και κατά τα άλλα ανάξια λόγου ιστορία μιας επίσης ανάξιας λόγου αστικής προσωπικότητας, η οποία ήθελε να κάνει δωρεάν διακοπές μέσα στον μπαξέ μου προφανώς διότι άλλον χώρο δεν έχω, αλλά το έθετε σε πλαίσιο ιδεολογικό και όταν είδε πως δεν του βγαίνει, ξεβρακώθηκε μόνος του.

Διότι δεν τελείωσε εδώ η επικοινωνία μας, συνέχισε και μου έγραψε και χίλια δυο άλλα, όπως ότι θα πρεπε να υπήρχε από μέρους μου πλήρης φιλοξενία όλων, δίχως συμμετοχή οικονομική, με όμορφο πρόγραμμα για πραγματική επικοινωνία, όπως ότι ενδιαφέρομαι να γίνω δήμαρχος ή αρχικάτις και ότι είμαι κακή απομίμηση υποψήφιου στελέχους του συστήματος που θέλει να παράγει υπεραξία από τον εναλλακτικό χώρο, στον οποίον βεβαίως ανήκει ο ίδιος!

Τέτοιο θράσος από έναν τύπο εντελώς άγνωστο σε μένα, αλλά τόσο γνωστό όπως όλα τα κνώδαλα που ψάχνουν μέσα σε συλλογικότητες βιότοπο τσιμπουριού, όπου άλλοι θα δουλεύουν κι άλλοι θα θεωρητικολογούν επιβιώνοντας εις βάρος τους και κριτικάροντάς τους κι από πάνω.

Προσοχή στα “εναλλακτικά” τσιμπούρια λοιπόν, κυρίως τώρα το καλοκαίρι είναι πιο επιθετικά και αποτελούν τις πιο σημαντικές αιτίες καταστροφής κάθε συλλογικής προσπάθειας και κάθε εγχειρήματος.

σημείωση διαχειριστή: εκτός από τα εναλλακτικά υπάρχουν και άλλες συνομοταξίες τσιμπουριών: αντιστασιακά (στους παληούς καιρούς-τώρα είναι ντεμοντέ εννοείται), τα "αυτόνομα", τα "αναρχικά" και πλείστα άλλα μέσα κι' έξω από κόμματα, συνιστώσες, κινήματα, κ.λπ.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Κενό



Έσβησα το φώς κρατώντας τα μάτια ανοικτά, το μυαλό να περιοδεύει κατά τις πατημασιές των βημάτων όλου τούτου του καιρού. Απλώνω το χέρι να πιάσω το σκοτάδι και το χέρι επιστρέφει στη θέση του με τη ρικνή ύλη σωμάτων που λες και κάποτε υπήρξαν άνθρωποι.

Τούτη η έλλειψη φωτός σε βοηθά να δείς καλύτερασκέπτομαι. Σφικτοδένομαι στο κορμί μου, αφήνοντας το νού και την άσπλαχνη μνήμη να ταξιδεύουν. Και φεύγουν και ξανάρχονται, κομίζοντας την ίδια εκείνη ρικνή ύλη που τα χέρια μου πριν λίγο άγγιξαν.

Φωνάζω στη μνήμη και το μυαλό να μαζευτούν σιμά μου, να μη σεργιανούν σε τοπία επιμολυσματικά. Και κείνα έρχονται, καθόμαστε τώρα όλοι μαζί τυλιγμένοι στα σεντόνια.
Φτωχύναμε λέωΑπό καιρό θάπρεπε να τόχες σκεφθεί μου απαντά η φρόνηση, και διπλώνομαι ξανά στο κορμί μου. 

*****

Απονεκρώθηκαν οι αισθήσεις περιαγόμενες στο ταπεινό ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τόσο που να μην μπορούμε ούτε να γροικήσουμε τα ουρλιαχτά των σχεδιαστών της ψυχής μας, τις σκιές των οργανωτών του μέλλοντός μας. Τόσο που οι λέξεις μας αρνούνται να υπακούσουν στη γλώσσα μας, αν πρώτα δεν πάρουν την αμοιβή τους. 

Δεν ξέρω αν κοιμάμαι, αν ονειρεύομαι, αν είμαι ζωντανός, αν υπάρχω εκεί έξω, αν ανήκω καν στη σκιά μου, αν έχω σκιά. Δεν ξέρω αν είμαι κάποιος, αν ήμουν ποτέ, αν ωφέλησα ή έβλαψα με την παρουσία μου, αν άπλωσα το χέρι μου και πήρα ευγνωμοσύνη, αν πλήγωσα, αν πληγώθηκα. Δεν ξέρω αν πέθανα ή ζώ.

Στριφογυρίζω στο κρεββάτι μου σαν από συνήθεια, κείνη τη συνήθεια των αϋπνιών μου, κείνος ο γύρος της ανυπαρξίας του αισθητού. Παράτησα το χρόνο, αφήνοντάς τον να κυλήσει στο δικό του ρυθμό. Κι' έφερε τη χαραυγή, κι' έφερε το ξημέρωμα, απιθώνοντας το φώς τους στα μάτια μου. Σηκώθηκα, πήγα στο μπαλκόνι, κι' αντίκρυσα τον ήλιο να μου μηνύει πως σε λίγο καταφθάνει, κι' άκουσα την αποκοτιά της πόλης, τ' άγουρο ξύπνημα των ανθρώπων, των ερωτευμένων την αγαλλίαση.

Κι' ήλθε το μικρό πουλί ζητώντας μου να γίνω ταίρι του, ο πλανόδιος πωλητής να μοιραστούμε την αγωνία μας. Γιατί μόνον αγωνία έχουμε πια, και φόβο. 

Πάρτε από την αγωνία μου ξαναφωνάζει ο πλανόδιος πωλητής -δύο κιλά κεράσια τρία ευρώ-, αγοράζω τον φόβο σου δωρεάν, διαλαλεί κάποιος άλλος. Κατέβηκα στο δρόμο κι' ώσπου να τελειώσει η συναλλαγή με την αγωνία, ο άλλος είχε σιωπήσει. Ίσως γιατί πρόλαβαν οι άλλοι και του φόρτωσαν τον φόβο τους. 

Ανέβηκα πάνω κρατώντας τα δύο κιλά κεράσια των τριών ευρώ. Κεράσια που σε λίγες ώρες θα σάπιζαν, τώρα ίσως και να είναι ευπρόσδεκτο δώρο από κάποιους. Και τη στιγμή που ξανανέβαινα λεύτερος πια από τα κεράσια, ελαφρότερος από την αγωνία του πωλητή, η ψυχή μου πεθύμησε να βροντοφωνάξει αγοράζω τον φόβο σας, μα η γλώσσα μου δίστασε από φόβο.

*****

Φτωχύναμε εμείς και εσείς πλουτίζοντας τους άλλους, αγοράζοντας πανάκριβα τον Φόβο τους. Μα τί λέω; εσείς, είστε εμείς που βαδίζουμε στα δικά σας χνάρια, που βροντοφωνάζουμε τα δικά σας συνθήματα. Μήπως είναι καιρός να πούμε και τα δικά μας; 

από φιλικό ιστολόγιο

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Ήσυχες μέρες στην Αθήνα (αναδημοσίευση)

φωτογραφία από εδώ

Από τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ - ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟ

Παρακολουθώντας τις ειδήσεις των ημερών, και τη αργή αλλά σταθερή εξάπλωση της σκοτεινιάς στην φαινομενικά ηλιόλουστη αυτή πατρίδα, θα μπορούσα να ξεκινήσω την ανάρτηση αυτή με κάποια ανατριχιαστικό και γοητευτικό συνάμα, λαβκραφτικό απόσπασμα, όπως....

Όσο για τις άμορφες αυτές οντότητες που κυριαρχούν πάνω στις θύελλες της κόλασης, που πολλαπλασιάζονται στα έγκατα της γης, είναι άραγε πάντα μια απειλή, όσο κι αν αδυνατίζει η ράτσα τους στα βάθη των μαύρων αβύσσων, ενώ άλλες μορφές ζωής συνεχίζουν να αναπνέουν στην επιφάνεια του πλανήτη μας?
(από το διήγημα μέσα στην άβυσσο του χρόνου)

Εκ πρώτης όψεως θα πει κάποιος, τι παράνοια σε έπιασε πρωί πρωί και τι σχέση έχουν τα γεγονότα των ημερών με τα τέρατα του Λάβκραφτ. Ξέρετε η λογοτεχνία του τρόμου, ασκεί πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία (μαζί με το φόβο) πάνω στις ψυχές των ανθρώπων για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Κατ΄αρχήν για να σε γοητεύσει και να σε τρομάξει κάτι πρέπει να περιέχει δυο στοιχεία. Να αναφέρεται σε φόβους ίσως άγνωστους, αλλά που μπορούν να ανακαλέσουν μνήμες μέσα από τα βάθη της ψυχής, μνήμες που έχουν καταχωνιαστεί ακριβώς γιατί είναι πολύ οδυνηρές ή φρικιαστικές για να τις αντέχει κανείς στην καθημερινότητά του και να περιγράφει, τόπους, χρόνους όπου αυτοί οι φόβοι μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, με τέτοιο τρόπο ώστε η μεν «λογική» να χαμογελάει ειρωνικά διαβάζοντας τις υπερβολικές αυτές φαντασιώσεις, αλλά χωρίς να εμποδίζει αυτή η ειρωνεία ένα έστω κι ελάχιστο φως να πέφτει μέσα στην πιο σκοτεινή άβυσσο αυτή που κρύβουμε μέσα μας.

Πολύ απλά σε μια φράση όπου συνυπάρχουν οι φράσεις «θύελλες της κόλασης», «έγκατα της γης» «μαύρων αβύσσων» «άλλες μορφές ζωής» είναι κλειδιά που ανοίγουν κάτι αμπαρωμένα πορτάκια που στέκονται δίπλα στις «ήσυχες μέρες» μας κι αφήνουν να βγει μια δυσωδία που δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρη και γι΄αυτό τόσο τρομαχτική.

Πιστεύω πως οι πόρτες της αβύσσου έχουν ανοίξει εδώ και καιρό για την ανθρωπότητα. Ίσως γιατί σε καιρούς που υπήρχε πραγματικά η ευκαιρία, οι άνθρωποι αντί να σφραγίσουν μια για πάντα, αποφασιστικά, τα περάσματα σε «απειλητικές μορφές ζωής» οι οποίες κατά το παρελθόν είχαν κάνει την εμφάνισή τους κι είχαν αποδείξει πόσο ανελέητο και καταστροφικό ήταν το έργο τους, τα άφησαν ανοιχτά, θεωρώντας ηλιθιωδώς πως οι κάτοικοι της αβύσσου, πέθαναν. Εξαφανίστηκαν. Δεν θα ενοχλήσουν ξανά κανέναν.

Μέγα σφάλμα. Αυτές οι άλλες μορφές ζωής, που στην ουσία σιχαίνονται την ίδια τη ζωή, παραφύλαγαν, τη κατάλληλη ευκαιρία να ανέβουν ξανά στην επιφάνεια. Οι πόρτες της αβύσσου αφέθηκαν ανοιχτές για ποικίλους λόγους...

Αυτοί όμως που κοιτάζουν μέσα στην άβυσσο, διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο αν την κοιτάξουν κατά πρόσωπο να γίνουν ...πέτρα. Και πολλές φορές οι απειλητικές μορφές ζωής, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μετάλλαξη της ειδυλλιακής μορφής που φαντασιωνόμαστε πως έχουμε, σε κάτι που υπάρχει.. πίσω από το καθρέφτη και που παραφυλάει να πάρει τη θέση του στην επιφάνεια και τις περισσότερες φορές είναι πολύ πεινασμένο, μετά από τόσο καιρό μοναξιάς στη φυλακή της αβύσσου.

Ο φύλακας στο κατώφλι, επειδή είναι καλοκαιράκι, έχει πάει διακοπές σε κάποια από τις μαγευτικές παραλίες μας. Και το παλιό σκοτάδι, απλώνεται, σιγά σιγά αλλά σταθερά.

Νομίζω πως οι ήσυχες μέρες στην Αθήνα, έχουν περάσει οριστικά. Κι αυτή η σιωπή που θα απλωθεί ως συνήθως τον Αύγουστο, αυτή τη φορά δεν θα είναι η ησυχία της ξεκούρασης από τον ετήσιο κόπο, αλλά η απουσία λέξεων γι΄αυτό που θα ακολουθήσει.

Λυπάμαι αν χαλάω την ειδυλλιακή καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, αλλά η μετατροπή της ελληνικής κοινωνίας σε λύκο που έχει στριμωχτεί με τη πλάτη στο τοίχο, είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί, γιατί πάμε διακοπές....

Προχτές ονειρεύτηκα, πως πλάσματα βγαλμένα από κάποια άλλη πραγματικότητα, είχαν μπει στο σπίτι μου και πάλευα σ΄ολο το όνειρο μαζί τους. Προσπαθώντας να υπερασπίσω τη ζωή μου και τη ζωή της οικογένειάς μου. Ήταν μια μυθική μάχη. Το όνειρο θα μπορούσα να το μεταφράσω με διάφορους τρόπους. Ένας κρυφός φόβος που μεταφράστηκε σε εικόνες. Πως έχω ανάγκη από ξεκούραση. Πως βλέπω πολύ τηλεόραση ή πως πρέπει να τρώω πιο ελαφριά το βράδυ...

Εγώ όμως ξύπνησα με την αίσθηση πως ήταν απλά μια σκηνή από το μέλλον. Και μου φάνηκε τόσο φυσιολογική που τρόμαξα. Γιατί κοιτάζοντας γύρω μου, τίποτα δεν προμηνύει αυτό που είδα, ενώ είναι ήδη εδώ. Θυμήθηκα μια φίλη που έμπαινε μέσα στο δωμάτιο που καθόμασταν όλη η παρέα (4 άτομα) κι έλεγε γελώντας «καλησπέρα και στους πέντε!» και μας άφηνε να αναρωτιόμαστε ποιος στο καλό ήταν ο πέμπτος που δεν βλέπαμε.

Καλές διακοπές λοιπόν και μη δίνετε σημασία σ΄αυτά που γράφω. Ανούσιες πολυλογίες φαντασιόπληκτες. Κάνει και ζέστη...

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Συλλυπητήρια στους αισιόδοξους (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ

(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, 27/7/2013)

Έχουμε ανακαλύψει έναν ιδιότυπο τρόπο να αποτιμούμε τα πράγματα, ν’ ανησυχούμε ή να αισιοδοξούμε για την κατάστασή μας. Κάποιοι επιμένουν να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, άλλοι το βλέπουν μισοάδειο. Αλλά σε τελική ανάλυση, μαθηματικά, το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό: από το ποτήρι εξακολουθεί να λείπει τουλάχιστον το μισό του περιεχόμενο. Οι αισιόδοξοι (συγχαρητήρια στους αισιόδοξους!) θέλουν να πιστεύουν ότι είμαστε στη διαδικασία πλήρωσης του ποτηρίου, οι απαισιόδοξοι βλέπουν μια ταχεία διαδικασία εξάτμισης του περιεχομένου του. Δεν πρόκειται για τρικυμία εν ποτηρίω, περισσότερο είναι τρικυμία εν κρανίω, που σχετίζεται με το απλούστατο γεγονός ότι καθένας αντιλαμβάνεται την αντικειμενική κατάσταση μέσα από την υποκειμενική του πραγματικότητα, μετρημένη κι αυτή σε μισοάδεια και μισογεμάτα ποτήρια. Για κάποιους εντελώς άδεια. Και για άλλους χωρίς καν ποτήρια.

Οι έμποροι της αισιοδοξίας αναρωτιούνται γιατί το εμπόρευμά τους έχει τόση λίγη πέραση, ώστε στις δημοσκοπήσεις οι απαισιόδοξοι να εμφανίζονται ως συντριπτική πλειοψηφία που δηλώνει με βεβαιότητα ότι η κατάσταση της οικονομίας φέτος είναι χειρότερη από πέρυσι και του χρόνου θα είναι χειρότερη από φέτος. Ούτε περνά από το μυαλό των αισιόδοξων -ή, αν τους περνά, κάνουν τους Αλέκους- ότι το θηριώδες έλλειμμα αισιοδοξίας δεν είναι παρά απλή αποτύπωση της πραγματικότητας. Η τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων έχει χάσει χρήματα, έχει χάσει τη δουλειά της, έχει χάσει περιουσιακά στοιχεία, έχει χάσει την ικανότητα να προγραμματίζει όχι το μέλλον γενικώς, αλλά τον ερχόμενο μήνα ή την ερχόμενη εβδομάδα. Και θα χάσει κι άλλα, γιατί έτσι έχει προγραμματίσει το σύστημα της φορολογικής αρπαχτής, το σχέδιο της εσωτερικής υποτίμησης και το μνημονιακό «όραμα» ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Εν ολίγοις, το δικό τους κενό στο ποτήρι της αισιοδοξίας είναι μετρήσιμο.

Οι αισιόδοξοι -τα συγχαρητήριά μας και πάλι!- αντιτείνουν ότι εξίσου μετρήσιμη είναι η προσδοκία για βελτίωση. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουμε φάει τον γάιδαρο, ας μην κωλώσουμε στην ουρά του. Και αναλώνουν φαιά ουσία στην ακριβή μέτρηση της ουράς (όπως διαπιστώνετε, έχουμε φύγει από τη μέτρηση του όγκου των υγρών, και ασχολούμεθα με μήκη). Η ουρά του γαϊδάρου -σιγά μη στάξει…- μετριέται άλλοτε ως δημοσιονομικό κενό και άλλοτε ως χρηματοδοτικό κενό. Σε αδρές γραμμές, το πρώτο αφορά τις χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους για να πληρώνει τις υποχρεώσεις του και το δεύτερο τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, ώστε να εξακολουθεί να παράγει το έστω συρρικνωμένο ετήσιο ΑΕΠ των 200 δισ. ευρώ. Οι αισιόδοξοι λένε, λοιπόν, ότι το δημοσιονομικό κενό μέχρι το 2016 είναι καμιά δεκαριά δισεκατομμύρια και το χρηματοδοτικό κενό της οικονομίας καμιά εικοσαριά. Δεν ξέρω πώς και με τι κριτήρια τα μετρούν, αλλά, επειδή εδώ και τριάμισι χρόνια τα πάντα μετριούνται με γνώμονα τα μνημόνια, υποθέτω ότι το υποδεκάμετρο των αισιόδοξων δεν είναι άλλο από αυτό της τρόικας. Δηλαδή η απλή υποχρέωση της κοινωνίας να ξεπληρώνει τους γαλαντόμους δανειστές.

Αλλά αυτή η υποχρέωση ελάχιστη σχέση έχει με το πραγματικό κενό της κοινωνίας. Το κριτήριο ενός κράτους θα έπρεπε να είναι πώς θα λειτουργήσουν οι υπηρεσίες του, το σύστημα υγείας, τα σχολεία, πώς θα συντηρούνται και θα εκσυγχρονίζονται οι υποδομές, πώς θα πληρώνονται οι συντάξεις και οι μισθοί. Και το κριτήριο χρηματοδότησης μιας οικονομίας, που αναπαράγει τουλάχιστον μια φορά τον εαυτό της κάθε χρόνο σε ΑΕΠ, θα έπρεπε να είναι το πόσα χρήματα χρειάζονται για να συντηρηθούν και να εκσυγχρονιστούν οι παραγωγικές υποδομές, για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, πόσα χρήματα απαιτούνται για να υπάρχει ισοζύγιο πληρωμών στις συναλλαγές ανάμεσα στις επιχειρήσεις ή μεταξύ επιχειρήσεων και κράτους. Αυτά τα κριτήρια έχουν εξαφανιστεί από τον ορίζοντα των αισιόδοξων, που επιμένουν να κάνουν την τρίχα τριχιά και να εννοούν πως με 30 δισ. ευρώ θα επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα η οποία υπάρχει μόνο στη φαντασία τους.

Οι απαισιόδοξοι, πάλι, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν τη μόνη ρεαλιστική μέτρηση του κενού: μετρά ο καθένας το δικό του. Κι εγώ αυτό κάνω. Κι όπως κι αν το μετρήσω, ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Να τα βγάλω στη φόρα; Τα βγάζω! Έχουμε και λέμε, λοιπόν: αυτή τη στιγμή το χρηματοδοτικό μου κενό μετριέται σε 350 ευρώ απλήρωτων λογαριασμών για τα πάγια, συν 1.000 ευρώ ρυθμισμένης φορολογικής οφειλής κι άλλα τόσα αρρύθμιστης. Το φθινόπωρο θα προστεθούν δυο χιλιάρικα νέου φόρου εισοδήματος, συν μια πεντακοσάρα χαράτσι για το ακίνητο, το οποίο πάντως ανήκει στην τράπεζα, η οποία με τη σειρά της θα πάρει άλλο ένα διχίλιαρο μέχρι τέλος του έτους. Το φθινόπωρο έρχεται και το επόμενο κύμα λογαριασμών για τα πάγια (+ 400), συν ένα 200άρι για την εκκίνηση της δωρεάν εκπαίδευσης της κόρης μου κι άλλο ένα 800άρι για τα παρελκόμενά της – γλώσσες, φροντιστήρια. Βάλτε κι ένα χιλιάρικο για ασφάλιστρα και τέλη κυκλοφορίας δύο αυτοκινήτων – τι σπατάλη κι αυτή, να μη δουλεύουν οι δυο μισθωτοί μιας οικογένειας στην ίδια περιοχή, στην ίδια δουλειά, τις ίδιες ώρες! Περίπου 800 ευρώ, επίσης, για κοινόχρηστα μέχρι τέλος του χρόνου, εφόσον δεν χρειαστεί ν’ ανάψουμε καλοριφέρ πολλές φορές. Τα έβαλα όλα; Δεν μιλάμε για δαπάνες σίτισης, για βενζίνη, για έξοδο Σαββατοκύριακου ή για τις διακοπές που όλοι δικαιούνται, αλλά τις κατάπιε ένα χρηματοδοτικό κενό 2.000 ευρώ ανά τριμελή οικογένεια. Μιλούμε απλώς για το ποσό με το οποίο εξαγοράζεις το δικαίωμα να υπάρχεις έναντι του κράτους, χωρίς να κινδυνεύεις να πας φυλακή ή να σου κατασχέσουν το περιουσιακό σου σύμπαν. Άθροιση: το χρηματοδοτικό μου κενό για τους επόμενους πέντε μήνες είναι 10.000 με 12.000 ευρώ. Κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα συμβεί τίποτα έκτακτο, ότι θα εξακολουθήσουμε να έχουμε δουλειά εγώ κι η σύζυγος και θα συνεχίσουμε να αμειβόμαστε γι’ αυτήν, πράγμα διόλου δεδομένο για μια ευρεία μειοψηφία μισθωτών σκλάβων (αν δεν είναι και πλειοψηφία).

Υποθέτοντας ότι είμαι αρκετά πάνω από το μέσο των μνημονιακών υποζυγίων, πολύ πάνω από τους 1,5 εκατ. ανέργους και από τους 2 εκατ. νεόπτωχους συνταξιούχους, είμαι διατεθειμένος να δεχθώ πως το μέσο χρηματοδοτικό κενό ανά νοικοκυριό είναι περίπου το μισό δικό μου. Ήτοι, 6 χιλιάρικα. Επί 4 εκατ. νοικοκυριά, το συνολικό κενό ανέρχεται στα 24 δισ. Αν, λοιπόν, σ’ αυτό το κενό αθροίσει κανείς τους μετριοπαθείς υπολογισμούς των αισιόδοξων για τα κενά κράτους και οικονομίας, φτάνουμε αισίως -αλλά διόλου αισιόδοξα- τα 54 δισ. ευρώ. Κι αυτό απλώς για να μηδενιστεί το κοντέρ. Επιστροφή σε μια κάποια κανονικότητα, όμως, θα σήμαινε επαναφορά σε ένα ΑΕΠ τουλάχιστον 300 δισ. (του 2008), που σε σημερινές ονομαστικές τιμές θα ήταν περίπου 340 δισ.

Καταλήγουμε σε ένα κενό 140 + 54 δισ. ευρώ. Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό δεν είναι κενό. Είναι η άβυσσος. Που θα καταπιεί και τους αισιόδοξους και την αβυσσαλέα, πλην εντελώς ιδιοτελή, αισιοδοξία τους. Συλλυπητήρια, λοιπόν, στους αισιόδοξους!

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Μανολίτο: Ξέρεις γιατί τα χαρτονομίσματα είναι έτσι ατσαλάκωτα τώρα τελευταία; Γιατί είναι«wash and wear»!
Φελίπε: «Wash and wear»; Τα χαρτονομίσματα δεν είναι wash and wear, είναι «best sellers».
Μανολίτο: «Best sellers» είναι τα βιβλία, ανόητε!
Φελίπε: Και γιατί όχι τα χαρτονομίσματα; Έχουν μεγαλύτερο τιράζ και εξαντλούνται γρηγορότερα.
Μανολίτο (στη Μαφάλντα): Ξέρεις τι τυπώνεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο; Τα χαρτονομίσματα!
Μαφάλντα: Έλα!
Μανολίτο: Μάλιστα. Tα χαρτονομίσματα είναι πάντα best seller. 
Μαφάλντα: Να, λοιπόν, ποιος σχεδιάζει εκείνους τους κυρίους πάνω στα χαρτονομίσματα.
Μανολίτο:……
Μαφάλντα: Ο Γουόλτ Ντίσνεϋ!!
Quino, «Μαφάλντα, Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους».

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Εμπιστοσύνη στο Χάος (αναδημοσίευση)


Του Γιάννη Μακριδάκη

Η αμορφωσιά στην υπηρεσία της πολιτικής. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της πολιτικής ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Βεβαίως οι πολιτικοί αγύρτες δεν προκύπτουν με παρθενογένεση αλλά είναι ο κακός εαυτός μας, βαλμένος εκεί ψηλά να φαίνεται σαν τον κώλο της μαϊμούς από παντού, μπας και νιώσουμε την κατάντια μας και αντιδράσουμε για να τον βελτιώσουμε.

Όλη η Ελλάδα βρίθει πολιτικών ρεταλιών της οθωμανικής εποχής, οι οποίοι ανδρωμένοι πολιτικά εντός των μεσαιωνικών κομματικών μηχανισμών, έχουν όλοι το ίδιο γελοίο κορδωμένο ύφος, κάνουν τον ίδιο θόρυβο γύρω από το είναι τους, αλλά, το δυστυχέστερο απ’ όλα είναι ότι, όπως κάθε αμόρφωτος, είναι βέβαιοι για όλα και κυρίως για το μυαλό τους και τις ικανότητές τους.

Όλοι αυτοί, διασκορπισμένοι σε κάθε βαθμίδα της διοίκησης, από την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι την κεντρική κυβέρνηση αλλά και σε όλο το φάσμα του Τύπου, από την πιο μικρή τοπική εφημερίδα και ραδιοτηλεόραση μέχρι τα πανελλαδικά μμε, αποτελούν τον εκφραστή του γελοίου και συνάμα θλιβερού και αδιέξοδου συστήματος που έχουμε φτιάξει και εντός του προσπαθούμε να επιβιώνουμε καταστρέφοντας τον κόσμο γύρω μας. Δίχως να νιώθουμε και δίχως να κατανοούμε ότι αυτοκαταστρεφόμαστε, ότι οδηγούμαστε στον αφανισμό. Αυτό ακριβώς, το ότι κάποιος δεν μπορεί πλέον ούτε να νιώσει ούτε να κατανοήσει κάτι που έχει να κάνει με το ίδιο το είναι του, αποτελεί την κορύφωση της έννοιας του αποκτηνωμένου βλάκα.

Κι έτσι βαδίζουμε όλοι μαζί όμορφα και πάντα προς την “ανάπτυξη”!

Έχοντας μπροστάρηδες τους χειρότερους, τους χειρίστους του είδους μας, αναξιοπρεπείς και προσκηνυμένους, να κάνουν κωλοτούμπες όπως κάθε χιμπατζής μπροστά στον καταστροφέα “επενδυτή” και τα καθρεφτάκια του.

Και να λένε πάντα ναι σε κάθε καταστροφή, σε κάθε ξεπούλημα οι θλιβεροί με τις εκπορνευμένες συνειδήσεις, να εκπορνεύουν με την ίδια ευκολία και την πατρίδα και την φύση γύρω τους σαν να τους ανήκει. Καρμπόν οι κουβέντες τους, οι προσεγγίσεις και η υποκρισία τους. Κι εμείς να μην τους βαριόμαστε. Κι εκείνοι να μην ντρέπονται. Τόσο γελοίοι είμαστε όλοι, ένας θίασος που οδεύει στο να γκρεμοτσακιστεί από την σκηνή.

Σας παραθέτω κλείνοντας, ως αποδεικτικό, μιας και τη σβήσαμε τη φωτιά γρήγορα φέτος, μια, εισαγωγική σε κάποια πιθανώς επερχόμενη λαίλαπα, ατάκα του παλαιοπασόκου πολιτικάντη που ξέμεινε να παριστάνει την εξουσία εδώ στη Χίο, την οποία διατύπωσε προχθές σε επίσημο θεσμό, το πιθανότερο κατά παραγγελία κάποιου “επενδυτή” που θα σκάσει μύτη οσονούπω, φυσικά για να μας σώσει κι αυτός. Όπως η ελντοράντο στην Χαλκιδική, όπως η ιμπερντρόλα πάλι εδώ στα νησιά μας.

“Η υπόγεια εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του νησιού που από την Αρχαιότητα συνεισέφερε στην οικονομία του νησιού είναι μια δραστηριότητα που μπορεί να στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη. Βέβαια είναι ανάγκη να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και του τοπίου , με παράλληλη δημιουργία από την πλευρά των φορέων εκμετάλλευσης των κατάλληλων υποδομών για την διάθεση των βιομηχανικών απορριμμάτων και εξουδετέρωση των αποβλήτων “

Το να θεωρούν, και μάλιστα να είναι και απολύτως καθησυχασμένοι και βέβαιοι, ότι κάθε επέμβαση στη φύση ακόμα και η παραγωγή αποβλήτων και απορριμμάτων, μπορεί να εξουδετερωθεί, σημαίνει ηλιθιότητα ολκής. Το να υποκρίνονται ότι το πιστεύουν αποτελεί ανηθικότητα και αναξιοπρέπεια.

Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στο Χάος ότι θα αφανίσει τους ηλίθιους, τους ανήθικους και τους αναξιοπρεπείς του πλανήτη, επειδή ακριβώς δεν το βάζει ο νους τους ή δεν το υπολογίζουν λόγω αλαζονείας.

Στον αστερισμό του καρκίνου (αναδημοσίευση)

Άστρα οι άνθρωποι.


από ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net/)
του Πάνου Μουχτερού

Το περίμενα, σου λέω. Από μικρό παιδάκι ήξερα ότι κάπως έτσι θα γίνει. Σαν από προαίσθηση, λες και ήταν ένα αυθόρμητο ένστικτο, δεν ξέρω πως να το πω, αλλά απροειδοποίητα, σχεδόν από το πουθενά, ειδικά κατά τις στιγμές εκείνες που η παιδική μου ευτυχία κορυφωνόταν, ανάμεσα στο παιχνίδι και την ξεγνοιασιά, ερχόντουσαν στα μάτια μου μπροστά εικόνες περίεργες, θολές, εικόνες βγαλμένες από το μέλλον, εικόνες απώλειας, γεμάτες αγωνία, ανθρωπιά, συγκίνηση. Ήταν τότε που ήρθε και άνθισε μέσα μου το αγκάθινο λουλούδι της επιθανάτιας αγωνίας. Κάποιοι φίλοι καλοί μού είπαν αργότερα ότι όλο αυτό το φαινόμενο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καλά μελετημένος ψυχολογικός μηχανισμός για την άμυνά μου απέναντι στον αόριστο χρονικά πόνο που επρόκειτο να βιώσω. Ότι ανέκαθεν προετοιμαζόμουν υποσυνείδητα για το βίωμα της αναπόφευκτης απώλειας, ότι έχτιζα τις δικές μου αντιστάσεις, όπως πάνω-κάτω συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, απλά σε άλλους η αντίδραση αυτή εμφανίζεται νωρίτερα και σε άλλους αργότερα, με το που αντιληφθούν τη φθορά και το βιολογικό μας τέλος. Μόνο που εδώ υπήρχε μία διαφορά σπουδαία. Αυτή μου η βεβαιότητα για την αρνητική εξέλιξη των γεγονότων δεν περιοριζόταν στο γεγονός και μόνο του θανάτου. Αφορούσε τον τρόπο, τον πρόωρο ερχομό του, το ότι ο πατέρας μου δεν θα είχε τελικά βαθιά, ευτυχισμένα γεράματα. Ότι θα έφευγε νέος, διανύοντας μια διαδρομή επίπονη για εκείνον και για εμάς, ότι το τέλος του δεν θα ήταν “φυσιολογικό”. Ότι θα δοκιμαστούμε όλοι μαζί του, βλέποντας τελικά την ίδια τη ζωή μέσα από τα μάτια του θανάτου. Όπως κι έγινε.

“Ποιος είναι ο γιος του;”. Αυτή η ερώτηση που σαν αντίλαλος εξαπλώνεται στο βάθος των διαδρόμων των νοσοκομείων όλης της χώρας και που από μόνη της μπορεί να σταθεί άνετα ως πιασάρικος τίτλος σε μυθιστόρημα, σε σίριαλ για την τηλεόραση, σε ποιητική συλλογή και που με τις ίδιες ακριβώς λέξεις και το ίδιο ακριβώς ύφος αναδιατυπώνεται καθημερινά από τους ίδιους ακριβώς ασπροφορεμένους γιατρούς απέναντι σε γιους χιλιάδες που στέκονται απορημένοι και που πρέπει να μάθουν πρώτοι τα δυσάρεστα νέα για τον μπαμπά τους και που πρέπει να φανούνε δυνατοί, όπως αρμόζει σε άντρες που ποτέ δεν κλαίνε. Το ήξερα και αυτό όμως. Ήξερα ότι θα ανοίξει με αυτό το συγκεκριμένο ρυθμό η πόρτα και θα βγουν οι γιατροί και θα πάρουν αυτό το συμπονετικό ύφος και θα με αναζητήσουν για να μου πουν κάτι που επαναλάμβανα για χρόνια μέσα μου από πιτσιρικάς. Ότι ο πατέρας είναι βαριά άρρωστος. Ότι η περίπτωσή του είναι προχωρημένη. Ότι δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα. Ότι πρέπει να ακολουθήσουμε πιστά όλες τις οδηγίες. Ότι θα μπούμε σε έναν απαραίτητο κύκλο αναλυτικών εξετάσεων. Ότι τα χρονικά περιθώρια είναι περιορισμένα. Ότι κάθε οργανισμός αντιδράει διαφορετικά. Ότι φταίει η κακή ποιότητα ζωής. Ότι ο πατέρας δεν πρόσεχε και κάπνιζε και ποτέ του δεν έκανε προληπτικές εξετάσεις και ότι ήταν άνθρωπος λαϊκός που δεν είχε το νου του στα τεστ αλλά στον αγώνα για το μεροκάματο. Ότι σπουδαίο ρόλο παίζει η ψυχολογία του ασθενή. Ότι καλό θα ήταν να μην του πούμε ακόμα τίποτα πριν να έχουμε την πλήρη εικόνα της νόσου. Ότι έτσι είναι αυτά. Ότι όλα είναι μέσα στη ζωή, τη ζωή μου μέσα.

Κι όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν. Ναι, είναι τότε που κάνουν την εμφάνισή τους όλες εκείνες οι αφόρητα κλισέ εκφράσεις που μέχρι πριν αντιμετώπιζες κάπως υποτιμητικά. Είναι τότε που αναθεωρείς την αντίληψη που μέχρι πριν είχες για τις ματιές, τα αντικείμενα, τις έννοιες. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, δεν υπάρχει χρόνος, γενικά. Τα ρολόγια αχρηστεύονται, μετράς πια τις στιγμές παρατηρώντας το ρυθμό από τις ατέλειωτες σταγόνες, έτσι όπως πέφτουν από τον παραγεμισμένο ορό και από εκεί εξαπλώνονται στο ταλαιπωρημένο σώμα. Οι ρημάδες πέφτουν με τόσο σταθερή συχνότητα που αντικαθιστούν τα δευτερόλεπτα, γίνονται μια ολοκαίνουργια μονάδα μέτρησης, ο χρόνος πλέον μετριέται σε δόσεις χημειοθεραπείας. Είναι τότε που γυρνάς στο άδειο σπίτι και το κρεβάτι σού φαίνεται αλλιώτικο, να, εκείνο το εικόνισμα που είχες ξεχάσει ότι βρίσκεται εκεί απέναντι θαρρείς ότι πριν λίγο σε κοίταξε και σχεδόν απαιτεί να πας και να το προσκυνήσεις, παρακαλώντας για ένα θαύμα, την ώρα που λες χιλιάδες μπερδεμένες προσευχές και που τις λες από την αρχή ξανά με το σωστό τρόπο μήπως και πιάσουν. Και είναι οπωσδήποτε ανυπόφορο να πέφτεις για ύπνο με ταλαιπωρημένο το μυαλό σου, αλλά είναι ασύγκριτα δυσκολότερο να ξυπνάς και να ταλαιπωρείται ο νους με το που ανοίξεις τα βλέφαρά σου. Κάθε μέρα, συνηθίζεις στην αποτυχημένη σου απόπειρα να πεταχτείς απότομα και να βγάλεις τη μεγαλύτερή σου ανάσα και να αναφωνήσεις με ανακούφιση ότι ένα κακό όνειρο ήταν και πάει. “Γιατί σε εμένα; Γιατί σε εκείνον; Και μετά, τι; Και μετά, ποιοι;” Ερωτήσεις που σου κάθονται στο λαιμό λες και ο λαιμός πήγε και κρεμάστηκε από τα ερωτηματικά τους.

“Σισπλατίνη, καρμποπλατίνα! Μην ξεχάσετε την αγωγή για τις κρίσεις Ε. Λευκά, αιματοκρίτης, πεσμένα. Πάμε για τριήμερη, μέχρι να γίνει σχήμα. Το σκιαγραφικό. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις. Συμπέρασμα. Απαιτείται περαιτέρω ακτινολογική διερεύνηση μέσω MRI. Συμπέρασμα. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις ιδιαιτέρως ευμεγέθεις.” Τι λες τώρα! Κι όμως. Στην αρχή όλα αυτά σού ακούγονται κινέζικα αλλά στην πορεία γίνονται η καλημέρα και η καληνύχτα σου. Μαθαίνεις να διαβάζεις τα πορίσματα, βάζεις την ορολογία στις μηχανές αναζήτησης, βλέπεις σχεδιαγράμματα με κύτταρα σε χρώμα μοβ, ανοίγεις άπειρα παράθυρα στον υπολογιστή σου, συγκρίνεις εμπειρίες επιζώντων, ζώντων και θανόντων. Κι ύστερα, πάντα, ο κέρσορας από το ποντίκι πέφτει στο ίδιο έσχατο σημείο. Στο προσδόκιμο επιβίωσης. Ναι, η ζωή έχει πια αλλάξει όνομα και αποκαλείται επιβίωση γιατί είναι πια ζωή σε αναμονή, δεν ζεις ακριβώς, επιβιώνεις. Και γυρνάς αγκαλιά με τους φακέλους και τα αποτελέσματα από τα εξειδικευμένα διαγνωστικά κέντρα και σου έρχεται να αρπάξεις τον ταξιτζή από το λαιμό γιατί σε ρωτάει χίλια δυο άσχετα πράγματα και θυμήθηκε εκείνη την ώρα να πει την κάθε μαλακία του, την ώρα που η ψυχή σου φλέγεται από την αγωνία για το πώς θα παραστήσεις τον θεατρίνο για μια ακόμη φορά και θα καταφέρεις να παίξεις το ρόλο που έμαθες να παίζεις τόσο καλά όλους αυτούς τους μήνες και να φορέσεις πάλι το ψεύτικο χαμόγελο για να πεις ψέματα στον πάσχοντα πατέρα που πασχίζει να μάθει τα νέα. “Γιατί είσαι έτσι ταραγμένος, γιε μου; Μήπως έχω τίποτα πιο σοβαρό και δεν μου το λες; Θα ήμουν έτσι χαμογελαστός ρε πατέρα αν ήταν έτσι; Αυτό να μου πεις, γιε μου.” Κλόουν, γιε μου.

Όλα ‘γίναν όπως περίμενα να γίνουν. Ο πατέρας έμεινε χωρίς μαλλιά, έγινε σταδιακά ένας ενήλικας με μωρουδιακές εκφράσεις, μετά από κάποιο σημείο άρχιζε να θυμίζει εμένα όταν ήμουν μωρό παιδί. Ακόμα και όταν φαινομενικά είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον, εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται ενστικτωδώς, ειδικά όταν τον πλησίαζα και, μολονότι ο εγκέφαλός του δεν λειτουργούσε, εκείνος σούφρωνε τα χείλη για να μου φιλήσει το μάγουλο. Κι έτσι, έφυγε, ενστικτωδώς, με τον τρόπο εκείνο που είχα φανταστεί από την αρχή. Τα κλάματα, οι συγκλονισμένοι συγγενείς, οι επικήδειοι λόγοι, τα λόγια των γιατρών. “Ο καλύτερος γιος του κόσμου”. Και περάσαν τα χρόνια. Και βάλαμε πάλι τα ρολόγια στους τοίχους και στα χέρια μας. Και αρχίσαμε πάλι να μετράμε το χρόνο όπως πριν. Προχτές, βρέθηκα τυχαία έξω από εκείνο το νοσοκομείο. Είδα τα ασθενοφόρα να λείπουν και τις θέσεις στάθμευσης όλες αδειανές. Αποφάσισαν να το κλείσουν, λέει. Για έναν περίεργο λόγο μπήκα στον πειρασμό και παραβίασα τις κορδέλες που απαγορεύανε την είσοδο και περπάτησα στους άδειους του διαδρόμους, ενώ περιεργαζόμουν τα σκουριασμένα πόμολα στις πόρτες. Μερικοί παραπεταμένοι φάκελοι με παλιές εξετάσεις και τσαλακωμένες ακτινογραφίες εξείχαν από τα ντουλάπια και, πιο πέρα, σεντόνια βρόμικα, τυλιγμένα σε κουβάρια, να θυμίζουν ψυχές που μπήκανε στα άπλυτα. Δωμάτιο 133. Πνευμονολογική Κλινική. Οι ταμπέλες, ακόμα, στη θέση τους. Όπως και το κρεβάτι που ξεψύχησε ο πατέρας. Το πλησίασα. Και χάιδεψα τρυφερά το παγωμένο σεντόνι. Και ξάφνου, στα χέρια μου, κάτι περίεργο, κάτι σαν σκόνη. Σκόνη από άστρο.

Αυτό, δεν το περίμενα.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Τα τζιτζικια ροκανίζουν το καλοκαίρι (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη

Καθόμουν σήμερα, ώρες εργάσιμες του συστήματος, κι άκουγα δίχως τύψη καμία τα τζιτζίκια που κυριαρχούσαν στο μικροσύμπαν μου, λες και ροκάνιζαν το καλοκαίρι, έβλεπα τα κλαριά των λιόδεντρων να σουρομαλλιάζονται από τον άνεμο, μέλισσες να πετάνε από τον έναν κολοκυθοανθό στον άλλον, ακριδάκια και χίλια δυο άλλα έντομα να κάνουν κι αυτά τη ζωή τους, οι γάτες ξάπλα σε λήθαργο και όλα τα φυτά να καρτερούνε πότε θα φύγει ο ήλιος από πάνω τους, πότε θα πέσει πάλι η δροσιά της νύχτας να αναλάβουν κι αυτά δυνάμεις.

Και σκεφτόμουν πως καθόλου δεν τη νοιάζει τη φύση ολόγυρα για το παράλληλο σύμπαν, το οποίο φτιάξαμε και μέσα του ζούμε δυστυχισμένοι οι άνθρωποι. Καρφί δεν της καίγεται αν βάλαμε μαντρότοιχους και σύρματα, αν ορίσαμε περιουσίες και σύνορα, αν κάναμε μεταξύ μας συμβόλαια, αν πληρώνουμε φόρους και χαράτσια, αν έχουμε πάρει στα πολύ σοβαρά τον εαυτό μας και τον ρόλο μας ως ιδιοκτήτες της, αν νομίζουμε πως την ορίζουμε, πως είμαστε αιώνιοι και πως θα την κληροδοτήσουμε κιόλας ο καθένας όπου γουστάρει.

Καμία απολύτως έγνοια δεν έχει η φύση ολόγυρα για το αν έχουμε ορίσει εμείς την πλάνη μας, αισθανόμαστε βολεμένοι ως αυθεντικοί ηλίθιοι εντός της, και διάγουμε τον βίο μας όλον δουλεύοντας για το χρήμα και την ιδιοκτησία, πεθαίνουμε στο τέλος δίχως να έχουμε ζήσει τίποτα.

Τόσους και τόσους είδανε τούτα τα αιωνόβια λιόδεντρα να κάθονται από κάτω τους, να απολαμβάνουν, να ερωτεύονται, να μοχθούν. Σαν τα τζιτζίκια που κάθε καλοκαίρι είναι άλλα πάνω στα κλαριά τους, αλλά όλα τα ίδια φαίνονται κι ακούγονται, έτσι μας βλέπει κι εμάς ύστερα από τόσες χιλιάδες χρόνια πια η φύση. Δεν ξεχωρίζει ούτε βενιζέλους, ούτε σαμαράδες, ούτε στουρνάρες, ούτε σοιμπλέδες, ούτε κανέναν κρετίνο αλαζόνα που μοστράρει τις κοιλιές και τις γραβάτες του, τις γνώσεις του τις απολύτως χειραγωγημένες, και νομίζει πως είναι κάτι. Δεν ξεχωρίζει η φύση ούτε καν χοντρούς, κεκέδες, βλάκες, μαύρους, λευκούς, ανάπηρους, πλούσιους ή φτωχούς, τίποτα δεν ξεχωρίζει. Ένα είμαστε όλοι γι’ αυτήν. Ένα σώμα η ανθρωπότητα. Κανείς δεν είναι ανώτερος από τον άλλον, κι όλοι εξυπηρετούμε τους κύκλους της ζωής και της οικονομίας της, της μοναδικής αληθινής, αυθύπαρκτης οικονομίας, όλοι μετέχουμε σ’ αυτούς τους κύκλους ως οργανικά στοιχεία της που ετοιμάζονται να γίνουν ανόργανη ύλη, είμαστε απλά και μόνο ο κρίκος της αέναης αλυσίδας θανάτων, ο οποίος τούτη τη στιγμή οδεύει στο να γίνει χώμα κι αυτός, όπως εκατομμύρια άλλοι όμοιοι κρίκοι στο παρελθόν, για να θρέψει τους επόμενους, ανθρώπους, φυτά και ζώα, που θα γεννηθούν και θα δοκιμάσουν κι αυτοί μπας και ζήσουν…

Χαμπάρι όμως δεν παίρνουμε από τίποτα. Ούτε από ιστορία ούτε από θάνατο πια. Πορευόμαστε στα ίδια και τα ίδια λάθη, την ίδια ύβρη χιλιάδες χρόνια και όσο πάμε μπρος, όσο πιο “πολιτισμένοι” γινόμαστε, τόσο για τον θάνατό μας ιδέα δεν έχουμε, τόσο από ζωή δεν παίρνουμε πρέφα τίποτα. Αντ’ αυτού ξανά και ξανά αναλωνόμαστε στο να θρέφουμε όσο πιο χοντρό και υπερφίαλο το τομάρι μας, κι έτσι τόσο πιο έντρομοι φτάνουμε στην ύστατη ώρα, στον προσωπικό μας θάνατο.

Ο καθένας θα την βρει μπροστά του πολύ σύντομα την κάθε του πράξη και την κάθε του μη πράξη, την ύβρη που διέπραξε σπαταλώντας το δώρο της μοναδικής του ζωής για να θρέψει κοιλιά και μάταιο εγωισμό.

Εν αναμονή λοιπόν της κρίσης του καθένα, ας απολαύσουμε ως τότε όποιοι και όσο μπορούν την κάθε μοναδική στιγμή και ανάσα μας

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Έργο Τέχνης (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη
Σήμερα έκοβα χορταράκια, εκεί ανάμεσα στις ντοματιές, και ξάφνου, μου μεινε στο χέρι ένα σπάνιο έργο τέχνης.

Ένα πήλινο αγγείο σε μέγεθος στραγαλιού, με μια τρυπίτσα σαν το κεφάλι της καρφίτσας για στόμιο, καλοζυγισμένο το όλον του, σμιλεμένο με ύψιστη τέχνη και στηριγμένο με χάρη στο τρυφερό κλαράκι, ήτανε προφανώς η φωλίτσα κάποιου μικροσκοπικού θαυματοποιού.

Από αυτούς που δεν κατέχουν από οικονομικά της ανθρωπότητας, ούτε από συστημικά πανεπιστήμια, ούτε από τέχνες καλές, μα ούτε από καν συμπεριφορές και τρόπους πολιτισμένων.

Από αυτούς που είναι τόσο σημαντικοί, όσο ανεπαίσθητοι.

Από αυτούς που η ύπαρξή τους και μόνο, είναι μια διαρκής απόδειξη της ματαιότητας και της πλάνης των ανθρώπων, του αδιεξόδου στο οποίο οδηγούν τον βίο τους…

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Καλό ταξίδι Βασίλη…




στο αδόκητο του επίγειου ταξιδιού σου το τέλος
η θύμηση σταυρώνεται.

Μόνο τούτα τα λίγα:
Τις αφίσες με τα προγράμματα της βδομάδας, αυτές που όμοιές της δεν έκανε κανένας άλλος. Κάθε βδομάδα και σε άλλο χρώμα το χαρτί, μα τα γράμματα ίδια, μαύρα. 
Τις έφερνες στο μαγαζί και προσπαθούσαμε να τις κολλήσουμε "ίσια" μα μένα το μάτι έπαιζε ανάμεσα στο πρόγραμμα της βδομάδας και πάντα έγερναν λιγάκι.

Και κείνα τα ξημερώματα, εσύ κατ' ευθείαν στη "διοίκηση" 
να αποκρούσεις τα κυνηγητά της κι' εγώ στο μαγαζί παραδίπλα.
 Ανάλαφρο το περπάτημά σου εκεί ψηλά Βασίλη.


Σού ρηξαν πολύ μουχρίτσα, Πάσχα μες την μαγειρίτσα,
μα δεν ξέρουν τόν Τσιμπίδη, τί σκληρό πού είναι καρύδι.
Τό παράσιτο κατάπιες και σκαρφάλωσες στίς ντάπιες,
μ ένα παλιοκαριοφίλι, εγουτούρεψες Βασίλη… (λύσαξες από αγωνιστικό μένος, ποντιστί)

Τό παράσιτο σκοτώνεις και στόν κάμπο ξεσαλώνεις,
τά λαζούδεα(καλαμπόκια) γουρταρεύταν (σώθηκαν)
κι οι εχθροί επογαλεύταν (απελπίστηκαν, κουράστηκαν).
Χωρατά από φίλους




βιογραφικό


To νέο έπεσε σαν κεραυνός στην αριστεροποντιακή μας παρέα: ”Πέθανε ο Βασίλης ο Τσιπίδης.” Απίστευτο! Τίποτα δεν προοιώνιζε αυτό το θλιβερό γεγονός. Ο Βασίλης ήταν ένας από τους παλιούς αυθεντικούς αριστεροπόντιους, που κουβαλούσε μια εμπειρία ζωής που θυμίζει Οδύσσεια. Μια Οδύσσεια του ελληνισμού παραγνωρισμένη απολύτως απ’ όλους στη μίζερη “μικρή πλην έντιμο” Ελλάδα.

Ο Βασίλης Τσιπίδης, ηθοποιός στο επάγγελμα, γεννήθηκε στο Βατούμι του Καυκάσου το 1946 από Πόντιους πρόσφυγες γονείς, φυγάδες εκεί από το μικρασιατικό Πόντο λόγω της Γενοκτονίας και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τον Ιούνη του 1949 ολόκληρη η ελληνική κοινότητα των παρευξείνιων (και των παρά την Κασπία) σοβιετικών περιοχών, εκτοπίστηκε από τον σταλινισμό στην Κεντρική Ασία. Έτσι, στα τρία του χρόνια ο Βασίλης θα είναι χαρακτηρισμένος ως “εχθρός του λαού” από τους σταλινικούς εξουσιαστές….

Εκεί, στις στέπες του Καζαχστάν έζησε μέχρι το 1956, οπότε με την αποσταλινοποίηση (20ο Συνέδριο ΚΚΣΕ) χαλάρωσαν τα απαγορευτικά μέτρα. Κάποιοι λίγοι εκτοπισμένοι κατάφεραν να έρθουν στην Ελλάδα. Μεταξύ τους και ο Βασίλης με τη μητέρα του. (Oι περισσότεροι πρόσφυγες του συγκεκριμένου προσφυγικού κύματος του ’56 εγκαταστάθηκαν στον Καρέα Αττικής και στη Νέα Βίγλα Άρτας)….

Καμιά πολιτική ενσωμάτωσης και αποκατάστασης δεν υπήρχε για τους νέους αυτούς Πόντιους πρόσφυγες της μικρασιατικής οδύνης. Μόνοι τους, βασισμένοι στις δικές τους δυνάμεις, προσπάθησαν να σταθούν στα πόδια τους στην άξενη πατρίδα.

Ο Βασίλης βίωσε έντονα τις άσχημες συνθήκες και πάλεψε σκληρά για να επιβιώσει. Τα κατάφερε σε εξαιρετικά αντίξοo περιβάλλον. Η εποχή της Χούντας άρχισε όταν ο Βασίλης ήταν 19 χρονών. Ευαίσθητος και προβληματισμένος για την κοινωνική αδικία θα ενταχθεί στην παράνομη αντίσταση, θα συλληφθεί, θα βασανιστεί και θα φυλακιστεί από τους ανθρωποφύλακες της ξενοδουλείας. Αν στα τρία του χρόνια ήταν “πράκτορας του καπιταλισμού” για τους σταλινικούς, στα 20 του για τους χουντικούς ήταν “πράκτορας του κομμουνισμού” …

Με την αποφυλάκισή του θα σπουδάσει αυτό που αγαπούσε: ηθοποιός στη Σχολή Κατσέλη και θα το μετατρέψει σε αγαπημένο λειτούργημα. Έπαιξε διάφορους ρόλους στον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση, μα πιο χαρακτηριστική ήταν η συμμετοχή του στο θεατρικό εγχείρημα του “Ξυπόλητου Τάγματος“…

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημιούργησε ένα εξαιρετικό μουσικό στέκι στη Ζωοδόχου Πηγής, με την ονομασία ”Το μπαράκι του Βασίλη“, το οποίο θα το μεταφέρει στη συνέχεια στην Διδότου 3. 

Για τη συμβολή του στη μουσική ζωή της Αθήνας η Ν. Χ”αντωνίου έγραψε:“Ευκαιρίες σε νέους μουσικούς, εναλλασσόμενα σχήματα: ο Βασίλης και το μπαράκι του βοήθησαν επί 25 χρόνια ν’ αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία των live.Γιατί είτε στη Ζωοδόχου Πηγής είτε πιο πρόσφατα στη Διδότου, «Το Μπαράκι του Βασίλη» μάς σύστησε πολλούς αδισκογράφητους και ταλαντούχους, προτού να τους εντοπίσουν η δισκογραφία και το μεγάλο κοινό. Γι’ αυτό και η είδηση ότι το στέκι που έφτιαξε ο ηθοποιός Βασίλης Τσιπίδης κλείνει, σήμανε κι ένα τέλος εποχής. Κι ας ήταν ο χώρος της Διδότου μια σταλιά (80 θέσεων). Ετσι χωρούσε μια χαρά στην ατζέντα όσων έψαχναν να ανακαλύψουν καινούργια πράγματα.”



Ο Καναλιώτης έγραψε για το “Μπαράκι” μ’ αφορμή το κλείσιμό του (Ιούνης 2011):
“….Το μπαράκι ήταν στέκι καλλιτεχνών και διανοουμένων. Εκδότες αριστερών περιοδικών, νέοι σκηνοθέτες, νέοι ηθοποιοί, νέοι μουσικοί που μίλαγαν για τα όνειρά τους για τα σχέδια τους για τον κόσμο που ήθελαν να δουν να κτίζεται. Εκεί μέσα υπήρχε συνεχής όσμωση της πολιτικής σκέψης όλων των τάσεων της πλατείας σε συνδιασμό με τα καλλιτεχνικά ρεύματα. Ήταν η περίοδος που τα διάφορα στέκια (Dada, Τουταγχαμών κλπ) μαράζωναν και ο κόσμος έψαχνε για κάτι άλλο.

Σιγά σιγά το μπαράκι έγινε σκηνή. Οι πελάτες άρχισαν να αυτενεργούν, άρχισαν να παρουσιάζουν έργα τους. Έχω την εντύπωση ότι η αρχή έγινε όταν χρησιμοποιήθηκε το μπαράκι για να γυριστεί μια σκηνή μιας ταινίας που μάλιστα έπαιζε και ο Βασίλης. Ξαφνικά οι πελάτες ζήλεψαν. Ποιος είναι ο Βασίλης που μας το παίζει και ηθοποιός; Έτσι αρχίσαμε να βλέπουμε κουκλοθέατρο, μετά άλλο βράδυ μουσική χωρίς μικρόφωνα, άλλο βράδυ μια παράσταση και πάει λέγοντας.

Αυτό μέχρι που με τον σεισμό οι μηχανικοί το έβγαλαν κόκκινο και ο Βασίλης αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Διδότου λίγο πιο πάνω από τα πρώτα γραφεία της ΠΠΣΠ. Ο Βασίλης ήταν στις μαύρες του (μεγαλύτερο ενοίκιο, περισσότερα έξοδα κλπ), σε αντίθεση με μένα που είχα συγκινηθεί πάρα πολύ που δύο από τους αγαπημένους κόσμους μου πλησίασαν και τοπολογικά, αλλά δεν τολμούσα να του πω τίποτα γιατί …θα με έδερνε και με το δίκιο του.

Ό,τι έζησε, αξίζει και να πεθάνει. Το μπαράκι του Βασίλη όχι μόνο έζησε, αλλά χάρισε και ζωή. Μοίρασε απλόχερα όραμα, κουλτούρα, επίπεδο.”


Μια “Οδύσσεια” σε δύο γενιές….
-1949. Οι σταλινικές αρχές εκτοπίζουν τις ελληνικές κοινότητες στην Κεντρική Ασία. Ο Βασίλης θα είναι ένας τρίχρονος “εχθρός του λαού”, ύποπτος εξαιτίας της ελληνικής εθνικής του καταγωγής. Επτά χρόνια θα ζήσει στο Καζαχστάν, κάπου κοντά στα σινοσοβιετικά σύνορα.
-1956. Δέκα ετών, θα έρθει με τη μητέρα του στην Ελλάδα μέσω Οδησού. Είναι οι μόνοι επιζήσαντες από την οικογένεια. Κανένα ενδιαφέρον στην αφιλόξενη “μητέρα-πατρίδα”, καμιά αποζημίωση (που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης για τους “Ανταλλάξιμους” της Μικρασιατικής Καταστροφής)
-1967. Χούντα. Ο Βασίλης θα ενταχθεί στην Αντίσταση, θα συλληφθεί, θα βασανιστεί, θα φυλακιστεί.
-1974. Μεταπολίτευση
-2013. Τέλος……….

Η κηδεία του Βασίλη θα γίνει την Τετάρτη 24 Ιούλη ώρα 18.00 
από το νεκροταφείο του Αμαρουσίου

Η είδηση 
Του Τάσου Κατιντσάρου 

Από ανακοπή “έφυγε” χθες ο Βασίλης Τσιπίδης, ηθοποιός, ιστορικός αγωνιστής και εμβληματική μορφή της ελληνικής Επαναστατικής Αριστεράς, ευρύτερα γνωστός από την ταβέρνα “Πειναλέων” και το “Μπαράκι του Βασίλη” στα Εξάρχεια.

Δεν πίστευα ότι ήταν ηθοποιός, γιατί το όλο παρουσιαστικό του με κάτι σαν οικοδόμος θα μπορούσε να παρομοιαστεί (άσε που τα τεράστια, σαν φτυάρια, χέρια του ήταν θαυματουργά στο φτιάξιμο οδοφραγμάτων όλα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, αυτοδίδακτος κι αυτός απ’ τη μεγάλη νοεμβριανή σχολή).

Όταν τον είδα στην “Απεργία” του Σκούρτη (μια απ’ τις καλύτερες θεατρικές παραστάσεις που έχουν γίνει ποτέ στην Αθήνα -στο θέατρο Λουζιτάνια, αν θυμάμαι καλά-, μαζί με τον Αντώνη (από ανακοπή κι αυτός), δεν σταματάγαμε να τον χειροκροτάμε.
Θα τον θυμόμαστε και θα τον έχουμε πάντα μαζί μας στους νέους αγώνες…


Για το μπαράκι
Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011, ΤΕΛΗ ΙΟΥΝΙΟΥ ΚΛΕΙΝΕΙ «ΤΟ ΜΠΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ». Οικονομικά δεν βγαίνει, βγαίνει στη σύνταξη
Ενα υποκοριστικό: Το μπαράκι. Κι ένα βαφτιστικό σε γενική κτητική: Του Βασίλη. Μαζί τα δύο έβαλαν επί 25 χρόνια τη νύχτα σε ανθρώπινα μέτρα.

Ευκαιρίες σε νέους μουσικούς, εναλλασσόμενα σχήματα: ο Βασίλης (φωτ.) και το μπαράκι του βοήθησαν επί 25 χρόνια ν’ αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία των live. Γιατί είτε στη Ζωοδόχου Πηγής είτε πιο πρόσφατα στη Διδότου, «Το Μπαράκι του Βασίλη»μάς σύστησε πολλούς αδισκογράφητους και ταλαντούχους, προτού να τους εντοπίσουν η δισκογραφία και το μεγάλο κοινό. Γι’ αυτό και η είδηση ότι το στέκι που έφτιαξε ο ηθοποιός Βασίλης Τσιπίδης κλείνει, σήμανε κι ένα τέλος εποχής. Κι ας ήταν ο χώρος της Διδότου μια σταλιά (80 θέσεων). Ετσι χωρούσε μια χαρά στην ατζέντα όσων έψαχναν να ανακαλύψουν καινούργια πράγματα.

Φως, νερό, τηλέφωνο
«Η απόφαση να κλείσουμε ήταν συγκυρία πολλών πραγμάτων», εξηγεί ο Βασίλης που ξεκίνησε και παραμένει ηθοποιός-«φως, νερό, τηλέφωνο απλήρωτα», όπως συμπληρώνει γελώντας. «Ηρθε η ώρα να βγω στη σύνταξη. Εφτασα και σε μια ηλικία που δεν μπορώ πια να τρέχω από συναυλία σε συναυλία κι έτσι να βρίσκω νέους μουσικούς ή να με βρίσκουν. Κι ύστερα, κακά τα ψέματα, άλλαξε η νύχτα, ο κόσμος δεν πολυκυκλοφορεί κι αν βγει δεν μπορεί να πάρει δεύτερο ποτό κι εμείς δεν βγάζουμε πια ούτε τα έξοδά μας».

Τέλη Ιουνίου θα κλείσει οριστικά το μπαράκι που ακόμα κι αν πωληθεί, όπως ευελπιστεί ο ιδιοκτήτης του, δεν θα είναι πια «του Βασίλη». Ο ίδιος επιστρέφει νοερά στη Ζωοδόχου Πηγής πριν από δυόμισι δεκαετίες, όταν παρέλαβε ένα ποτάδικο και μέσα σ’ ένα εξάμηνο καθιέρωσε live δύο φορές την εβδομάδα κι ύστερα «υπήρξα ο πρώτος», όπως λέει με καμάρι, «πουεφάρμοσε τη μέθοδο εναλλάξ σχήματα όλη την εβδομάδα».

Θυμάται το πρώτο πρώτο live; «Φυσικά. Ηταν ο Αλέκος Βασιλάτος στο κοντραμπάσο, ο Γιάννης Φιλίππου στα κρουστά κι εγώ που με συνοδεία τη μουσική τους διάβαζα παραμύθια. Μετά ήρθε ο Σωκράτης Σινόπουλος κι άλλοι μουσικοί που τους ήξερα και μου ζητούσαν να παίξουν 1-2 βράδια. Κι ο συγχωρεμένος ο Περικλής Χαρδάς που ‘χε γράψει το “Κι εσύ τρελή με τυραννάς”. Μετά ο Γιώργος Γαβαλάς κι ο Δημήτρης Ζαφειρέλης που είχαν την μπάντα “Υγρό Πυρ” κι έπαιζαν ροκ. Κι έτσι μας έμαθαν. Στόμα στόμα, γίναμε στέκι».

Ο Ρος Ντέιλι
Εκεί προτιμούσε να εμφανίζεται ο Ρος Ντέιλι όσο ακόμα ζούσε στην Αθήνα. Από εκεί ξεκίνησαν ως μια άγνωστη νεανική μπάντα οι «Μέρες Αδέσποτες», προτού καν η μουσική παρέα του Χρήστου Θηβαίου, του Τάσου Λώλη, του Αλέκου Βασιλάτου κι αργότερα και του Βασίλη Βασιλάτου να μετονομαστούν «Συνήθεις Υποπτοι» και να διαγράψουν μια πολύ ενδιαφέρουσα τροχιά στην ελληνική μουσική σκηνή. Εκεί βρήκε στέγη η ιδιόμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα τραγουδοποιία της Δανάης Παναγιωτοπούλου. Κι εκεί πρωτακούσαμε τον Γιάννη Χαρούλη, προτού ο Κρητικός τραγουδιστής να αρχίσει να γεμίζει πατείς με-πατώ σε τις πιο mainstream μουσικές σκηνές. Να θυμίσουμε κι άλλους σπουδαίους που πήραν σ’ αυτό το παταράκι το βάπτισμα του πυρός ή, έστω, βρήκαν πρόθυμο οικοδεσπότη τον Βασίλη; «Παλαϊνά Σεφέρια», Ζαχαρίας Σπυριδάκης, Χάρης Λαμπράκης, Χρήστος Τσιαμούλης κ.ά.

«Είχα μια ικανότητα να μυρίζομαι ποιος θα μείνει στον χώρο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με τη λογική. Αλλά όλα έχουν μια εξήγηση. Εβλεπα ποιος είναι ταγμένος να μείνει στη μουσική. Γιατί άλλοι, παρά το ταλέντο τους, φαίνονταν ότι είχαν το ένα πόδι έξω από το χώρο. Αλλά δεν στηρίξαμε μόνο εμείς τα νέα παιδιά. Μας στήριξαν κι αυτά», λέει ο Βασίλης, που λόγω εμπειρίας συμβούλευε πρόθυμα τους νέους μουσικούς και τραγουδιστές -«να πας να κάνεις ορθοφωνία», τους έλεγε.

Τι άλλο θυμάται; Τα πρώτα βράδια με τους «Συνήθεις Υπόπτους». «Δεν είχαμε πολύ κόσμο. Κι όμως επειδή μου άρεσαν ο στίχος κι αυτή η μελαγχολία στη μουσική τους, κατάλαβα ότι κάτι έχουν να πουν. Κι έτσι τους έδωσα παραπάνω μέρες. Ενα βράδυ ήρθε γκεστ κι ο Αλκίνοος. Σιγά σιγά τους γνώρισε ο κόσμος κι άρχισε να γίνεται χαμός».

Σιωπή
Ο κόσμος ερχόταν για να ακούσει ευλαβικά. «Δεν μιλούσε κανείς. Θυμάμαι μάλιστα ένα βράδυ, που ‘χα βγει και κάτι έφτιαχνα στο πεζοδρόμιο, άκουσα τρία παιδιά να μιλάνε μεταξύ τους. “Τι ‘ναι εδώ;” ρώτησε ο ένας. “Είναι ένα μπαρ που πληρώνεις και δεν σ’ αφήνουν να μιλάς”, του απάντησε ο άλλος».

Σαν ηθοποιός (μερικές από τις ταινίες και σειρές όπου έχει εμφανισθεί)
Λεμονόδασος 1978, Σκηνοθεσία: Τώνια Μαρκετάκη
Χαίρε Τάσο Καρατάσο 1985, Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής 
1922 (1978) Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος 
Happy day 1977, Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Ένας ερωδιός για τη Γερμανία 1987, Σκηνοθεσία: Σταύρος Τορνές 
Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι 1980, Σκηνοθεσία: Θόδωρος Μαραγκός 
Λάβετε θέσεις 1973, Σκηνοθεσία: Θόδωρος Μαραγκός 
 Oι Κυνηγοί 1977,  Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος

διαβάστε ακόμη: 

Ποντιακή βραδιά στο Μπαράκι του Βασίλη (9 Μαϊου)
http://pontosandaristera.wordpress.com/2009/05/06/9-5-2009 

Το μυστήριο του Βασίλη Τσιμπίδη*!!!http://efhbos.wordpress.com/2008/10/11/basilis_tsimpidis/ http://heimarmenh.blogspot.gr/2013/07/blog-post_21.html

*σημείωση: στο επίθετο άλλοτε αναφέρεται σαν Τσιπίδης (το σωστό) και άλλοτε σαν Τσιμπίδης (το καλλιτεχνικό με το οποίο εμφανιζόταν πολλές φορές σαν ηθοποιός.