Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Δεν Πληρώνω-Κάλεσμα: ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΗ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ: «να πάρουμε αυτά που μας ανήκουν»



ΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝ  -  Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ

Άλλος ένας άνεργος συνάνθρωπος μας στο Αιγάλεω, ο  Φραγκίσκος Π. δίνει μάχη για τη ζωή του. Τραυματίστηκε σοβαρά στην προσπάθεια του να «πάρει αυτό που του ανήκει», όπως είπε λίγο πριν ανεβεί στη κολόνα της ΔΕΗ για να επανασυνδέσει το ρεύμα που του στέρησαν οι πολιτικές της εξαθλίωσης και η αναλγησία της ΔΕΗ.

Καθημερινά άνθρωποι  δολοφονούνται εξ αιτίας των μέτρων «εκλεγμένων» και υπηρεσιακών κυβερνήσεων, της Ε.Ε του ΔΝΤ, της  επίθεσης του συστήματος εκμετάλλευσης. Φοροεπιδρομές (ΕΕΤΗΔΕ – ΕΤΑΚ – ΦΑΠ –ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΕΛΗ – ΦΠΑ – ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ ΔΕΚΟ –ΚΑΥΣΙΜΑ – ΤΡΟΦΙΜΑ), μειώσεις μισθών –  συντάξεων, καταπάτηση εργασιακών σχέσεων, ανεργία. Δεν πάει άλλο!

Η καθημερινή ανθρώπινη επιβίωση απειλείται, χιλιάδες άνθρωποι είναι άστεγοι στην Αθήνα, χιλιάδες τρέφονται από συσσίτια, ενώ στο τέλος του 2012, ένας  στους τρείς θα είναι άνεργος.

Απέναντι μας δεν έχουμε μόνο, τα χαράτσια και την φοροεπιδρομή, έχουμε το συνολικό πρόβλημα της επιβίωσης. Η Ελλάδα θυμίζει  εμπόλεμη ζώνη που μετράει καθημερινά θύματα και γοργά αντικρίζει την επερχόμενη ανθρωπιστική καταστροφή για να ξεπεράσει τη κρίση του το βάρβαρο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Αντεπίθεση τώρα για να πάρουμε όλα αυτά που μας ανήκουν.

Καλούμε κάθε συλλογικότητα απο τα κάτω, τις λαϊκές συνελεύσεις, τις επιτροπές ενάντια στα χαράτσια, τα σωματεία και τα εργατικά σχήματα, τους άνεργους, κάθε άνθρωπο που θέλει να αγωνιστεί για να τους σταματήσουμε τώρα την Κυριακή 27 Μάη στις 6μ.μ. σε παννατικό συλλαλητήριο αντεπίθεσης στις πολιτικές του τρόμου και της εξαθλίωσης.
ΔΕΝ ΧΡΩΣΤΑΜΕ – ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥΣ
ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΩΡΑ ΟΛΑ ΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΟΡΟΕΠΙΔΡΟΜΕΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΩΡΕΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΓΑΘΑ
“ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ” ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΑΓΩΝΑ

Ατομικό - Διατομικό ή Διομαδικό; Τοπικό - «Εθνικό» ή Κοινωνικό; (αναδημοσίευση)



Του Αργύρη Αργυριάδη

Σύμφωνα με την παραδοσιακή θεώρηση κίνημα είναι η δραστηριότητα μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας που διέπεται από κάποια οργάνωση και επιδιώκει ορισμένους στόχους εναντίον ορισμένης κατάστασης, εναντίον θεσμών, εναντίον συνολικά μιας κατεστημένης τάξης και υπέρ κάποιων εναλλακτικών προοπτικών. Υπάρχει πληθώρα κινημάτων (π.χ. εργατικό, φοιτητικό, γυναικείο, αγροτικό, επαναστατικό, κ.λπ.) με αντίστοιχη ιδεολογική και θεωρητική υποστήριξη. Η αποτελεσματική όμως συμβολή ενός κινήματος στην αναδιαμόρφωση του υφιστάμενου συσχετισμού κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων είναι συνάρτηση: α) του τρόπου και του περιεχομένου της δράσης του, β) του βαθμού της θεωρητικής θεμελίωσης των στρατηγικών και τακτικών στόχων του, γ) των κοινωνικών αναγκών που εκφράζει, δ) της σύνθεσης, της μαζικότητας και της οργανωτικής συγκρότησης του, ε) της εσωτερικής και εξωτερικής κοινωνικής συγκυρίας.

Στο έργο του «Η ιστορία του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία», ο Στάιν παραβάλει την έννοια του κινήματος σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς την έννοια του κράτους. Το κράτος είναι το στατικό και νομικό στοιχείο, ενώ το κίνημα είναι η έκφραση των δυναμικών τάσεων της κοινωνίας. Έτσι, το κίνημα είναι πάντα κοινωνικό και σε ανταγωνισμό με το κράτος, εκφράζει τη δυναμική προτεραιότητα της κοινωνίας επί των δικαστικών και κρατικών θεσμών.

Τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα αποτελούν μορφές συλλογικής δικτυακής δράσης που διαμέσου της σύγκρουσης προσδοκούν στην αλλαγή μιας κυρίαρχης πραγματικότητας, μέσω μιας συλλογικής ταυτότητας ή νοήματος που τους δίνει το έναυσμα να κινητοποιηθούν. Ας δούμε όμως επιγραμματικά και τις προϋποθέσεις που θέτει ο Touraine για την ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων: (α) ο αγώνας να γίνεται στο όνομα ενός πληθυσμού, (β) αυτός ο αγώνας πρέπει να είναι οργανωμένος, (γ) το κίνημα οφείλει να εντοπίσει τον αντίπαλό του και (δ) ο αγώνας να μην διεκδικεί τα αιτήματά του μόνο για τους δρώντες του κινήματος, αλλά για ένα ευρύτερο σύνολο.

Μ’ αυτήν την έννοια, η άμεση δημοκρατία ως αντισυστημικό κίνημα διαφέρει ριζικά από ένα ρεφορμιστικό κίνημα απλής αγανάκτησης εφόσον το πρώτο στοχεύει στην αντικατάσταση των βασικών κοινωνικο-οικονομικών θεσμών και των συνεπαγομένων αξιών με νέους θεσμούς και αξίες, ενώ το δεύτερο στοχεύει απλώς στην αλλαγή των κυρίαρχων θεσμών («πχ, καλύτερη ρύθμιση της οικονομίας, της αγοράς κ.τ.λ.).

Η παραπάνω διάκριση ανάμεσα σε ρεφορμιστικά και αντισυστημικά κινήματα διαφέρει επίσης από τη συνηθισμένη διάκριση μεταξύ ρεφορμιστικών και επαναστατικών κινημάτων, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα στοχεύουν στην αργή, σταδιακή αλλαγή και τα δεύτερα σε μια γρήγορη, απότομη αλλαγή, στην κοινωνικότητα (εύρος) της συλλογικής δράσης σε σχέση με το άτομο.

H αναλυτική διαφορά της συλλογικής έναντι της ατομικής δράσης χαρακτηρίζει τις νεωτερικές κοινωνίες, στις οποίες ο ιδιωτικός χώρος, ως χώρος του αγοραίου ατόμου και των δικαιωμάτων του, διαχωρίζεται από τον δημόσιο ή συλλογικό χώρο. Ανάλογα θεμελιώνεται η διάκριση του ατομικού συμφέροντος από το κοινό αγαθό ή συμφέρον.

Αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που πριμοδοτεί στην εξέλιξή του το ατομικό, το αγοραίο και το εγωϊστικό αποτελεί, κατ’ αντιπαράθεση, το έδαφος της ανάπτυξης του συλλογικού, του αντιαγοραίου, του αλληλέγγυου, πρόκειται δηλαδή για μια συστημική αμφισημία. Η ίδια η κοινωνία των αστών που διαλύει τις προγενέστερες μορφές κοινοτισμού και αλληλεγγύης δημιουργεί τις προϋποθέσεις νέων συλλογικών δεσμών και συλλογικών κοινωνικών συγκροτήσεων.

Η οπτική του ατομικού συμφέροντος σε αντιπαράθεση με την οπτική της κοινωνικότητας είναι μια θεμελιακή προσέγγιση, η οποία δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί στις συγκεκριμένες αναγνώσεις των σημερινών κοινωνικών κινημάτων. Για παράδειγμα, ορισμένες φορές, χαμηλά εισοδηματικά λαϊκά στρώματα κινητοποιούνται για θέματα που αφορούν τα άμεσα ατομικά τους ενδιαφέροντα σε ένα πολύ περιορισμένο χωρικά έδαφος, ενώ δεν επιδεικνύουν την ίδια ευαισθησία όταν ανάλογα προβλήματα τίθενται αλλού ή όταν τίθενται με τη μορφή γενικών (πολιτικών) αιτημάτων.

Επίσης, ενίοτε η συλλογικότητα διαρκεί όσο ο χρόνος προβολής του αιτήματος (βλέπε σύνταγμα – μεσοπρόθεσμο, κλπ) και στη συνέχεια οι συμμετέχοντες ακολουθούν τις προηγούμενες ατομιστικές τους στάσεις. Βεβαίως, η εμπειρία αυτή δεν αναιρεί την ανάγκη κατανόησης και ερμηνείας των γενικών κατευθύνσεων που ορίζουν κοινωνικά και πολιτικά ένα κοινωνικό κίνημα και οι οποίες δεν ταυτίζονται πάντα και απολύτως με τους μηχανισμούς κινητοποίησης όλων των φορέων και των ατόμων που το απαρτίζουν.

Άλλωστε το πρόβλημα με τις θεωρίες του ατομισμού, όπως π.χ. με τη θεωρία του Hobbes, δεν είναι ότι αντιμετωπίζουν υπαρκτά κοινωνικά φαινόμενα, αλλά ότι ερμηνεύουν το σύνολο των ατομικών κινήτρων και επιδιώξεων και το σύνολο των κοινωνικών δράσεων στη βάση της αγοραίας νομιμότητας και των αγοραίων αρχών της κοινωνικής συγκρότησης (π.χ καταμερισμός εργασίας – μηχανική αλληλεγγύη, δικαίωμα στην βία και στην αντίσταση κ.λπ). Σε κάθε περίπτωση στα αστικά κινήματα, η παράδοση της κοινωνικής αδελφοσύνης ενέχεται σε ταξικούς ή/και σε ιδεολογικούς (πολιτιστικούς) δεσμούς στη βάση των οποίων συγκροτείται μια σύγχρονου τύπου “κοινωνική αδελφοσύνη”.

Η θεωρία του Hobbes (17ος αι.) έχει ως αφετηρία το εγωϊστικό a priori και η συλλογικότητα γίνεται αντιληπτή ως “μέσον” από τη σκοπιά της χρησιμότητάς της στην ικανοποίηση των επιθυμιών και συμφερόντων των ατόμων, καθώς και ως μέσον αύξησης της δύναμης αυτών που συμμετέχουν. Ο Hobbes αρνείται τον πρωταρχικό ρόλο της κοινωνικότητας, λέγοντας ότι “δεν επιζητούμε εκ φύσεως την κοινωνία ως αυτοσκοπό, αλλά γιατί μπορούμε να αποκομίσουμε κάποιο αξίωμα ή κέρδος από αυτήν”.

Μπορούμε συνεπώς, στην περίπτωση του Hobbes, να μιλήσουμε για τη θεμελίωση μιας ατομιστικής χρησιμοθηρικής παράδοσης, στο πλαίσιο της οποίας η συλλογική δράση προσεγγίζεται και αιτιολογείται με βάση το κριτήριο της χρησιμότητάς της στην προώθηση της σκοποθεσίας των ατομικών ορθολογικών δρώντων.

Η ύπαρξη όμως στον άνθρωπο μιας θέλησης για κοινή ζωή, που απορρέει από μια τάση προς την κοινωνικότητα, είναι η αφετηρία κατανόησης του πώς δημιουργείται η συλλογικότητα ή η ομάδα. Η επιθυμία του “κοινού ζην” αποτελεί κατά τον Durkheim αξίωμα του ανθρώπου, πόσο μάλλον της άμεσης δημοκρατίας ως κίνημα.

Ο Nτυρκέμ προσεγγίζει τη σχέση των αναγκών και των επιθυμιών των ανθρώπων με τη συλλογική δράση, όχι εργαλειακά, όπως γίνεται στην παράδοση του ατομιστικού ορθολογισμού. Ούτε ως μια σχέση που προσδιορίζεται από τη θέση των ατόμων στο σύστημα παραγωγής ή την κοινωνική δομή, όπως γίνεται στο μαρξισμό. Η σχέση του ατόμου, της προσωπικότητάς του, των αναγκών και επιθυμιών και της ταυτότητάς του με την ομάδα και τη συλλογικότητα δεν είναι εργαλειακή, αλλά συστατική – οργανική. Δεν είναι δυνατόν, να φανταστούμε έναν άνθρωπο που έχει διαμορφώσει τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συμφέροντά του έξω από τη συλλογικότητα και που απλώς χρησιμοποιεί τη συλλογική δράση ως μέσον για την ικανοποίησή τους.

Η συλλογική δράση συνεπώς, δεν είναι απλώς ένα μέσον για την ικανοποίηση επιθυμιών και αναγκών, αλλά το πεδίο στο οποίο αυτές διαμορφώνονται, διαμεσολαβούνται και ελέγχονται. Αυτό γίνεται, πρώτα απ’όλα, μέσα από τα σημεία, τα σύμβολα και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις, που είναι συλλογικά δημιουργήματα, ανήκουν δηλαδή στην ομάδα. Το διακύβευμα που ανέκαθεν προβλημάτιζε τον ελευθεριακό χώρο είναι πως θα γίνει η μετάβαση από το άτομο - στη συλλογικότητα με προορισμό την κοινωνικοποίηση του ατόμου χωρίς την εξατομίκευση της ομάδας.

Ας μη ξεχνάμε πως η κοινωνία, ως συντηρητικός μηχανισμός, δεν έχει ανάγκη το κίνημα, αντιθέτως το κίνημα έχει ανάγκη την κοινωνία, δηλαδή το πλήθος των ανυποψίαστων για να αυτοπραγματωθεί, να ικανοποιήσει τον ορισμό του. Η αμεσοδημοκρατική σκέψη δεν βρίσκεται προγεγραμμένη σε κανένα γονίδιο, αλλά αντίθετα έχουν καταγραφεί πολλά πολιτικά γονίδια που στη πράξη έχουν καταδείξει ότι αν και στην αρχή δεν κατείχαν την όποια ανατρεπτική σκέψη και την συνακόλουθη διάθεση της εκ βάθρων αλλαγής στην συνέχεια αποκτούν αυτά τα χαρακτηριστικά ριζοσπαστικοποιούμενοι.

Εν κατακλείδι, η άμεση δημοκρατία συνεπώς δεν είναι η εφεύρεση ενός νέου δόγματος ή πρωτοπορίας αλλά η επιστροφή στο κοινωνικό που δεν είναι άλλο από το διατομικό στο διομαδικό χαρακτηριστικό (δηλαδή, από την ομογενοποίηση της ταυτότητας, στην πολυμορφία του διαφορετικού, αλλά με κοινό νόημα). Άλλωστε η Άμεση Δημοκρατία ως κοινωνικό κίνημα θα πρέπει να μπορέσει να ζητήσει από την κοινωνία να αλλάξει τον κόσμο, όχι απλά χωρίς να καταλάβει την εξουσία αλλά να την καταστρέψει ή τουλάχιστον να την καταργήσει στην πράξη αποδομώντας την.

Πηγή: http://www.babylonia.gr
οι υπογραμμίσεις είναι του διαχειριστή

Οι κομπίνες των τραπεζών και η διαπλοκή με τους πολιτικούς


Γράφει ο Κώστας Βαξεβάνης για το koutipandoras


«Αν η Αφρική ήταν τράπεζα, θα την είχαν σώσει», έγραφε ένα παλιό σύνθημα. Και σήμερα, τον καιρό της κρίσης και της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, σχεδόν μοιάζει με αξίωμα. Οι τράπεζες δεν περιμένουν την πολιτική που θα ορίσει τη λειτουργία τους. Οι ίδιες χαράσσουν πολιτική. Και οι πολιτικοί ακολουθούν με όλα αυτά τα επιχειρήματα περί «ευστάθειας», «ρευστότητας», «αναγκαίας διάσωσης» και προβληματισμών περί καταθέσεων. Αν έχετε κάποια αμφιβολία γι’ αυτό, σκεφθείτε αν πριν από μερικά χρόνια θα μπορούσατε να φανταστείτε στη θέση του πρωθυπουργού έναν τραπεζίτη.

Το 2008, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, ο Κώστας Καραμανλής ως πρωθυπουργός διαβεβαίωνε πως οι ελληνικές τράπεζες δεν κινδυνεύουν γιατί δεν έχουν τοξικά προϊόντα. Λίγο αργότερα όμως τους έδωσε 28 δις και ο Παπανδρέου συνέχισε με άλλα 40. Το 2011 ο Ευάγγελος Βενιζέλος έδωσε 100 εκατομμύρια στην Proton Bank, που ήταν υπό δικαστική διερεύνηση, και στη συνέχεια άλλα 700 εκατομμύρια από τα ποσά που δανειζόμαστε, με όλες τις γνωστές επιπτώσεις. Αμέσως μετά έφτιαξε έναν νόμο που τον αμνήστευε γι’ αυτή του την παρανομία.

Τι συνέβη με τις ελληνικές τράπεζες;
Τίποτα παραπάνω από το ότι αναγκάστηκαν να αποκαλύψουν τη σχέση τους με το πολιτικό κατεστημένο και τον τρόπο που λειτουργούσαν επί δεκαετίες. Η λεγόμενη έλλειψη ρευστότητας των τραπεζών δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της κρίσης, αλλά και της πολιτικής τους. Επί δεκαετίες μάζευαν λεφτά των καταθετών και στη συνέχεια με αυτά τα λεφτά, όπως ακριβώς ο Κοσκωτάς, δανειοδοτούσαν offshore εταιρίες και θυγατρικές τους, από τις οποίες διοχέτευαν χρήμα σε άγνωστη κατεύθυνση. Ο Κοσκωτάς μπροστά τους μοιάζει με αγνό πρόσκοπο.

Στην αγορά δημιουργούσαν μια εικόνα ευρωστίας και έσπρωχναν το επενδυτικό κοινό να τις εμπιστεύεται και στη συνέχεια να εξαρτάται με κάθε είδους δάνεια, ακόμη και «για την πιτυρίδα».Οι περισσότερες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που έκαναν ήταν εικονικές. Δάνειζαν κάποιες offshore εταιρίες, οι οποίες στη συνέχεια συμμετείχαν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας. Μια αέναη φούσκα με εικονικό χρήμα.

Και τι έκαναν οι μέτοχοι; Οι μεγάλοι συμμετείχαν στο παιχνίδι. Έβγαζαν δάνεια για τον εαυτό τους ή για τις εταιρίες τους. Δημιουργούσαν εταιρίες real estateμε δάνεια της τράπεζας και στη συνέχεια πουλούσαν κτίρια στην ίδια την τράπεζα ή σε ιδιώτες σε πολλαπλάσιες τιμές από τις πραγματικές. Στο τέλος έσβηναν ίσως και τα δάνεια ως ζημιές. Την πλήρωναν τελικά οι μικρομέτοχοι και οι καταθέτες που αντιμετωπίζουν σήμερα το ενδεχόμενο της κατάρρευσης.

Ο καλύτερος εταίρος στις νομιμοφανείς παρανομίες ήταν η Εκκλησία. Δεκάδες Μονές σε όλη τη χώρα (πρώτη και καλύτερη η Μονή Βατοπεδίου) έπαιρναν δάνεια από τις τράπεζες για να γίνουν μεσίτες. Εκατοντάδες κτίρια χτίστηκαν ή αγοράστηκαν από μοναστήρια και μετά μεταπωλήθηκαν σε πολλαπλάσιες τιμές με μια απλή διαδικασία υπερτιμολόγησης και ξεπλύματος χρήματος χωρίς κανέναν έλεγχο.

Και οι πολιτικοί;
Πολιτικοί όπως και πολλοί δημοσιογράφοι ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με το οικονομικό κατεστημένο των τραπεζών. Οι τραπεζίτες ήταν και χρηματοδότες βουλευτών (τις περισσότερες φορές έμμεσα), ενώ η ίδια η Βουλή νομοθετούσε νόμους για τις τράπεζες. Δεκάδες όροι σε συμβόλαια τραπεζών έχουν κηρυχθεί παράνομοι, αλλά εξακολουθούν να ισχύουν. Τα ίδια τα κόμματα έχουν δανειοδοτηθεί με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, βάζοντας ως υποθήκες μελλοντικές τους χρηματοδοτήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Και ποιος ξέρει αν αύριο θα υπάρχουν;

Το ίδιο το κράτος όμως έχει κάνει το χειρότερο. Έχει επιτρέψει να μην υπάρχει κανένας ουσιαστικός ελεγκτικός μηχανισμός. Η Τράπεζα της Ελλάδος, γι’αυτό που αποκαλύφθηκε ως σκάνδαλο Proton, είχε επιβάλλει μετά από ελέγχους 50.000 πρόστιμο. Το άφησε να εξελιχθεί όπως και τις δανειοδοτήσεις σε τόσες τράπεζες. Ανέχθηκε επίσης τη συνεχή δανειοδότηση των ΜΜΕ, χωρίς πραγματικές υποθήκες. Στην υπόθεση του ALTER τα δάνεια δίνονταν με υποθήκες άυλους τίτλους. Δηλαδή τηλεοπτικό προϊόν που μπορεί να στοίχιζε 10.000 και να το κοστολογούσαν πολλαπλάσια. Κάπως έτσι τα «Στρουμφάκια» στο ALTER εκτιμήθηκε πως στοιχίζουν 1 εκατομμύριο ανά επεισόδιο και δόθηκαν τα δάνεια, των οποίων τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Σήμερα ο κίνδυνος να καταρρεύσουν οι τράπεζες επισείεται για να παρθούν μέτρα επί μέτρων. Το επιχείρημα είναι ότι έχουν χάσει από το κούρεμα των ομολόγων. Η αλήθεια είναι πως οι τράπεζες, μέσα από τη σχέση συνδιαλλαγής με το κράτος, έπαιρναν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τα οποία έδιναν στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα, και δανείζονταν με επιτόκιο 1%. Στη συνέχεια με αυτά τα λεφτά κέρδιζαν δανείζοντας το κράτος με 4,5% και τους ιδιώτες με έως και 8%. Μέρος από αυτά τα χρήματα διοχέτευσαν στις θυγατρικές τους στο εξωτερικό για να κάνουν, όπως έλεγαν, το «ελληνικό θαύμα».Το θαύμα ήταν πως με τα χρήματα αυτά δανειοδοτήθηκαν άλλες offshore σε χώρες με ακόμη μικρότερο έλεγχο.

Όταν τα ελληνικά ομόλογα έγιναν κουρελόχαρτα, οι τράπεζες κλήθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα να τα αγοράσουν. Λεφτά δεν υπήρχαν. Ήταν τότε που οι κυβερνήσεις Καραμανλή-Παπανδρέου, με το επιχείρημα ότι έπρεπε να δώσουν ρευστό στην αγορά, αναγνώρισαν 70 δις για τις τράπεζες. Με αυτά δεν έπεσε ρευστό στην αγορά, αλλά αγοράστηκαν και πάλι τα ομόλογα. Όταν ήρθε το κούρεμα, οι τράπεζες που είχαν κερδίσει, και ο μέτοχοι που είχαν κερδίσει έμμεσα ακόμη περισσότερα, άρχισαν να μιλούν για την κατάρρευση. Οπότε ήρθε η επανακεφαλαιοποίηση.

Αν έχετε αμφιβολία για το ότι όλα γίνονται για τις τράπεζες, υπάρχει και το πρόσφατο παράδειγμα των 18 δις ευρώ. Το ελληνικό κράτος έχει προκαταβάλλει τα λεφτά αυτά, με τα οποία θα πληρωθούν όσοι κατέχουν ομόλογα των ελληνικών τραπεζών. Τα ομόλογα αυτά φυσικά δεν έχουν υποστεί κανένα κούρεμα.Αντίθετα, ο μικροομολογιούχος, ο οποίος έδωσε 100 χιλιάδες για να αγοράσει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, για να στηρίξει την ελληνική οικονομία, έχει χάσει το 1/3 των χρημάτων του.

Οι τράπεζες θα σωθούν και πάλι
Οι μέτοχοι κυρίως. Τα deal για την αγορά των κρατικών τραπεζών έχουν κλείσει κάτω από το τραπέζι. Όλοι όσοι μιλούσαν για την ανάγκη λειτουργίας των νόμων της αγοράς, ξαφνικά αποκτούν μια επιλεκτική βουβαμάρα. Γιατί να μην ισχύσουν στις τράπεζες οι νόμοι της αγοράς; Γιατί να μην κλείσουν όσες δεν ανταποκρίνονται; Μα για να σωθούν οι καταθέσεις, είναι το επιχείρημα.
Είναι αληθινός ο κίνδυνος των τραπεζών; Ναι, είναι, αλλά δημιουργήθηκε από αυτούς που έπρεπε να είναι ήδη φυλακή. Δεν γίνεται; Μα αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που δεν υπάρχει κανένας ελεγκτικός μηχανισμός. Και η Τράπεζα της Ελλάδος τρέχει να καλύψει με ελέγχους εξπρές, πριν ολοκληρωθούν οι εισαγγελικές έρευνες, τον θόρυβο που δημιουργείται.

Το γεγονός ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, της ελεγκτικής Αρχής, ήταν και μέτοχος τράπεζας (και στέλεχος σε πολλές από αυτές) προφανώς δεν τον εμποδίζει να ελέγξει τους συνεταίρους και τα πρώην αφεντικά του. Στην Ελλάδα ζούμε.

Ημέρες Μνημονίου...



Τρείς ιστορίες μνημονιακής "διάσωσης"

Ιστορία 1η
Μωρά σε παρακαταθήκη.
Αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του BBC για τα ελληνικά νοσοκομεία. Δεν δίνουν τα νεογέννητα παιδιά στις μητέρες τους επειδή δεν έχουν να πληρώσουν τα νοσήλια.  Κι όμως τα όσα θα διαβάσετε συμβαίνουν στην Ελλάδα. Το ρεπορτάζ ανήκει στο BBC. Όπως αναφέρει αρκετοί Έλληνες δεν έχουν πλέον ασφαλιστική κάλυψη γιατί είναι άνεργοι ή απασχολούνται με μαύρη εργασία. Έτσι όταν αναγκάζονται να πάνε στα δημόσια νοσοκομεία είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν αφού δεν καλύπτονται από ασφάλιση. Και αν δεν έχουν ιδιωτική ασφάλιση τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα. 
    Σε δημόσιο νοσοκομείο της Αθήνας μπήκε πριν λίγο καιρό η Άννα (δεν είναι το πραγματικό της όνομα), για να γεννήσει. Η γέννα έγινε με καισαρική και όλα πήγαν καλά. Όταν η Άννα πήγε να πάρει το νεογέννητο παιδί της για να πάει στο σπίτι της ζήτησαν 1.200 ευρώ. Όμως η ίδια δεν είχε να πληρώσει τόσα λεφτά και έδωσε όσα είχε. Όμως της ανακοίνωσαν ότι δεν πρόκειται να πάρει το παιδί της αν δεν πληρώσει όλο το ποσό.

Η γιατρός Κατερίνα Στυψανέλη είπε ότι στο παρελθόν αρκετοί διευθυντές δεν ζητούσαν χρήματα όταν ήξεραν πως οι γονείς δεν είχαν τα λεφτά για να πληρώσουν. “Έκαναν τα στραβά μάτια γιατί γνώριζαν ότι οι γονείς ήταν από φτωχή οικογένεια. Όμως τώρα δεν μπορούν να το κάνουν αυτό γιατί δέχονται πιέσεις από το υπουργείο για να αυξήσουν τα έσοδα. Δεν φταίει το νοσοκομείο αλλά οι κυβερνήσεις γιατί αυτή είναι η πολιτική που εφαρμόζουν. Αυτή υποτίθεται πως είναι η δωρεάν υγεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους”. 
      Η Άννα μένει σε ένα χαμόσπιτο στην Λούτσα και η οικονομική της κατάσταση είναι πολύ χαμηλή. Δεν είναι η πρώτη που αντιμετώπισε αυτή την κατάσταση καθώς σύμφωνα με τους γιατρούς το περιστατικό αυτό έγινε και σε άλλες μητέρες. 

“Κάποιος πρέπει επιτέλους να κάνει κάτι. Δεν γίνεται αλλιώς. Οι μητέρες πρέπει να γεννήσουν αλλά αν δεν έχουν λεφτά τι θα κάνουν; Θα γεννήσουν στον δρόμο; Δεν γίνεται. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για ασθενείς σε άλλους τομείς εκτός της γυναικολογικής”, τονίζει η γιατρός.
     “Μου το είχαν ξανακάνει πριν από 20 μήνες όταν γέννησα το πρώτο μου παιδί. Δεν με άφηναν να το πάρω αν δεν πληρώσω”, είπε η Άννα. Τελικά κατάφερε να πάρει το παιδί με την βοήθεια της γιατρού Στυψανέλη. Επικοινώνησε με τον διοικητή του νοσοκομείου και έδωσε τελικά την άδεια να πάρει το παιδί όμως θα πληρώνει με δόσεις τα όσα χρωστάει. 

πηγή:newsit.gr

Ιστορία 2η
Δολοφονικές διακοπές ρεύματος
Τον χτύπησαν 20.000 volt ενώ προσπαθούσε να συνδέσει το ρεύμα, στο σπίτι του, που του έκοψε η ΔΕΗ, λόγω οφειλών του! Σύμφωνα με τα όσα δήλωσαν οι γείτονες  στο Newsit  η οικογένεια τα έβγαζε δύσκολα πέρα με αποτέλεσμα να μην έχει πληρώσει το λογαριασμό του ρεύματος. Οταν πριν περίπου μια εβδομάδα η ΔΕΗ τους έκοψε την ηλεκτροδότηση τότε άρχισαν και τα προβλήματα. Ο 45χρονος δεν άντεξε άλλο και σήμερα με το μυαλό θολωμένο είπε "πάω να πάρω αυτό που μου ανήκει". Πήρε ένα γαλλικο κλειδί, σκαρφάλωσε στην κολώνα που είναι και υποσταθμός της ΔΕΗ με σκοπό να επανασυνδέσει το ρεύμα.  Μια άτυχη στιγμή όμως έμελλε να αποβεί μοιραία. Επιασε με τα γυμνά του χέρια το καλώδιο της ΔΕΗ και 20.000 watt διαπέρασαν το σώμα του.  Κάτοικοι περιγράφουν στο Νewsit πως μόλις ο 45χρονος χτυπήθηκε από το ρεύμα, το παντελόνι του πήρε φωτιά. 


Στο σημείο έσπευσε αστυνομία και πυροσβεστική ενώ το ασθενοφόρο που έσπευσε μετέφερε τον άνδρα σε κακή κατάσταση αλλά ζωντανό στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στο Θριάσιο.  Εκεί ο 45χρονος δίνει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή.  

πηγή:newsit.gr

Ιστορία 3η
Wind, εταιρία κινητής δολοφονίας

Για οφειλή 1.020 ευρώ βγάζει σπίτι στο σφυρί ! Δεν πλήρωσε τον λογαριασμό της κινητής τηλεφωνίας της εταιρίας WIND επειδή αδυνατούσε λόγω της περικοπής μισθού από τις κατοχικές κυβερνήσεις του Μνημονίου και με συνοπτικές διαδικασίες κατάσχεσαν το σπίτι του και το βγάζουν στο σφυρί. Ο 40χρονος υπάλληλος του Δήμου Μελισσίων στον τομέα της καθαριότητας Γιάννης Τριανταφύλλου, πατέρας δύο ανήλικων παιδιών, ζει το δικό του δράμα στην Ελλάδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η συντεταγμένη Πολιτεία έχει αφήσει εδώ και καιρό ασύδοτες τις πολυεθνικές να κάνουν «παιχνίδι» με ακίνητα βιοπαλαιστών, ζητώντας αίμα.

Την Παρασκευή 18 Μαΐου δικαστική επιμελήτρια, λειτουργώντας για λογαριασμό της «WIND ΕΛΛΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΒΕΕ», πέταξε στην πόρτα διαμερίσματος 92 τ.μ. το κατασχετήριο, αφήνοντας εντολή στον οφειλέτη ότι «θα του πάρουν ό,τι έχει και δεν έχει για να ξεπληρώσει τον απλήρωτο λογαριασμό», όπως κατήγγειλε στη «δημοκρατία» ο μισθοσυντήρητος εργαζόμενος.
«Με απείλησαν εμένα και τη γυναίκα μου, δεν σεβάστηκαν τα παιδιά μου, με εξευτέλισαν και τώρα θέλουν να με ταπεινώσουν παίρνοντας ένα σπίτι που ουσιαστικά δεν μου ανήκει αφού είναι κληρονομιά, με την κληροδόχο να διατηρεί την επικαρπία και εγώ να μένω σε άλλη διεύθυνση και στο νοίκι από αυτή που επιδόθηκε η εντολή κατάσχεσης» αναφέρει ο κ. Γιάννης Τριανταφύλλου.

Αυτά όμως για τα απρόσωπα επιχειρηματικά trust είναι λεπτομέρειες. Οπως λεπτομέρεια είναι ότι πάνω από 2.000 πολίτες από το 2008 μέχρι σήμερα έχουν πατήσει την κόκκινη γραμμή της αυτοκαταστροφής για μικροχρέη και απλήρωτα γραμμάτια. Σύμφωνα με την κατασχετήρια έκθεση ακινήτου, ο Γιάννης Τριανταφύλλου από τον Οκτώβριο του 2011 έφτασε να χρωστάει με τους τόκους 1.020,55 ευρώ. «Τα 700 ευρώ μαζεμένα στη WIND. Παίρνω μετά τις περικοπές 680 ευρώ, δεν βγαίνω, μεγαλώνω δύο παιδιά. Τους παρακάλεσα να τους τα δίνω σιγά σιγά. Μου είπαν εντάξει και μετά μου έστειλαν τον επιμελητή» λέει ο καταγγέλλων. Ακολούθησε διαταγή πληρωμής και έκθεση επίδοσης. Τα συνηθισμένα. Οι επιμελητές δεν λειτουργούν με το θυμικό. Στις 11-4-2012 η δικηγόρος της WIND ΕΛΛΑΣ υπογράφει την εντολή η επιμελήτρια να εισπράξει τα χρήματα, άλλως να προχωρήσει στην αναγκαστική κατάσχεση του εκπλειστηριάσματος. Είχε ακολουθήσει βεβαίως το απαραίτητο «ξεψάχνισμα» στο υποθηκοφυλακείο Αμαρουσίου, ώστε να πληροφορηθεί η πολυεθνική τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Οπου σε πιάσουν. Ο Γιάννης Τριανταφύλλου από τις 15 Μαρτίου 2000 είχε αποκτήσει την κυριότητα ακινήτου σε πρώτο όροφο πολυκατοικίας, από την 90χρονη σήμερα νονά του, που εξακολουθεί να διατηρεί την επικαρπία μέχρι τον θάνατό της και να διαμένει εκεί. Η υψηλή κυριότητα όμως είναι στον οφειλέτη. Αρα το σπίτι στα Μελίσσια κατάσχεται. Μάλιστα το ακίνητο εκτιμήθηκε στα 70.000 ευρώ! Για να πληρωθεί χρέος 1.020 ευρώ! Στις 11 Ιουλίου 2012, στην αίθουσα πλειστηριασμών του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, το πολυεθνικό fund πολυποίκιλων συμφερόντων στο οποίο η ελληνική Πολιτεία έχει παραχωρήσει το δικαίωμα να αναπτύσσεται επιχειρηματικά στην Ελλάδα και να μας στέλνει φουσκωμένους λογαριασμούς, ξεγυμνώνει φορολογούμενο πολίτη που παλεύει για να ζήσει.
«Δεν με φώναξαν στο δικαστήριο, έγιναν όλα ερήμην μου και τώρα πάνε να μου πάρουν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που διαθέτω αξίας πάνω από 150.000 ευρώ. Μπορεί να μην έχω λεφτά αλλά έχω αξιοπρέπεια. Εχω βάλει δικηγόρο. Θα τους πολεμήσω κι όπου με βγάλει» είπε στη «δημοκρατία» ο Γιάννης Τριανταφύλλου.

πηγή:troktiko.eu

Αναπαραγωγή: Πέρα από την εργοστασιακή έρημο (αναδημοσίευση)



Αναδημοσιεύουμε ένα σημαντικό άρθρο για τη Στέγη,το χώρο, την κατοικία και τις Κοινωνικές σχέσεις που απορρέουν από τις κυρίαρχες πολιτικές γύρω από το θέμα του χώρου και τηα στέγασης.

Από εφημερίδα Δράση

Του Neil Gray*

Ζητήματα χώρου. 
Όπως ο Henri Lefebvre παρατήρησε κάποτε, έχουμε περάσει από την παραγωγή πραγμάτων στο χώρο, στην παραγωγή του ίδιου του χώρου. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60, ο Lefebvre υποστήριξε ότι η αστικοποίηση υποκαθιστούσε τη βιομηχανοποίηση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, και ότι η χωρική παραγωγή ήταν το προνομιακό πεδίο της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Έτσι, υποστήριξε: «...υπάρχει μια πολιτική του χώρου, γιατί ο χώρος είναι πολιτικός». Το θεμελιώδες ερώτημα που έθεσε ο Lefebvre στο βιβλίο «Η επιβίωση του καπιταλισμού» (1973) εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα: πώς ο καπιταλισμός επιβιώνει και συνεχίζει να παράγει νέους καπιταλιστικούς χώρους; Η απάντησή του: «...ο καπιταλισμός ήταν σε θέση να αμβλύνει (αν όχι να επιλύει) τις εσωτερικές αντιφάσεις του για έναν αιώνα, και ως εκ τούτου, για εκατό χρόνια από τη συγγραφή του ''Κεφαλαίου'', κατόρθωσε να επιτυγχάνει ''ανάπτυξη''. Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ποιο τίμημα, αλλά ξέρουμε με ποια μέσα: καταλαμβάνοντας χώρο, παράγοντας χώρο».

Πίσω από την «κριτική της καθημερινής ζωής» του Lefebvre είναι μια κριτική στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων εντός του καπιταλισμού και μια έντονη αντικαπιταλιστική απόρριψη της επιβολής των σχέσεων της αγοράς στον καθημερινό χώρο και στις αναπαραγωγικές σχέσεις. Δεν πρόκειται για ανορθολογικό φόβο «επένδυσης» σε αστικά περιβάλλοντα, αλλά για την κατανόησή της ως μια μορφή ιδιωτικοποίησης και περίφραξης που μειώνει την κοινωνική στέγαση και τον κοινωνικό χώρο, μέσω «μικτής ανάπτυξης»· αυξάνει τα ενοίκια και τις τιμές των κατοικιών· εκτοπίζει τους κατοίκους της εργατικής τάξης και θεσπίζει νέες μορφές αδιαφανούς δημόσιας-ιδιωτικής διακυβέρνησης. Η «ανάπλαση» είναι απλώς «ζαχαρωμένος» εξευγενισμός. Η παραγωγή του αστικού χώρου βασίζεται κυρίως στην ενοικίαση-απόσπαση, που σημαίνει ότι οποιεσδήποτε «βελτιώσεις» εύκολα αντισταθμίζονται από τον εξουθενωτικό μηχανισμό του ενοικίου (και της απόρροιάς του: του χρέους). Ο φαινομενικά αλλόκοτος, σχεδόν τυχαίος, εξευγενισμός των γειτονιών που η Ruth Glass περιέγραψε (εσφαλμένα) στα μέσα της δεκαετίας του '60, είναι πλέον ρητή παγκόσμια αστική στρατηγική· κεντρική κινητήρια δύναμη της αστικής οικονομικής επέκτασης. Μια βιαστική ματιά σε οποιοδήποτε αστικό κέντρο στη Βρετανία αποκαλύπτει την αισθητική φτώχεια και την ενσωματωμένη ανισότητα αυτού του «οράματος» - και το τίμημα του χρέους που πληρώνουμε γι 'αυτό.

Η ανταλλακτική αξία εκτοπίζει την αξία χρήσης στη νεοφιλελεύθερη πόλη (πόσο μάλλον τη μη ανταλλακτική "αξία" της αχρηστίας). Αν αυτό ήταν αλήθεια στον καιρό του Lefebvre, είναι περισσότερο από ποτέ εμφανής ως υλική πραγματικότητα που απαιτεί μια οργανωμένη αντίδραση σε όλη την ευρεία έκταση της αναπαραγωγής (όλων των διαδικασιών που απαιτούνται για την αναπαραγωγή μας ως ανθρώπινα όντα, περιλαμβανομένων υπηρεσιών όπως η στέγαση, η εκπαίδευση κ.λπ.). Ωστόσο, οι αγώνες στο πεδίο της αναπαραγωγής θεωρούνται ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, ως δευτερεύοντες σε σχέση με τους αγώνες στο χώρο εργασίας, και η «πολιτική του χώρου» μένει ακόμη να ληφθεί σοβαρά υπόψη.

Η ενοικίαση τα καταβροχθίζει όλα
Ο David Harvey έχει δείξει πως τα μεγάλης κλίμακας έργα αστικών υποδομών (π.χ., το Παρίσι της περιόδου Haussman, η σχεδιασμένη από τον Robert Moses μεταπολεμική προαστιοποίηση στις ΗΠΑ, η σύγχρονη Κίνα) παρέχουν μια ισχυρή «χωρική αποτύπωση» για τη βύθιση του πλεονάσματος κέρδους του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε περιόδους υπερσυσσώρευσης και ύφεσης. Για τον Harvey, η «μοναδική αρχή» πίσω από την αστική παραγωγή είναι το τεράστιο κέρδος των γαιοκτημόνων από τις αυξήσεις των τιμών της γης και την αύξηση των ενοικίων. Ο Harvey υποστηρίζει ότι η δύναμη των ιδιοκτητών της γης και των φυσικών πόρων έχει υποτιμηθεί πολύ ως λύση στο «πρόβλημα» του πλεονάσματος κεφαλαίου, και η ενοικίαση πρέπει να έρθει στο προσκήνιο της ανάλυσης αντί να αντιμετωπίζεται ως μια παράγωγη κατηγορία.

Το έργο του Michael Hudson για την «εισοδηματική οικονομία» κάνει ακριβώς αυτό. Ο Hudson δίνει έμφαση στην οικονομική πρόσοδο: «το κέρδος που αντλεί κάποιος απλώς από την ιδιοκτησία σε κάτι». Πρόκειται για μια «υπεραξία» που «κερδίζει στον ύπνο του». Η οικονομική πρόσοδος μπορεί να λάβει τη μορφή τελών αδειοδότησης, τόκων από αποταμιεύσεις, μερισμάτων από μετοχές, ή κεφαλαιακών κερδών από την πώληση ακινήτων ή γαιών, αλλά κατά κύριο λόγο προέρχεται από τη στέγαση και την ιδιοκτησία. Η χρηματιστηριακή αγορά, υποστηρίζει, είναι σε μεγάλο βαθμό κερδοσκοπική δραστηριότητα, καθώς οι εταιρείες κάνουν επιδρομή για τη γη ή άλλα περιουσιακά εισοδήματα. Όπως υπογραμμίζει ο Hudson: «η ακίνητη περιουσία παραμένει το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο της οικονομίας, και περαιτέρω ανάλυση καθιστά σαφές ότι η γη λογαριάζεται στο μεγαλύτερο μέρος των κερδών στην αποτίμηση της ακίνητης περιουσίας».

Τα εισοδήματα από ενοικίαση είναι ένα μη παραγωγικό «δωρεάν γεύμα» που έχει κλαπεί από την οικονομία στο σύνολό της, αναγκάζοντας ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των μισθών να δαπανάται για ενοικίαση στέγης και βασική κοινωνική διαβίωση, και στερώντας τα κοινωνικά παραγωγικά μέσα: «Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εσόδων δεν έχουν δαπανηθεί για την επέκταση των μέσων παραγωγής ή την αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Είναι ήδη επανεπενδυμένα στην αγορά ακινήτων και χρηματοοικονομικών εγγυήσεων - νομικά δικαιώματα και αξιώσεις πληρωμής που προέρχονται από την οικονομία στο σύνολό της». Εδώ βρίσκεται η συμβίωση χρηματικής οικονομίας, ιδιοκτησίας και μονοπωλίου. Η φούσκα των ακινήτων, και η χρηματοπιστωτική κρίση στην οποία καταβυθίζεται, είναι σε μεγάλο βαθμό ένα οικονομικό φαινόμενο που γεννήθηκε από αυτή τη μορφή κοινωνικής επιδρομής.

Όπως δείχνει πειστικά ο Hudson, το πλέγμα χρηματιστικοποίησης/αστικοποίησης έχει οδηγήσει αναπόφευκτα προς «το νέο δρόμο προς τη δουλοπαροικία». Όμως, η έκκλησή του για μια «καλή» (Φορντική-Κεϋνσιανή) παραγωγή συγκαλύπτει το γεγονός ότι συνολικά η παραγωγή υπό τις καπιταλιστικές σχέσεις είναι σύμφυτη με την εκμετάλλευση. Αντίθετα, η σύλληψη του Lefebvre για την εδαφική «αυτοδιαχείριση» (γενικευμένη αυτοδιεύθυνση) προτείνει μια ευρεία και συνεχή επίθεση κατά των καπιταλιστικών σχέσεων: «ανατρέποντας κυρίαρχους χώρους, τοποθετώντας την οικειοποίηση πάνω από την κατοχή, την αξίωση πάνω από τη διαταγή, και τη χρήση πάνω από την ανταλλαγή». Αλλά υπάρχουν λίγα εμπειρικά ίχνη της μορφής και του περιεχομένου της εδαφικής αυτοδιαχείρισης - θα πρέπει να στραφούμε προς την Ιταλία κατά τη δεκαετία του '70 για να δούμε το αστικό πεδίο να έρχεται στο προσκήνιο ως σαφής αρένα της πολιτικής οργάνωσης.

Νέα κοινωνικά ζητήματα
Ενώ ο αυτόνομος και μετα-αυτόνομος μαρξισμός συνδέεται συχνά με τον «εργάτη-μάζα» των εργοστασιακών αγώνων, ή το «κογκνιταριάτο» των αγώνων στους τομείς της επικοινωνίας, προτείνω εδώ ότι οι αγώνες στην αναπαραγωγική σφαίρα (το «κοινωνικό εργοστάσιο») στο πλαίσιο του αυτόνομου μαρξισμού από τις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του '70, ήταν εξαιρετικά προφητικοί για τη συνθήκη του «μετα-φορντισμού» (τουλάχιστον στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες). Ως εκ τούτου, παρέχουν συμπαγή υποδείγματα που μπορούν να προσανατολίσουν επωφελώς τους αγώνες του παρόντος.

Στο πλαίσιο των κινημάτων του «Εργαστηρίου Ιταλία», ο ρόλος των γυναικών ήταν υψίστης σημασίας. Οι Mariarosa Dalla Costa και Selma James (1972) διάνοιξαν νέα εδάφη αγώνα, αναγνωρίζοντας ότι οι γυναίκες καθημερινά παράγουν και αναπαράγουν το εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, όταν εξετάζονταν οι γυναικείες οικιακές εργασίες, «η εργασία τους φαινόταν να είναι μια προσωπική υπηρεσία εκτός κεφαλαίου». Η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των γυναικών παρέμενε «κρυμμένη», διότι μόνο το προϊόν της αναπαραγωγικής εργασίας -ο άνδρας εργάτης- ήταν ορατό στη μισθωτή σχέση. Η γυναίκα παρέμενε εγκλωβισμένη εντός των προ-καπιταλιστικών συνθηκών εργασίας: «γεννώντας, μεγαλώνοντας, πειθαρχώντας και συντηρώντας τον εργάτη για την παραγωγή». Η αναπαραγωγή είναι παραγωγή αξίας, ισχυρίστηκαν, αλλά εμφανίζεται διαφορετικά.

Αυτή η κατανόηση του έμφυλου καταμερισμού της εργασίας μέσω του μισθού, οδήγησε το ιταλικό φεμινιστικό κίνημα σε σύγκρουση με το ορθόδοξο εργατικό κίνημα. Όταν οι φεμινίστριες έθεσαν το ζήτημα της οικιακής εργασίας, τα συνδικάτα αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ότι ως οργανώσεις ασχολήθηκαν «(α) μόνο με το εργοστάσιο· (β) μόνο με τη μετρημένη και «έμμισθη» ημέρα εργασίας·(γ) μόνο με το μέρος των μισθών που δίδεται σε εμάς και όχι με το μέρος των μισθών που παίρνεται πίσω, όπως είναι ο πληθωρισμός». Ωστόσο, με την αναπαραγωγή να νοείται ως «η άλλη, κρυμμένη, πηγή της υπερεργασίας», η αναπαραγωγική εργασία μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως μέρος του ευρύτερου «κοινωνικού εργοστασίου», «όπου το κόστος και ο χαρακτήρας των μεταφορών, της στέγασης, της εκπαίδευσης, της αστυνομίας, είναι όλα σημεία του αγώνα». Οι αγώνες στους τομείς της αναπαραγωγής απέκτησαν, έτσι, θεωρητικούς λόγους ισχύος: με το σπίτι αναδιαρθρωμένο ως το κέντρο της κοινωνικής ανατροπής, νέες αυτόνομες προοπτικές για οργάνωση διανοίχτηκαν.

Η αυτόνομη ομάδα Lotta Continua υποστήριξε ότι τα κέρδη των εργαζομένων στο επίπεδο της παραγωγής αντισταθμίζονταν από τον πληθωρισμό και την κερδοσκοπία στο επίπεδο της κατανάλωσης. Έτσι, ο αγώνας πήγε πέρα από τους τοίχους του εργοστασίου: νέες μορφές τακτικής και αυτο-οργάνωσης απαιτούνταν όπως απεργίες ενοικίου, καταλήψεις και μαζικές εγκαταστάσεις, όπως τεκμηριώνεται στην έκδοση της Lotta Continua «Αναλάβετε την πόλη – Κοινοτικοί αγώνες στην Ιταλία» (1973). Ο Bruno Ramirez, εν τω μεταξύ, επισήμανε πως η ταξική σύγκρουση είχε επεκταθεί άμεσα στο σύνολο της κοινωνικής κατανάλωσης, μέσω της πρακτικής της «αυτο-μείωσης»: «την άρνηση συμμόρφωσης με τις αυξήσεις των τιμών των βασικών υπηρεσιών». Η αυτο-μείωση σύντομα εξαπλώθηκε πέραν του ενοικίου και σε άλλους τομείς της κοινωνικής κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων μεταφορών, της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης, ως μέρος αυτού που ο Ραμίρεζ κατανοούσε ως «έναν αγώνα για την επανοικειοποίηση του κοινωνικού πλούτου που παράγει η εργατική τάξη αλλά δεν πληρώνεται από το κεφάλαιο».

Η άποψη της παραδοσιακής Αριστεράς ότι οι αγώνες στους τομείς της αναπαραγωγής είναι απλώς υποστηρικτικοί των αγώνων στους χώρους εργασίας ήταν, και είναι, λανθασμένη: ο αγώνας για τη μείωση του κόστους των οικογενειακών καταναλωτικών αναγκών είναι ζωτικής σημασίας για την υπεράσπιση των μισθών. Για τους Eddy Cherki και Michel Wieviorka (σχολιάζοντας τα κινήματα αυτομείωσης της δεκαετίας του 1970), κατά τη διάρκεια μιας περιόδου υπερπαραγωγής, η ανεργία ή η απειλή της ανεργίας γίνεται πιο δύσκολο να προκαλέσει απεργίες, άρνηση ρύθμισης των ρυθμών δουλειάς και αγώνα ενάντια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η διατήρηση των θέσεων εργασίας και η υπεράσπιση των μισθών γίνεται η κύρια ώθηση των αγώνων στους χώρους εργασίας (δείτε την οπισθοδρομική εκστρατεία για άνευ όρων «δικαίωμα στην εργασία» σήμερα). Αλλά η επίθεση μέσω μειώσεων των κοινωνικών παροχών και υψηλού πληθωρισμού (αυξήσεις στα τρόφιμα και στην ενέργεια, κλπ) στους μισθούς των εργαζομένων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία μόνο από τις δράσεις στο χώρο εργασίας. Για να προστατεύσουμε την απειλούμενη αγοραστική δυνατότητα χρειάζεται να αγωνιστούμε στον τομέα της κατανάλωσης.

Όπως υποστήριξε ο Sergio Bologna, ομάδες όπως η Lotta Continua, οργανώνοντας την «ανακατάληψη των κέντρων της πόλης», αντιδρούσαν στο «σχεδιασμό της πόλης ως χώρου παρέμβασης στην ταξική δυναμική». Οι τακτικές που περιγράφονται παραπάνω ήταν μια προσπάθεια για προχώρημα πέρα από το ανέμισμα της σημαίας για την «εργατική τάξη», προκειμένου να κατανοηθεί η μεταβαλλόμενη πραγματικότητα των κεφαλαιακών σχέσεων. Πράγματι, η σχέση μεταξύ κερδοσκοπίας, αστικοποίησης, εισοδηματικής οικονομίας και χρέους, που ο Bologna σημείωσε το 1977, είναι τώρα πιο σαφής από ποτέ. Ωστόσο, οι κατάλληλες για την αμφισβήτηση αυτού του σφετερισμού οργανωτικές μορφές δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί πλήρως ως έκφραση των κοινών συμφερόντων και της αισθητής κατάστασης των εργαζομένων και μη εργαζομένων.

Πέρα από την καπιταλιστική κυριαρχία
Το «δικαίωμα στην πόλη» συνήθως προτείνεται ως σύνθημα εργασίας και πολιτικό ιδεώδες για μια πολιτική για την πόλη, που πρέπει να έρθει. Ωστόσο, το «αναλάβετε την πόλη» προτείνει αντ' αυτού μια πολιτική η οποία τοποθετεί την απευθείας οικειοποίηση των κοινωνικών πόρων στον άμεσο ορίζοντα χωρίς να περιμένει την άδεια από ένα κράτος που θα απονείμει αυτό ως «δικαίωμα». Μιλώντας ειδικότερα για τον τόπο που ζω, την κατάληψη «Free Hetherington» στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, «η μακροβιότερη κατάληψη φοιτητών στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου», συνδυάζει την άμεση δημοκρατία και τις τακτικές άμεσης δράσης με παραδοσιακά αιτήματα για να διασφαλίσει ότι οι περικοπές από τη διοίκηση θα αποφευχθούν σε μεγάλο βαθμό. Αλλά ενώ, αφενός, η κατάληψη Free Hetherington λειτούργησε σε συμβολικό επίπεδο, από την άλλη πλευρά, επίσης, προχώρησε ακόμη περισσότερο: τοποθετήθηκε σε μια αυτο-ανακλαστική, στρατηγική θέση εντός της Πανεπιστημιούπολης, βασισμένη πάνω στην προηγούμενη οργάνωση της πανεπιστημιούπολης, προκάλεσε διαταραχή, και έθεσε στην αλυσίδα νέες κοινωνικές σχέσεις μέσω της σύστασής της ως κοινωνικού χώρου, όπως και ως οργανωτικού κόμβου.

Σε αντίθεση, το «κίνημα» Occupy Glasgow φαίνεται να λειτουργεί μέσω ενός είδους μηχανικού φορμαλισμού, δανειζόμενο τη γλώσσα της πλατείας Ταχρίρ και της Wall Street, αλλά παραλείποντας τον ειδικό ρόλο του στον τόπο της Γλασκόβης. Η βαρετή επανάληψη του συνθήματος «είμαστε το 99%» αγνοεί την απο-σύνθεση της αντίστασης που βασίζεται ακριβώς στην κατάτμηση της εργασίας· την κατά ειδίκευση διαίρεση της εργασίας (παραγωγική και αναπαραγωγική· έμφυλη και φυλετική)· την επιβολή σύνθετων ιεραρχιών μέσω διαχειριστικών γραφειοκρατιών· καθώς επίσης και την ηγεμονική νίκη του νεοφιλελευθερισμού ως ψευδο-συλλογικό πρόγραμμα. Πέρα από την «τυραννία της αμορφίας», ο στόχος είναι να βρεθούν και να αξιοποιηθούν νέες μορφές ανασύνθεσης, όπως αυτές που οδήγησαν από το ιταλικό φεμινιστικό κίνημα σε ευρύτερες μορφές εδαφικής κοινοτικής δράσης με βάση τις νέες αντιλήψεις της αναπαραγωγικής εργασίας και του «κοινωνικού εργοστασίου». Η ελπίδα μόνο δεν είναι επαρκής για ένα τέτοιο έργο: θα πρέπει να οικοδομηθούν στους αγώνες που απεικονίζουν τις σημερινές υλικές συνθήκες -όπως η στέγαση, το ενοίκιο και το χρέος- και όχι στις «νεφελώδεις περιοχές του πνεύματος».

Ενώ το Occupy Glasgow προτείνει μια εδαφική σύλληψη του χώρου, ο χώρος παραμένει πραγμοποιημένος στο συμβολικό επίπεδο. Ο καπιταλισμός δεν είναι ένα «πράγμα», και το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι μια πτυχή μόνο ενός ευρύτερου συνόλου εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων. Άνθρωποι όπως ο Harvey και ο Hudson έχουν δείξει πολύ καλά τη συμβίωση μεταξύ χρηματικής οικονομίας και αστικοποίησης: πέρα από πραγμοποιημένη αφαίρεση, η κεφαλαιακή σχέση αντικρίζεται άμεσα στο έδαφος της καθημερινής αναπαραγωγής. Μια σειρά σημαντικών αγώνων στους τομείς αναπαραγωγής έλαβαν χώρα πρόσφατα στη Γλασκώβη (καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, εκστρατείες εναντίον κατασκευής αυτοκινητόδρομων, συγκρούσεις για δημόσιους χώρους, μάχες γύρω από κοινοτικές και ψυχαγωγικές υπηρεσίες, τη στέγαση και την κοινωνική πρόνοια), όμως οι θεωρητικές επιπτώσεις από τις δραστηριότητες αυτές μένει ακόμη να διευκρινισθούν για περαιτέρω πράξη. Ωστόσο, με την αναπαραγωγή στο προσκήνιο ως βασική κατηγορία υπάρχει η δυνατότητα για μια ακόμη πιο εκτεταμένη χωρική αμφισβήτηση που αντιμετωπίζει άμεσα το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, και τοποθετεί την πολιτική και την πάλη στην καρδιά της καθημερινής ζωής.

Μετάφραση: Δ.Κ
* Ο Neil Gray είναι σκηνοθέτης, συγγραφέας και ερευνητής.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 14ο τεύχος του Shift Magazine

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Τζήμερος: Σωτηρία ξανά



Τον Ιούλιο του 2011 ένας νεόκοπος σωτήρας της χώρας, ο Τζήμερος, διαβλέποντας μέλλον δωσίλογου λαμπρόν εκμεταλλέυτηκε την ευκαιρία της πολιτικής χρεωκοπίας του εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και θέλησε να μπεί σφήνα και υποκατάστατο χρεωκοπημένων μνημονιακών κομμάτων και κομματιδίων σαν κάτι το νέο και δήθεν άφθαρτο. Φυσικά κατέφυγε στους συμμάχους του και πολιτικούς του μέντορες στην Ευρώπη αρχικά και βλέπουμε, στέλνοντας στην Μέρκελ την πιο κάτω επιστολή. Θέλοντας έτσι να εγγράψει υποθήκες για μια πολιτική αναρρίχηση στο μπλοκ των μνημονιακών δυνάμεων τις οποίες και ως τις εκλογές της 6ης Μάη κεραυνοβολούσε ως διεφθαρμένς και παληά υλικά. Αμέσωε μετά δε συμμάχησε με αυτές και διεκδικεί μερίδιο της εξουσίας.
Διαφημιστής, με πελάτες τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρίες οι οποίες ως γνωστόν οργίαζαν και οργιάζουν επί δεκαετίες στο χώρο της υγείας, στελέχωσε το κόμμα του Δημιουργία ξανά με όλα τα κοράκια της αγοράς, με κάθε ευρωλιγούρη γιάπη, δήθεν επιτυχημένους στο χώρο τους. Πολλοί από αυτούς είναι μέλη σωματείων και συλλόγων   στυλ ΙΟΕΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών), Σύλλογος ελλήνων φορολογουμένων, ΣΕΒ, ή μεγαλοστελέχη ιδιωτικών εταιριών. Από τον κατάλογο των υποψηφίων του στις εκλογές της 6ης Μάη μπορούμε να διακρίνουμε το όνομα του Αναστασίου Γιόβα, μέλους του Δ.Σ. του συλλόγου ελλήνων φορολογουμένων ο οποίος σύλλογος συνδέεται άμεσα με εργολάβο διακοπών ρεύματος (βλέπε εδώ).

Ιδού η δωσίλογη επιστολή του Τζήμερου προς την …εξοχοτάτη Μέρκελ!

Πρώτα, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

'Εξοχότατη,
αν ήμουν στη θέση σας θα έλεγα «να πάει στο διάολο αυτή η απαίσια χώρα». Εμείς, οι σκεπτόμενοι και αξιοπρεπείς Έλληνες σάς είμαστε ευγνώμονες που δεν έχετε πάρει (ακόμα) αυτή τη θέση και εξακολουθείτε να μας στηρίζετε. Αλλά για να μπορέσουμε να σας το ανταποδώσουμε και να ξεπληρώσουμε το χρέος που συσσώρευσαν η ανικανότητα και οι μίζες των πολιτικών μας, σας παρακαλούμε: υποχρεώστε τους σε ένα και μόνο πράγμα: να αλλάξουν το κράτος-τέρας που δημιούργησαν. Να καταργήσουν την μονιμότητα της κομματικής τους πελατείας που έχουν διορίσει με απίστευτους μισθούς και προνόμια (θα γνωρίζετε υποθέτω για το «επίδομα έγκαιρης προσέλευσης» που έπαιρνε όποιος απλώς πήγαινε στην ώρα του στη δουλειά του!). Να υποχρεωθούν να εφαρμόσουν κανόνες οικονομικής διαφάνειας στα ίδια τα κόμματα και σε κάθε συναλλαγή του Δημοσίου. Αν δεν τους υποχρεώσετε δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνουν μόνοι τους! Μην τους δώσετε ούτε ένα ευρώ παραπάνω, χωρίς αυτή την προϋπόθεση, θα σας το κλέψουν!'

Και ολόκληρη η επιστολή εδώ

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Χάρντ και Χόλογουεη: Δημιουργώντας κοινό πλούτο και διαρρηγνύοντας τον καπιταλισμό - Μια διασταυρούμενη ανάγνωση

Αναδημοσίευση από Εφημερίδα Δράση
(Μέρος Ι)

Στο πρώτο μέρος της αλληλογραφίας τους, ο John Holloway και ο Michael Hardt συζητούν κάποια κοινά θέματα που έχουν προκύψει από τα πιο πρόσφατα βιβλία τους, τα οποία άπτονται της οργάνωσης, της δημοκρατίας και των θεσμών.



Ιούλιος 2010
Αγαπητέ John,
Κάτι που μου αρέσει στο «Crack Capitalism»i, το οποίο είναι κοινό και στο «Change the World Without Taking Power»ii, είναι ότι η επιχειρηματολογία του ιχνηλατεί τη γενεαλογία της εξέγερσης. Με άλλα λόγια, ξεκινάς με την αγανάκτηση, την οργή, το θυμό που οι άνθρωποι αισθάνονται, αλλά δεν σταματάς εκεί. Η επιχειρηματολογία σου οδηγεί την εξέγερση τόσο προς τη δημιουργική πρακτική όσο και προς τη θεωρητική έρευνα.

Από τη μία πλευρά, αν και η άρνηση είναι ουσιώδης, ίσως ακόμη και πρωταρχική στην επιχειρηματολογία σου, ιδιαίτερα η ρήξη ή η έξοδος από τις καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, κάθε καταστροφική δύναμη πρέπει να συνοδεύεται από μια δημιουργική, κάθε προσπάθεια να γκρεμίσουμε τον κόσμο γύρω μας πρέπει να αποσκοπεί, επίσης, στη δημιουργία ενός νέου. Επιπλέον, αυτές οι δύο διαδικασίες, η καταστροφική και η εποικοδομητική, δεν μπορούν να διαχωριστούν, αλλά είναι εντελώς ενσωματωμένες ή συνυφασμένες μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος, όπως λες, που δεν έχει νόημα να αναβάλουμε τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας μέχρι την πλήρη κατάρρευση ή κατεδάφιση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αντίθετα πρέπει να αγωνιστούμε τώρα να δημιουργήσουμε μια νέα κοινωνία μέσα στο κέλυφος της παλαιάς ή, μάλλον, στις ρωγμές της, στα διάκενά της.

Από την άλλη πλευρά, καταδεικνύεις πως η εξέγερση πρέπει να οδηγήσει όχι μόνο σε πρακτική αλλά και σε θεωρητική καινοτομία. Παρότι το βιβλίο σου αρχίζει παρουσιάζοντας συναισθηματικές καταστάσεις και περιπτώσεις πρακτικών αντίστασης, η κεντρική επιχειρηματολογία περιλαμβάνει μια εννοιολογική διερεύνηση, πολύ σημαντική κατά τη γνώμη μου, σχετικά με το ρόλο και τις δυνατότητες των παραγωγικών ικανοτήτων μας στην καπιταλιστική κοινωνία. Δε θέλω να θέσω ένα διαχωρισμό εδώ μεταξύ πρακτικής και θεωρίας. Στην πραγματικότητα, η επιχειρηματολογία σου προϋποθέτει ότι είναι πλήρως ενσωματωμένες ή συνυφασμένες. Για να αλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει όχι μόνο να δράσουμε με διαφορετικό τρόπο, αλλά και να σκεφτούμε διαφορετικά, κάτι που απαιτεί να εργαστούμε πάνω στις έννοιες και μερικές φορές να επινοήσουμε νέες έννοιες.

Η κεντρική επιχειρηματολογία του βιβλίου, η οποία διακρίνει το πράττειν από την εργασία και προσδιορίζει την αφαίρεση ως πρωταρχική δύναμη της καπιταλιστικής κυριαρχίας, μου φαίνεται βαθιά μαρξιστική. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο να το λέω αυτό, επειδή αντιπαραθέτεις προσεκτικά την επιχειρηματολογία σου με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, τοποθετούμενος σε σχέση με τα γραπτά του ίδιου του Μαρξ, μερικές φορές διευκρινίζοντας τι όντως λέει και αποδεικνύοντας πως αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, και άλλες φορές προχωρώντας πέρα από τον Μαρξ. Παρόλο που η επιχειρηματολογία σου βρίσκεται πράγματι σε αντίθεση με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, διαβάζοντας τον Μαρξ ενάντια στο μαρξισμό και προχωρώντας πέρα από τον Μαρξ τοποθετείσαι στέρεα στο πλαίσιο (ή, ίσως καλύτερα, σε διάλογο) ενός ισχυρού ρεύματος αποκαλούμενου ετερόδοξη μαρξιστική παράδοση που έχει δραστηριοποιηθεί από το 1960. Αυτό είναι σαφώς εμφανές, για παράδειγμα, στο πλαίσιο του ισχυρισμού, κεντρικού στην επιχειρηματολογία σου σε αυτό το βιβλίο, ότι το πέρασμα προς την ελευθερία δεν έγκειται στην απελευθέρωση της εργασίας, όπως υποστήριξε η μαρξιστική ορθοδοξία και η σοβιετική ιδεολογία, αλλά στην απελευθέρωση από την εργασία. Βλέπω αυτό ως βασικό σύνθημα ή αρχή αυτής της ετερόδοξης παράδοσης.

Αυτό που προκύπτει για μένα είναι ότι ενώ τη δεκαετία του 1970 ο ορθόδοξος μαρξισμός ήταν όντως κυρίαρχος, ενισχυμένος από τους ιδεολόγους των διάφορων επίσημων κομμουνιστικών κομμάτων, σήμερα αυτή η γραμμή ερμηνείας είναι σχεδόν τελείως αναξιόπιστη. Αντίθετα, η μαρξιστική θεωρία σήμερα χαρακτηρίζεται κυρίως, κατά την άποψή μου, από αυτό που κάποτε ήταν η ετερόδοξη γραμμή, στης οποίας την ανάπτυξη συνέβαλες μαζί με τους συναδέλφους σου στη Διάσκεψη των Σοσιαλιστών Οικονομολόγων και σε συνεργασία με παρόμοιες τάσεις στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Αυτό είναι καλό και κάνει τη μαρξιστική θεωρία σήμερα περισσότερο ενδιαφέρουσα και επίκαιρη.

Δε θέλω με αυτό να σε χαλιναγωγήσω εντός του μαρξισμού. Όπως και εσένα, λίγο με νοιάζει για το αν το έργο μου αποκαλείται μαρξιστικό ή όχι. Συχνά βρίσκω ότι μαρξιστές με κατηγορούν ότι δεν είμαι αρκετά μαρξιστής και μη-μαρξιστές ότι είμαι πάρα πολύ μαρξιστής. Τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία για μένα. Αυτό που είναι σημαντικό, όμως, είναι το πόσο χρήσιμο βρίσκω το διάβασμα του έργου του Μαρξ και πόσο χρήσιμο είναι επίσης για σένα σε αυτό το βιβλίο.

Μια βαθιά και σημαντική αντήχηση της επιχειρηματολογίας σου σε αυτό το βιβλίο, που είναι κοινή με τα γραπτά του Μαρξ, βρίσκεται στην αναγνώριση της εργασίας (ή της ανθρώπινης παραγωγικής ικανότητας) ως τόπο τόσο της εκμετάλλευσής μας όσο και της δύναμής μας. Ορίζεις αυτή τη δυαδικότητα διακρίνοντας την εργασία (την οποία προσδιορίζεις ως παραγωγή σε ένα καθεστώς καπιταλιστικής αφαίρεσης) από το πράττειν (το οποίο μου φαίνεται παρόμοιο με την έννοια του Μαρξ «ζωντανή εργασία»). Από τη μία πλευρά, το κεφάλαιο χρειάζεται τις παραγωγικές ικανότητές μας και δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να αναπαραχθεί χωρίς αυτές. Το κεφάλαιο, με άλλα λόγια, δεν μας καταπιέζει ή κυριαρχεί πάνω μας μόνο, αλλά μας εκμεταλλεύεται, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει συνεχώς να προσπαθεί να εξημερώνει και να διοικεί τις παραγωγικές δυνάμεις μας μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο του κοινωνικού συστήματός του. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία σου, αυτό επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο μέσω των διαδικασιών της αφαίρεσης. Από την άλλη πλευρά, οι παραγωγικές ικανότητές μας πάντα υπερβαίνουν το κεφάλαιο και είναι δυνητικά αυτόνομες από αυτό. Αυτή η ασυμμετρία είναι ζωτικής σημασίας: ενώ το κεφάλαιο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την εργασία μας, οι παραγωγικές ικανότητές μας μπορούν δυνητικά να υπάρχουν και να ευδοκιμούν χωρίς την καπιταλιστική οργάνωση. Πράγματι, όπως καταδεικνύεις, υπάρχουν πάντοτε αναρίθμητα παραδείγματα της παραγωγικής αυτονομίας μας μέσα στις ρωγμές ή τα διάκενα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά, αλλά δεν αρκούν. Το σχέδιό σου είναι η δημιουργία εναλλακτικών κοινωνικών δικτύων αυτόνομης παραγωγικής συνεργασίας που μπορούν, όπως είπα και προηγουμένως, να οικοδομήσουν μια κοινωνία της ελευθερίας μέσα από την καπιταλιστική κοινωνία.

Όπως διάβασα το «Crack Capitalism», μου φάνηκε ότι, ενώ το «Change the World» υιοθέτησε και επέκτεινε το σχέδιο για την κατάργηση του κράτους, ακόμη και την κατάργησή του στο μυαλό και τις πρακτικές μας, αυτό το βιβλίο λειτουργεί μέσω του σχεδίου της άρνησης της εργασίας – με την αντίληψη ότι κάθε εξέγερση ενάντια στο καπιταλιστικό καθεστώς εργασίας είναι επίσης, κατ' ανάγκη, ανάπτυξη των δικών μας αυτόνομων δυνατοτήτων του πράττειν, ότι η καταστροφή της κοινωνίας της εργασίας συνοδεύεται από τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας που βασίζεται σε μια διαφορετική αντίληψη της παραγωγής και της παραγωγικότητας.

Αυτό με οδηγεί σε μια πρώτη, αρχική ερώτηση. Γνωρίζουμε ότι το καπιταλιστικό καθεστώς εργασίας έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης και συνεργασίας, τα οποία λειτουργούν μέσω της πειθαρχίας και του ελέγχου. Τα αναλύεις αυτά κατά κύριο λόγο μέσα από το πρίσμα της αφαίρεσης. Τα δεσπόζοντα εργατικά κινήματα, κυρίως τα βιομηχανικά συνδικάτα, έχουν επίσης αναπτύξει μορφές οργάνωσης και πειθαρχίας σε ένα είδος αντίπαλου δέους, αλλά, σύμφωνα με την ανάλυσή σου, κι αυτά, όπως και το καπιταλιστικό καθεστώς, είναι αφιερωμένα στην οργάνωση της αφηρημένης εργασίας. Νομίζω ότι καταλαβαίνω αυτή την κριτική και συμφωνώ με αυτή σε μεγάλο βαθμό, με την αίρεση, όπως λες, επικαλούμενος το εξαιρετικό βιβλίο του Karl Heinz Roth που εκδόθηκε το 1970, ότι πάντοτε υπάρχει επίσης ένα «άλλο» εργατικό κίνημα. Το ερώτημά μου, λοιπόν, είναι πώς μπορεί οι αυτόνομες παραγωγικές πρακτικές μας, το πράττειν μας, να οργανωθούν και να διατηρηθούν ως εναλλακτικές κοινωνικές μορφές; Νομίζω ότι θα συμφωνείς πως τα σχήματα συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των πρακτικών του πράττειν μας δεν είναι αυθόρμητα, αλλά πρέπει να οργανωθούν. Θα ήθελα να προσθέσω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε θεσμούς κοινωνικής συνεργασίας, και θα μπορούσες να συμφωνήσεις με αυτό επίσης, εφόσον εξηγώ ότι με τον όρο θεσμούς εδώ δεν εννοώ μια γραφειοκρατική δομή, αλλά μάλλον, όπως οι ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο, μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια, που δομεί τις κοινωνικές σχέσεις. Τι θεσμούς έχουμε ήδη που εκπληρώνουν αυτόν το ρόλο και τι μπορούμε να αναπτύξουμε; Και, πιο συγκεκριμένα, ποια σχέση μπορεί να έχει αυτό με τις συνδικαλιστικές παραδόσεις; Το ζήτημα εδώ, φυσικά, δεν είναι να απορρίψουμε πλήρως τις παραδοσιακές οργανώσεις των εργατικών κινημάτων, αλλά, από ορισμένες απόψεις, να τις επεκτείνουμε και να τις μετασχηματίσουμε. Εδώ θα ήθελα να διερευνήσω τις καινοτομίες στη σύγχρονη οργάνωση της εργασίας που δείχνουν προς την κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας σου. Μπορούμε να φανταστούμε στη θέση ενός παραδοσιακού εργατικού κινήματος μια ένωση ή συνδικάτο των πραττόντων ή, καλύτερα, έναν κοινωνικό θεσμό του πράττειν; Ποιοι θα ήταν οι μηχανισμοί της κοινωνικής συνεργασίας και οι δομές της οργάνωσης; Δεν είμαι σίγουρος ότι έχεις τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, και δεν υποκρίνομαι, αλλά νομίζω ότι έχεις μερικούς τρόπους σκέψης για το πώς μπορούμε να αναπτύξουμε τις δομές και τους θεσμούς της κοινωνίας του πράττειν και αυτό είναι που θα ήθελα καταρχάς να κατευθύνει το διάλογό μας.
Ευχές,
Michael

*****

Δεκέμβριος 2010
Αγαπητέ Michael,
Σε ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σου και για τη χροιά τους που μου φαίνεται σωστή: ισχυρή αίσθηση των κοινών ανησυχιών και κατευθύνσεών μας και επιθυμία να προχωρήσουμε μπροστά μέσω της εξερεύνησης των διαφορών μας. Αυτό αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό αυτό που ένιωσα καθώς διάβαζα το «Commonwealth»iii: μια αίσθηση πολύ στενής εγγύτητας των ανησυχιών σου με τις δικές μου, ένα συναίσθημα ότι περπατάμε χέρι-χέρι, μερικές φορές πολύ κοντά, μερικές φορές τραβώντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις, παράγοντας μια ακολουθία τρανταγμάτων θαυμασμού, ενθουσιασμού και αγανάκτησης.

Το ερώτημα που θέτεις στο τέλος της επιστολής σου είναι πολύ σωστό γιατί πέφτει κατευθείαν πάνω σε μία από τις κυριότερες ανησυχίες μου κατά την ανάγνωση του «Commonwealth»: το θέμα των θεσμών, το οποίο εσύ και ο Toni τονίζετε πολύ και το οποίο αναπτύσσεις ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος του βιβλίου.

Η έγνοια όλων μας, νομίζω, είναι η ίδια, αλλά η απάντηση που δίνουμε είναι μάλλον διαφορετική. Η ανησυχία που μοιραζόμαστε είναι: πώς μπορούμε να προχωρήσουμε μετά τις εκρήξεις της οργής; Το Αργεντινάσο πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, όταν οι άνθρωποι στους δρόμους της Αργεντινής ανέτρεψαν τον έναν μετά τον άλλον πρόεδρο, με την ηχηρή κραυγή του «que se vayan todos» («να φύγουν όλοι»)· το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης και οι μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στις συνόδους κορυφής στο Σιάτλ, το Κανκούν, τη Γένοβα, το Γκλένιγκλς, το Ροστόκ και αλλού· οι εκρήξεις οργής κατά τον τελευταίο χρόνο σε Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, και τώρα που γράφω, στην Τυνησία, την Αίγυπτο, την Αλγερία. Σπουδαία. Επευφημούμε, χοροπηδάμε με ενθουσιασμό. Αλλά έπειτα τι; Πώς συνεχίζουμε; Και οι δύο συμφωνούμε ότι η οργή δεν επαρκεί, ότι πρέπει να υπάρξει μια θετική στιγμή. Και οι δύο συμφωνούμε ότι η απάντηση δεν είναι να οικοδομήσουμε το κόμμα και να κερδίσουμε τις επόμενες εκλογές ή να πάρουμε τον έλεγχο του κράτους. Αλλά, αν όχι αυτό, τότε τι; Η απάντηση που δίνεις είναι «Θεσμοποίηση. Δημιουργία θεσμικών οργάνων που θα δώσουν διάρκεια στα επιτεύγματα του κύματος της εξέγερσης». Και θέλω να πω «όχι, όχι, όχι, δεν είναι αυτός ο σωστός δρόμος, αυτό είναι μια επικίνδυνη πρόταση».

Δεν θέλω, βεβαίως, να παρωδήσω αυτό που λες, γιατί υπάρχει μεγάλη φροντίδα και οξύνοια στην επιχειρηματολογία σου. Στην επιστολή σου λες: «Θα ήθελα να προσθέσω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε θεσμούς κοινωνικής συνεργασίας, και θα μπορούσες να συμφωνήσεις με αυτό επίσης, εφόσον εξηγώ ότι με τον όρο θεσμούς εδώ δεν εννοώ μια γραφειοκρατική δομή, αλλά μάλλον, όπως οι ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο, μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια, που δομεί τις κοινωνικές σχέσεις». Αλλά όχι, δεν συμφωνώ με αυτό, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ευρεία αντίληψή σου για τους θεσμούς.

Γιατί δεν συμφωνώ; Πρώτον, επειδή αν και υποστηρίζεις μια ευρεία κατανόηση της θεσμοποίησης, ανοίγεις μια πόρτα ώστε η διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών να γίνει ασαφής. Η επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική ολισθαίνει εύκολα σε μια γραφειοκρατική δομή και, εκτός εάν δημιουργήσεις μια πολύ σαφή διάκριση μεταξύ των δύο (με τη χρήση διαφορετικών λέξεων, για παράδειγμα), υπάρχει ο κίνδυνος να νομιμοποιήσεις αυτή την ολίσθηση. Στο βιβλίο, η διάκριση είναι σαφής κάποιες φορές, αλλά κάποιες άλλες φαίνεται να εξατμίζεται, όπως στην πρόταση, στη σελίδα 380, που προκαλεί έκπληξη και αμηχανία, ότι ο ΟΗΕ θα μπορούσε να παρέχει ένα παγκόσμιο εγγυημένο εισόδημα (ο νους παγώνει). Η θεσμοποίηση οδηγεί εύκολα σε κρατοκεντρικές πολιτικές - πώς αλλιώς θα μπορούσες ακόμη και να φανταστείς την επίτευξη μιας τέτοιας εγγύησης του ΟΗΕ;

Δεύτερον, διαφωνώ διότι θεσμοποίηση σημαίνει πάντα να προβάλλεις το παρόν στο μέλλον. Ακόμη και με την πλαδαρή έννοια μιας επαναλαμβανόμενης κοινωνικής πρακτικής, δημιουργεί την προσδοκία πως οι νέοι θα πρέπει να συμπεριφέρονται όπως οι γονείς τους (ή τα μεγαλύτερα αδέλφια τους). Αλλά όχι, δεν θα έπρεπε. «Αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος, πρέπει να κάνετε αυτό» είπαν οι βετεράνοι του 1968 στους φοιτητές, στη μεγάλη απεργία της UNAM το 2000, αλλά ευτυχώς (ή όχι) οι φοιτητές δεν έδωσαν καμία προσοχή. Η θεσμοποίηση είναι πάντα μια καθαγίαση της παράδοσης, έτσι δεν είναι; Και αυτό που έγραφε ο Toni χρόνια πριν ότι η παράδοση είναι εχθρός της ταξικής πάλης; Δεν θυμάμαι ακριβώς πού, αλλά θυμάμαι ότι η σκέψη αυτή ήταν θαυμάσια.

Τρίτον, η θεσμοποίηση δεν λειτουργεί, ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που υπάρχει πρόθεση να λειτουργήσει. Υπάρχει μια ροή αγώνα, μια κοινωνική ροή εξέγερσης (όπως ο φίλος μου Sergio Tischler το τοποθετεί) που δεν μπορεί να ελεγχθεί και που επανειλημμένα σαρώνει θεσμούς που έχουν επινοηθεί για να τη διοχετεύσουν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η αίσθησή μου είναι ότι δίνεις πολύ μεγάλο βάρος στους θεσμούς, στην αντίληψή σου για την κοινωνία. Μπορεί η αγάπη να θεσμοποιηθεί; Συμφωνώ απόλυτα με την τολμηρή αντίληψή σου για την επαναστατική δύναμη της αγάπης, αλλά τότε πρέπει να αναρωτηθείς, μπορεί η αγάπη να θεσμοποιηθεί; Σίγουρα όχι. Ακόμη κι αν λέμε ότι δεν μιλάμε για μια σύμβαση γάμου, αλλά απλώς για «μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια», η εμπειρία όλων μας πιθανώς είναι ότι η αγάπη συνεχώς συγκρούεται με τη συνήθεια. Η αγάπη μπορεί να επιβιώσει στο πλαίσιο της επαναλαμβανόμενης κοινωνικής πρακτικής, αλλά μόνο αν κινείται συνεχώς εντός-ενάντια-και-πέρα από αυτήν.

Σκεφτείτε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, τον κύριο θεσμό που έχει προκύψει από το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Δεν είμαι ιδιαίτερα αντίθετος με αυτό και νομίζω ότι μπορεί να προσφέρει ένα χρήσιμο και ευχάριστο χώρο συνάντησης, αλλά, σε αντίθεση με τις προθέσεις των περισσότερων συμμετεχόντων, τείνει να προωθήσει μια γραφειοκρατικοποίηση του κινήματος και σίγουρα δεν είναι το κλειδί για την επανάσταση.

Θεσμοποίηση (ευρεία ή στενή) σημαίνει προσπάθεια να τεθεί η ζωή πάνω σε σιδηροτροχιές ή σε λεωφόρους, ενώ εξέγερση είναι η συνεχής προσπάθεια για διάρρηξή τους, η ανακάλυψη νέων τρόπων να κάνουμε πράγματα. Η πρόταση για τη δημιουργία θεσμών, όπως το βλέπω εγώ, λέει ότι οι παλιοί δρόμοι για επανάσταση δεν λειτουργούν πλέον και πρέπει να δημιουργήσουμε νέους δρόμους για εκείνους που μας ακολουθούν, για να περπατήσουμε μαζί. Αλλά σίγουρα δεν είναι έτσι: η επανάσταση είναι πάντα μια διαδικασία δημιουργίας των δικών μας διαδρομών. Το «Se hace el camino al andar» («δημιουργούμε το δρόμο περπατώντας») αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επαναστατικής διαδικασίας. Βλέπω την ίδια την ιδέα της θεσμοποίησης ως μια πτυχή της οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας ως αφηρημένη εργασία, ακριβώς ό,τι αντιπαλεύουμε.

«Πάρα πολύ εύκολο», μπορείς να πεις και ασφαλώς θα είχες δίκιο. Δεν χρειάζεται κάποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης; Βεβαίως, αλλά οι δικές μας μορφές οργάνωσης, οι μορφές οργάνωσης που δείχνουν προς μια διαφορετική κοινωνία, δεν μπορεί να θεωρούνται σταθερές. Έχουμε ιδέες και αρχές και εμπειρίες και κατευθύνσεις που είναι περισσότερο ή λιγότερο κοινές στα κινήματα ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά δεδομένου ότι εμείς οι ίδιοι, οι πρακτικές και οι ιδέες μας είναι τόσο σημαδεμένες από την κοινωνία ενάντια στην οποία αγωνιζόμαστε, οι μορφές οργάνωσης δεν μπορεί παρά να είναι πειραματικές, μια διαδικασία κίνησης μέσω δοκιμών και λαθών και αναστοχασμού.

Αλλά δεν χρειάζεται μια συνάντηση των ρωγμών; Ναι, και νομίζω ότι αυτό είναι ένα θέμα που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς στο βιβλίο μου. Θα ήθελα να αναπτύξω περαιτέρω σε κάποιο σημείο το θέμα της συμβολής των ρωγμών, τόσο όσον αφορά το οραματικό φώτισμα των πυρκαγιών όσο και την πρακτική οργάνωση της συνεργασίας. Αλλά δύο πράγματα. Πιστεύω ότι ο θεσμικός τρόπος σκέψης είναι πιθανώς ένα εμπόδιο για να δούμε την πρακτική και τις δυνατότητες αυτής της συμβολής. Και δεύτερον, είναι σημαντικό να σκεφτούμε τη συμβολή ως μια διαρκώς πειραματική κίνηση από το συγκεκριμένο, όχι μια χαρτογράφηση του μέλλοντος που κινείται από την ολότητα, όπως νομίζω ότι είναι η τάση στο βιβλίο σου. Είμαστε στις ρωγμές και ωθούμε από εκεί. Το πρόβλημά μας είναι να διαρρήξουμε και να κινηθούμε παραπέρα, όχι να ανεγείρουμε ένα εναλλακτικό σύστημα διακυβέρνησης. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να ακολουθούμε τις πρακτικές των υπαρχόντων κινημάτων, κριτικάροντάς τα και βλέποντας πώς η συμβολή επιτυγχάνεται ή όχι, αλλά δεν μπορούμε να θεσπίσουμε ένα μοντέλο για το μέλλον.

Η αξιοπρέπεια είναι ένας γρήγορος χορός, δείχνω στο βιβλίο. Αλλά η αμφιβολία που προκύπτει είναι ότι ίσως δεν είμαστε σε θέση για τέτοια ευκινησία. Ίσως είμαστε ικανοί μόνο για να κινούμαστε πιο αργά. Ίσως χρειαζόμαστε θεσμούς σαν πατερίτσες, έτσι ώστε να μπορούμε να στερεώνουμε κάθε βήμα που κάνουμε. Πιθανόν να είναι έτσι, αλλά ακόμη και τότε η μάθηση του περπατήματος είναι το πέταμα της πατερίτσας. Προδίδουμε τους εαυτούς μας αν δεν συνδέσουμε την ανατροπή με τη θεσμοποίηση. Αν πρέπει να θεσμοποιήσουμε, τότε θα πρέπει να ανατρέψουμε τους δικούς μας θεσμούς ταυτόχρονα. Αυτό είναι παρόμοιο με το ζήτημα της ταυτοποίησης. Στο «Change the World» δέχομαι ότι μπορεί μερικές φορές να είναι σημαντικό να επιβεβαιώσουμε την ταυτότητά μας, αλλά μόνο αν την ανατρέψουμε ή προχωρήσουμε πέρα από αυτήν ταυτόχρονα, και αυτό που εσύ και ο Toni λέτε στη δική σας συζήτηση περί ταυτότητας είναι παρόμοιο. Θεσμοποιώ-και-ανατρέπω, λοιπόν, είναι μια διατύπωση που θα έβρισκα πιο ελκυστική, αλλά και πάλι δεν μου αρέσει. Η θεσμοθέτηση μπορεί να είναι αναπόφευκτη μερικές φορές, αλλά στην ένταση μεταξύ θεσμοθέτησης και ανατροπής έχουμε ήδη λάβει θέση. Η σκέψη είναι ανατροπή. Σκέφτομαι σημαίνει προχωράω παραπέρα, όπως λέει ο Ernst Bloch - τον οποίο αναφέρεις πολλές φορές στο βιβλίο, αλλά ο Toni αλλού χαρακτηρίζει, ασυγχώρητα, ως αστικό φιλόσοφο (Antonio Negri, «Time for Revolution», 2003, σ.. 109).

Η δημοσίευση, φυσικά, είναι μια μορφή θεσμοποίησης και συμμετέχω ενεργά σε αυτήν. Δημοσιεύοντας τα επιχειρήματά μου, τους δίνω στερεότητα. Αλλά ίσως αυτή η ανταλλαγή επιστολών αποτελεί μια προσπάθεια των δυο μας να ανατρέψουμε αυτή τη θεσμικότητα: ο σκοπός δεν είναι να υπερασπιστούμε τις θέσεις που έχουμε λάβει, αλλά να προκαλέσουμε ο ένας τον άλλον για να προχωρήσουμε πέρα από όσα έχουμε ήδη γράψει.

Και στη συνέχεια, ένα αναπόφευκτο θέμα, αν μιλάμε για θεσμούς: τι μπορώ να πω για τον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου σου - «Κυβερνώντας την Επανάσταση»; Ένα τρομακτικό οξύμωρο; Μια σκληρή αυθάδης πρόκληση; Ή μήπως είναι μια σοβαρή πρόταση; Στο βαθμό που φαίνεται να είναι μια σοβαρή πρόταση, σίγουρα με προκαλεί και με τρομάζει. Αυτό που με αναστατώνει είναι ότι η φράση υποδηλώνει ένα διαχωρισμό μεταξύ διακυβέρνησης και επανάστασης, ενώ για μένα επανάσταση είναι η κατάργηση αυτού του διαχωρισμού. Το «κυβερνώντας την επανάσταση» αμέσως με κάνει να αναρωτηθώ ποιος, ποιος πρόκειται να την κυβερνήσει; Ακριβώς όπως η δήλωσή σου στη σελ. 377 ότι «οι άνθρωποι είναι εκπαιδεύσιμοι» με τρομάζει επίσης, για το ποιος πρόκειται να κάνει την εκπαίδευση; Ποιος θα κυβερνήσει την επανάσταση, ποιος θα εκπαιδεύσει τους ανθρώπους; Εάν λες ότι μιλάμε για αυτο-κυβέρνηση, τότε εντάξει, αλλά γιατί δεν μιλάμε τότε για τις οργανωτικές μορφές της αυτοδιάθεσης, κατανοώντας ότι αυτοδιάθεση σημαίνει μια διαδικασία αυτο-εκπαίδευσης, αυτο-μεταμόρφωσης; Αλλά αν αναδιατυπώσουμε το ζήτημα έτσι, τότε αμέσως πρέπει να πούμε ότι οι οργανωτικές μορφές της αυτοδιάθεσης είναι αυτο-καθορισμός και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεσμοποιηθεί.

Επίτρεψέ μου να ανοίξω ένα δεύτερο μέτωπο ανησυχίας. Δημοκρατία. Θέτεις στο κέντρο της συζήτησης για την επανάσταση την πάλη για τη δημοκρατία. Η κατάργηση του καπιταλισμού μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, κατά κάποιον τρόπο, και αυτό με μπερδεύει. Διατυπώνεις την επιχειρηματολογία στο κεφάλαιο 5.3 όσον αφορά ένα πρόγραμμα για τη σωτηρία του κεφαλαίου και στη συνέχεια λες ότι δεν είναι ότι έχεις εγκαταλείψει την ιδέα της επανάστασης, αλλά ότι επεξεργάζεσαι μια διαφορετική αντίληψη της μετάβασης. Δεν έχω ξεκαθαρίσει τι εννοείς με αυτή τη διαφορετική αντίληψη της μετάβασης. Ακούγεται σχεδόν σαν ένα πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων, ένα σχέδιο επίτευξης της αντι-καπιταλιστικής επανάστασης μέσω του αγώνα για μια δημοκρατία που ξέρουμε (αλλά δεν λέγεται ανοιχτά) ότι είναι ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό. Ο κίνδυνος είναι ότι όσο περισσότερο μιλάς για δημοκρατία και λιγότερο για τον καπιταλισμό, τόσο περισσότερο το συνολικό ζήτημα της επανάστασης ξεθωριάζει. Μου φαίνεται πολύ πιο απλό να ξεκινήσεις αντίστροφα, λέγοντας: ο καπιταλισμός είναι μια καταστροφή, πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτόν;

Η επιστολή αυτή είναι υπερβολικά μεγάλη. Υπαιτιότητά σου, φυσικά, λόγω της συγγραφής ενός τέτοιου διεγερτικού βιβλίου. Περιμένω τις απαντήσεις σου.
Τις καλύτερες ευχές μου,
John

---------------
1). John Holloway, Ρωγμές στον καπιταλισμό, μετάφραση Άννα Χόλογουεη, εκδόσεις Σαββάλας, 2011
2). John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, μετάφραση Άννα Χόλογουεη, εκδόσεις Σαββάλας, 2006
iiiMichael Hardt – Toni Negri, Commonwealth, Harvard Univercity Press, 2009

Ο John Holloway είναι καθηγητής στο Instituto de Ciencias Sociales y Humanidades του Benemerita Universidad Autonoma de Puebla στο Μεξικό.

Ο Michael Hardt είναι καθηγητής Λογοτεχνίας στο Duke University, στις ΗΠΑ, και έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των «Empire» και «Commonwealth», μαζί με τον Antonio Negri.

Μετάφραση: Κ.Χ.
Πηγή: Shift Magazine, τεύχος 14