Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Διαγραφή χρέους: μια αρχαία ιστορία (αναδημοσίευση)


Μέρος 1ο: Η μακρά παράδοση της ακύρωσης του χρέους στην Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, από την 3η έως την 1η χιλιετία π.Χ.
του Ερίκ Τουσέν*

Είναι καθοριστικής σημασίας να διαλύσουμε το παραπέτασμα καπνού της ιστορικής αφήγησης που κατασκευάζουν οι δανειστές και να αποκαταστήσουμε την ιστορική αλήθεια. Γενικευμένες διαγραφές χρεών έχουν συμβεί επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της ιστορίας.

Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Χαμουραμπί και οι διαγραφές χρέους
Ο Κώδικας του Χαμουραμπί βρίσκεται σήμερα στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Αλλά ο όρος “κώδικας” είναι μάλλον ακατάλληλος, αφού ο Χαμουραμπί μας κληροδότησε στην ουσία ένα σύνολο κανόνων και αποφάσεων που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των δημόσιων αρχών και των πολιτών. Η βασιλεία του Χαμουραμπί, «βασιλιά» της Βαβυλώνας (σημερινό Ιράκ), ξεκίνησε το 1792 π.Χ. και διήρκησε 42 χρόνια. Αυτό που δεν αναφέρουν όμως τα περισσότερα εγχειρίδια ιστορίας, είναι πως ο Χαμουραμπί, όπως και άλλοι κυβερνήτες των κρατών-πόλεων της Μεσοποταμίας, ανακήρυξε επανειλημμένα τη γενική διαγραφή των χρεών των πολιτών προς τις δημόσιες αρχές, τους ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους και τους αξιωματούχους τους. Ο αποκαλούμενος “Κώδικας του Χαμουραμπί” συντάχθηκε κατά πάσα πιθανότητα το 1762 π.Χ. Ο επίλογος του διακηρύσσει πως “ο ισχυρός δεν μπορεί να καταπιέζει τον αδύναμο, η δικαιοσύνη πρέπει να προστατεύει την χήρα και το ορφανό… έτσι ώστε να αποδίδεται δικαιοσύνη στους καταπιεσμένους”. Χάρη στην αποκρυπτογράφηση πολλών εγγράφων σε σφηνοειδή γραφή, οι ιστορικοί ανακάλυψαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις για τέσσερις γενικές διαγραφές χρέους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χαμουραμπί (το 1792, 1780, 1771 και 1762 π.Χ.).

Στην εποχή της βασιλείας του Χαμουραμπί, η οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή διαρθρωνόταν γύρω από τον ναό και το παλάτι, που συναποτελούσαν τον κρατικό μηχανισμό, ό,τι αντιστοιχεί στις σημερινές δημόσιες αρχές. Αυτοί οι δύο άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους θεσμοί εξασφάλιζαν στέγη και τροφή σε όσους εργάζονταν εκεί. Έτσι λοιπόν οι τεχνίτες, οι εργάτες όπως και οι γραφείς δικαιούνταν μερίδες φαγητού που αντιστοιχούσαν σε δύο γεύματα ημερησίως.
Οι αξιωματούχοι και οι εργαζόμενοι του παλατιού τρέφονταν χάρη στη δραστηριότητα του αγροτικού πληθυσμού στον οποίο οι δημόσιες αρχές χορηγούσαν (νοίκιαζαν) γη, αγροτικά εργαλεία, νερό για άρδευση, ζώα οικόσιτα και ζώα έλξης. Οι αγρότες παρήγαγαν κυρίως κριθάρι (τα βασικά σιτηρά), λάδι, φρούτα και λαχανικά. Μετά τη συγκομιδή όφειλαν να καταβάλουν ένα μέρος της σοδειάς στο κράτος αντί ενοικίου. Σε περιστάσεις κακής σοδειάς, συσσώρευαν χρέη. Εκτός της εργασίας στη γη του παλατιού και του ναού, οι αγρότες ήταν ιδιοκτήτες: είχαν δική τους κατοικία, γη, οικόσιτα ζώα και αγροτικά εργαλεία. Μία άλλη πηγή χρεών ήταν τα ιδιωτικά δάνεια που χορηγούσαν στους αγρότες οι ανώτεροι υπάλληλοι και οι αξιωματούχοι επιδιώκοντας να πλουτίσουν και να οικειοποιηθούν τα αγαθά τους σε περίπτωση μη εξόφλησης των χρεών. Η αδυναμία αποπληρωμής του χρέους μπορούσε επίσης να οδηγήσει στην υποδούλωση των ίδιων των αγροτών αλλά και μελών της οικογένειάς τους. Μεριμνώντας για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, κατά κύριο λόγο μέσω της μη επιδείνωσης των συνθηκών ζωής των αγροτών, η εκάστοτε κυβέρνηση διέγραφε ανά διαστήματα όλα τα χρέη τους |1| και αποκαθιστούσε τα δικαιώματα τους.
Οι γενικές διαγραφές χρέους στη Μεσοποταμία εκτείνονται σε ένα διάστημα 1000 ετών.
Oι ανακηρύξεις γενικής διαγραφής χρεών δεν περιορίζονται χρονικά στη βασιλεία του Χαμουραμπί, αλλά και προηγούνται και έπονται αυτής. Τα ευρήματα αποδεικνύουν πως οι παλαιότερες σεισάχθειες χρονολογούνται το 2.400 π.Χ., άρα έξι αιώνες πριν τη βασιλεία του Χαμουραμπί, στην πόλη Λαγκάς (Σουμερία), ενώ οι νεότερες το 1.400 π.Χ. στην πόλη Νούζι. Οι ιστορικοί επιβεβαιώνουν με ακρίβεια συνολικά τριάντα γενικές διαγραφές χρέους στη Μεσοποταμία κατά την περίοδο ανάμεσα στο 2.400 και 1.400 π.Χ. Ο MichaelHudson |2| μάλιστα διαπιστώνει πως οι γενικές διαγραφές χρέους αποτελούσαν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών της Εποχής του Χαλκού στη Μεσοποταμία. Άλλωστε σε διαφορετικές γλώσσες της Μεσοποταμίας μπορούμε να εντοπίσουμε εκφράσεις που αναφέρονται σε αυτές τις ακυρώσεις, σχετικά με τη διαγραφή των πινακίδων και τον μηδενισμό των λογαριασμών: amargi στην πόλη Λάγκας (Σουμερία), nig-sisa στην Ουρ, andurarum στην Aσσυρία, misharum στη Βαβυλώνα, shudutu στη Νούζι.

Με την ευκαιρία τέτοιων ανακηρύξεων ακύρωσης χρέους τελούνταν μεγάλοι εορτασμοί, συχνά κατά την ετήσια γιορτή της άνοιξης. Επί της δυναστείας της οικογένειας του Χαμουραμπί καθιερώθηκε για πρώτη φορά η καταστροφή των πινακίδων όπου αναγράφονταν τα χρέη. Πράγματι, οι δημόσιες αρχές τηρούσαν αναλυτικούς λογαριασμούς των χρεών πάνω σε πινακίδες οι οποίες φυλάσσονταν μέσα στον ναό. Ο Χαμουραμπί πέθανε το 1749 π.Χ. μετά από 42 χρόνια βασιλείας. Ο διάδοχός του Samsuiluna, διέγραψε όλα τα χρέη προς το κράτος (τα δημόσια) και επέβαλε με διάταγμα την καταστροφή κάθε πινακίδας όπου αναγράφονταν χρέη εξαιρώντας μόνο όσες αφορούσαν εμπορικά χρέη.

Όταν ο Ammisaduqa, ο τελευταίος κυβερνήτης της δυναστείας των Χαμουραμπί, ανέβηκε στο θρόνο το 1646 π.Χ., προκήρυξε μία πολύ λεπτομερή γενική διαγραφή χρεών. Είναι προφανές πως πρόκειται για μία προσπάθεια να καλυφθούν ελλείψεις του συστήματος που εκμεταλλεύονταν οι δανειστές. Το εν λόγω διάταγμα διευκρινίζει πως όσοι επίσημοι δανειστές και συλλέκτες φόρων έχουν εκδιώξει αγρότες από τη γη τους, οφείλουν να τους αποζημιώσουν και να τους επιστρέψουν τα αγαθά τους, επί ποινή εκτέλεσης. Αν δηλαδή ένας πιστωτής είχε οικειοποιηθεί ένα αγαθό μέσω εξαναγκασμού, υποχρεούταν να το επιστρέψει ή/και να δώσει αποζημίωσηγια το σύνολο της αξίας του, υπό την απειλή θανατικής ποινής.

Σε συμφωνία με το διάταγμα, ακολούθησε η σύσταση επιτροπών με έργο την εξέταση όλων των συμβολαίων ακίνητης περιουσίας και στόχο τη διαλογή και ακύρωση όσων συμβολαίων υπόκεινται στην προκήρυξη της ακύρωσης χρέους και αναστήλωσης της προηγούμενης κατάστασης, του status quo ante. Η εφαρμογή αυτού του διατάγματος διευκολύνθηκε από το γεγονός πως στις περισσότερες περιπτώσεις οι αγρότες που είχαν εξαπατηθεί από τους δανειστές, εξακολουθούσαν να εργάζονται στις πρώην γαίες τους, ακόμα και αν αυτές αποτελούσαν πλέον ιδιοκτησία του δανειστή. Από εδώ και στο εξής οι δημόσιες αρχές, ακυρώνοντας τα συμβόλαια και επιβάλλοντας στους δανειστές την αποζημίωση των θυμάτων, αποκαθιστούσαν τα δικαιώματα των αγροτών. Λίγο παραπάνω από δύο αιώνες αργότερα, η κατάσταση θα επιδεινωνόταν ξανά.
Τα όρια των μέτρων για την ακύρωση χρεών
Κατά την Εποχή του Χαλκού στην περιοχή της Μεσοποταμίας ελευθερώνονταν όσοι είχαν υποδουλωθεί λόγω χρεών, δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τις υπόλοιπες κατηγορίες σκλάβων (κυρίως για τους αιχμάλωτους πολέμου). Τα διατάγματα για την ακύρωση του χρέους δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αποφάσεις με γνώμονα την κοινωνική χειραφέτηση, αλλά ως μέτρα με στόχο την επαναφορά μίας προηγούμενης τάξης πραγμάτων, η οποία όμως συμπεριλάμβανε πολλές άλλες μορφές κοινωνικής καταπίεσης. Παρ’ όλα αυτά, χωρίς να εξωραΐζεται η οργάνωση κοινωνιών που απέχουν τρεις με τέσσερις χιλιάδες χρόνια από την εποχή μας, αξίζει να τονιστεί πως οι ηγεμόνες επιδίωκαν τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, αποτρέποντας τη δημιουργία μεγάλων ιδιωτικών ιδιοκτησιών, λαμβάνοντας μέτρα έτσι ώστε οι αγρότες να έχουν άμεση πρόσβαση στη γη, περιορίζοντας την επίταση των ανισοτήτων, μεριμνώντας για την συντήρηση και την ανάπτυξη των συστημάτων άρδευσης. Ο Michael Hudson υπογραμμίζει άλλωστε πως “ο βασιλιάς” δεν είχε το δικαίωμα να αποφασίσει μόνος την κήρυξη του πολέμου αλλά το ζήτημα επανερχόταν στη γενική συνέλευση των πολιτών.

Φαίνεται πως σύμφωνα με την κοσμοθεωρία των κατοίκων της Μεσοποταμίας της Εποχής του Χαλκού, o κόσμος δε δημιουργήθηκε από κάποιον θεό. Αντιθέτως, ο Κυβερνήτης (ruler), αντιμέτωπος με το χάος, αναδιοργάνωσε τον κόσμο για να αποκαταστήσει την τάξη και τη δικαιοσύνη.

Μετά το 1400 π.Χ. δεν εντοπίζουμε πλέον καμία ακύρωση χρέους. Οι κοινωνικές ανισότητες εντάθηκαν και επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Οι γαίες έγιναν βορά της μεγάλης ιδιοκτησίας και η υποδούλωση λόγω χρεών εδραιώθηκε. Ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού μετανάστευσε Νοτιοδυτικά προς την Χαναάν, κάνοντας επιδρομές προς την Αίγυπτο και προκαλώντας τη διαμαρτυρία των Φαραώ. Οι αιώνες που ακολούθησαν, αποκαλούμενοι από τους ιστορικούς “Σκοτεινοί Χρόνοι” (Dark Ages) - λόγω του μικρού αριθμού των γραπτών πηγών - άφησαν πίσω τους παρ’ όλα αυτά τα ίχνη που αποδεικνύουν την ύπαρξη σφοδρών κοινωνικών αγώνων των χρεωμένων έναντι των δανειστών.

Η στήλη της Ροζέτας επιβεβαιώνει την παράδοση της ακύρωσης χρέους
Η στήλη της Ροζέτας που αρπάχθηκε από μέλη του ναπολεόντειου στρατού το 1799 κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αίγυπτο, αποκωδικοποιήθηκε το 1822 από τον Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν. Σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο. Το ίδιο κείμενο αναγράφεται στην πέτρα σε τρεις διαφορετικές γλώσσες: τα αρχαία αιγυπτιακά, τα λαϊκά αιγυπτιακά και την Κοινή, τα ελληνικά της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γεγονός που διευκόλυνε τη μετάφρασή του. Το περιεχόμενο της στήλης επιβεβαιώνει την παράδοση ακύρωσης χρεών, όπως είχε εγκαινιαστεί στην Αίγυπτο των Φαραώ ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., πριν την κατάκτησή της χώρας από τον Μεγάλο Αλέξανδρο τον 4ο αιώνα π.Χ. Το συγκεκριμένο κείμενο περιγράφει πως ο Φαραώ Πτολεμαίος ο 5ος διέγραψε το 196 π.Χ., τα χρέη προς τον θρόνο του λαού της Αιγύπτου αλλά και εκτός αυτής.

Ακόμα και αν η αιγυπτιακή κοινωνία της εποχής των Φαραώ υπήρξε πολύ διαφορετική από την κοινωνία της Μεσοποταμίας της Εποχής του Χαλκού, εντοπίζουμε ξανά το ίχνος μιας παράδοσης με προκηρύξεις αμνηστίας που προηγούνται των γενικών διαγραφών χρέους. Ο Ραμσής ο 4ος (1153-1146 π.Χ.) ανακήρυξε πως, όσοι είχαν δραπετεύσει από τη χώρα, μπορούσαν να επιστρέψουν. Ενώ όσοι είχαν φυλακιστεί ελευθερώθηκαν. Ο πατέρας του, ο Ραμσής ο 3ος (1884-1153 π.Χ.) είχε πράξει αναλόγως. Αξιοσημείωτο είναι πως κατά τη 2η χιλιετία στην Αίγυπτο, φαίνεται πως δεν υφίστατο υποδούλωση λόγω χρεών: οι σκλάβοι ήταν αποκλειστικά αιχμάλωτοι πολέμου. Οι ανακηρύξεις αμνηστίας του Ραμσή του 3ου και του 4ου αφορούσαν στην ουσία την ακύρωση των οφειλόμενων στον Φαραώ φόρων, την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, όπως και τη δυνατότητα επιστροφής στην πατρίδα όσων είχαν καταδικαστεί σε εξορία.

Από τον 8ο αιώνα π.Χ. και μετά συναντάμε στην Αίγυπτο προκηρύξεις ακύρωσης χρεών και απελευθέρωσης όσων υποδουλώθηκαν λόγω χρέους. Πρόκειται για την περίοδο της βασιλείας του φαραώ Bocchoris (717-11 π.Χ.), του οποίου το όνομα είχε εξελληνιστεί.

Βασικό κίνητρο του Φαραώ για την ακύρωση χρέους αποτελούσε η ανάγκη ενός αγροτικού πληθυσμού αφενός ετοιμοπόλεμου σε περίπτωση εκστρατείας και αφετέρου ικανού να παράγει προϊόντα επαρκή για τον επισιτισμό ολόκληρου του πληθυσμού. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε να μην εκδιώκονται οι αγρότες από τις γαίες τους εξαιτίας των δανειστών.

Σε ένα άλλο τμήμα της ευρύτερης περιοχής, διαπιστώνουμε πως οι Ασσύριοι αυτοκράτορες της 1ης χιλιετίας π.Χ. είχαν υιοθετήσει κι αυτοί μια παράδοση ακύρωσης των χρεών. Το ίδιο συνέβη και στην Ιερουσαλήμ, τον 5ο αιώνα π.Χ. Τεκμήριο αποτελεί η διαγραφή των χρεών των Εβραίων προς τους πλούσιους συμπατριώτες τους όπως την προκήρυξε ο Νεεμίας το 432 π.Χ., αναμφίβολα επηρεασμένος από την αρχαία παράδοση της Μεσοποταμίας. Την ίδια εποχή ολοκληρώνεται η σύνταξη της Τορά |3|. Η παράδοση των γενικευμένων ακυρώσεων χρέους θα αποτελέσει μέρος της εβραϊκής θρησκείας και των πρωτοχριστιανικών κειμένων μέσω του Δευτερονομίου που προκηρύσσει την υποχρέωση ακύρωσης των χρεών κάθε εφτά χρόνια και μέσω του Λευιτικού που την επιβάλλει σε κάθε ιωβηλαίο, δηλαδή κάθε πενήντα χρόνια.

Συμπέρασμα
Στις μέρες μας η αποπληρωμή του χρέους αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ταμπού. Παρουσιάζεται από τους αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων, τις κεντρικές τράπεζες, το ΔΝΤ και τον κυρίαρχο αστικό Τύπο ως αναπόφευκτη, αδιαπραγμάτευτη, υποχρεωτική. Οι πολίτες οφείλουν να υποκύψουν στην πληρωμή του χρέους. Η μοναδική δυνατότητα διαπραγμάτευσης αφορά μονάχα στην κατανομή των δεδομένων και απαραίτητων θυσιών που θα εξασφαλίσουν οικονομικά μέσα επαρκή για την ικανοποίηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει το χρεωμένο έθνος. Οι κυβερνήσεις που έχουν δανειστεί, εκλέχθηκαν δημοκρατικά, επομένως τα μέτρα που έχουν επιβάλει είναι θεμιτά και νόμιμα. 
Πρέπει να πληρώσουμε.
Είναι καθοριστικής σημασίας να διαλύσουμε το παραπέτασμα καπνού της ιστορικής αφήγησης που κατασκεύασαν οι δανειστές και να αποκαταστήσουμε την ιστορική αλήθεια. Γενικευμένες διαγραφές χρεών έχουν συμβεί επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Ανά εποχές, τα πλαίσια μέσα στα οποία συνέβησαν οι ακυρώσεις χρέους ποικίλλουν. Όσο αφορά τις περιπτώσεις που μόλις ανακαλέσαμε, οι διακηρύξεις γενικής διαγραφής χρέους αποτελούν πρωτοβουλία ηγεμόνων που μεριμνούσαν για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ακυρώσεις ήταν αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων που οξύνονταν από την κρίση και την αύξηση των ανισοτήτων. Αυτό ισχύει για την αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη. Και άλλες όμως διεργασίες αξίζει να λάβουμε υπόψη: η απόφαση χρεωμένων χωρών να ακυρώσουν το χρέος του με βάση μία μονομερή πράξη άσκησης κυριαρχίας, η ακύρωση χρέους που παραχωρούν οι νικητές στην ηττημένη ή/και σύμμαχο χώρα…Πάντως ένα μόνο είναι σίγουρο: σε ιστορικό επίπεδο, το χρέος αποτελεί κινητήρια δύναμη για πολλές κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές.
Σημειώσεις
|1| Οι ακυρώσεις αυτές δεν ίσχυαν για χρέη μεταξύ εμπόρων.
|2| Αυτό το άρθρο βασίζεται κυρίως στην ιστορική σύνθεση του Michael Hudson, Διδάκτορα Οικονομολογίας, όπως αυτή εκθέτεται σε πολλά ενδιαφέροντα άρθρα και βιβλία του: «Η Χαμένη Παράδοση των Βιβλικών Ακυρώσεων του Χρέους», 1993, «Η Αρχαιολογία του Χρήματος», 2004. Ο Michael Hudson είναι μέλος μιας διεπιστημονικής ομάδας (ISCANEE, Διεθνές Συνέδριο Υποτρόφων για τις αρχαίες κοινωνίες και οικονομίες της Εγγύς Ανατολής), στην οποία συμμετέχουν φιλόλογοι, αρχαιολόγοι, ιστορικοί, οικονομολόγοι που μελετούν τις κοινωνίες και οικονομίες της Εγγύς Ανατολής στηναρχαιότητα. Το έργο τους δημοσιεύεται από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ο Michael Hudson συντάσσει το έργο του ως επέκταση της έρευνας του Karl Polanyi, ενώ γράφει και αναλύσεις για τη σύγχρονη κρίση. Βλέπετε ειδικά «Ο Δρόμος για τον Αποπληθωρισμό του χρέους, την Υπερχρέωση και τον Νεοφιλελευθερισμό», Φεβρουάριος 2012.
Μεταξύ των έργων άλλων συγγραφέων οι οποίοι, μετά την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2007-2008, έγραψαν για τη μακρά παράδοση της διαγραφής του χρέους, συνάδει να διαβάσετε: David Graeber, «Χρέος: Τα πρώτα 5.000 Χρόνια», Melvillehouse, Νέα Υόρκη, 2011.
|3| Η Toρά (εβραϊκός θρησκευτικός νόμος, στα ελληνικά Πεντάτευχος) είναι η συλλογή κειμένων που αποτελούν τα πέντε πρώτα βιβλία της Βίβλου: Γένεσις, Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί και το Δευτερονόμιον. Δεν έχουν συνταχθεί με τη σειρά που τα γνωρίζουμε σήμερα.


*Ερίκ Τουσέν
Διδάκτωρ πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Λιέγης και στο ParisVIII, εκπρόσωπος του CADTMκαι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ATTACΓαλλίας. Συγγραφέας των βιβλίων Bancocracy ADEN, Bρυξέλλες, 2014, The Life and Crimes of an Exemplary Man Eκδόσεις Al Dante, Μασσαλία, 2013 ; Glance in the Rear View Mirror. Neoliberal Ideology From its Origins to the Present, Le Cerisier, Μονς , 2010. Συγγραφέας μαζί με τον Damien Millet του βιβλίου AAA, Audit, Annulation, Autrepolitique, Le Seuil, Paris, 2012 ; La dette ou la vie, Aden/CADTM,Βρυξέλλες , 2011, που απέσπασε το Βραβείο πολιτικού βιβλίου της Έκθεσης πολιτικού βιβλίουτης Λιέγης. Επιστημονικός συντονιστής των εργασιών της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους που συστάθηκε με πρωτοβουλία της Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων Ζ. Κωνσταντοπούλου, που λειτούργησε υπό την αιγίδα της Βουλής από τον Απρίλιο ως των Οκτώβριο του 2015.Μετά την ανακοίνωση της διάλυσής της από τον νέο Πρόεδρο της Βουλήςτον Οκτώβρη του 2015, η Επιτροπή συνέχισε το έργο της ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός και πλέων σαν σωματείο.


Mετάφραση: Ελένη Τσέκερη

Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ (αναδημοσίευση)

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΣΤΕΝΤΟΡΕΙΑ ΣΙΩΠΗ
Mε αφορμή το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» του Κεν Λόουτς
ένα κείμενο από τον Old Boy

Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας ξυλουργός κοντά εξήντα χρονών, που εργαζόταν και έβγαζε μόνος του τα προς το ζην, μέχρι που έπαθε καρδιακό επεισόδιο πάνω στις σκαλωσιές και κόντεψε να πεθάνει. Οι γιατροί τού έχουν απαγορεύσει να δουλεύει λόγω της καρδιάς του. Και τώρα που έχει αντικειμενικά την ανάγκη του κράτους για να συντηρηθεί, μέσω ενός επιδόματος ασθενείας, η υπάλληλος της ιδιωτικής εταιρίας που εξετάζει τα αιτήματα των υποψηφίων για να δει αν μπορούν να εργαστούν ή όχι -γιατί το κράτος έχει παραχωρήσει αυτόν τον τομέα σε ιδιώτες-, του φέρεται λες και την ενοχλεί το αίτημά του και στα κουτάκια που έχει η προδιατυπωμένη φόρμα που πρέπει να συμπληρώσει, τικάρει αν μπορεί να σηκώσει τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του.

Της εξηγεί ξανά και ξανά ότι το πρόβλημά του είναι στην καρδιά του, εκείνη συμπληρώνει τα άσχετα κουτάκια. Κακώς του στερεί το επίδομα και τον αφήνει χωρίς εισόδημα; Προφανέστατα. Αλλά είτε το λάθος έγινε επειδή δεν έκανε σωστά τη δουλειά της, είτε επειδή η δουλειά της είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε τα όποια λάθη γίνονται να είναι προς την πλευρά της απόρριψης και όχι της έγκρισης των αιτημάτων, από εκεί πέρα ο Ντάνιελ έχει να έρθει αντιμέτωπος με τη λογική «αν λες ότι το σύστημα έκανε κάπου λάθος, θα χρειαστεί να αντέξεις πολλά μέχρι να σου δώσουμε το δικαίωμα να το αποδείξεις». Γιατί έχει όντως δικαίωμα να κάνει ένσταση. Μόνο που μέχρι να εξεταστεί μεσολαβεί ο Κάφκα. Και πρέπει να ζήσει και κάπως. Οπότε του λένε να κάνει παράλληλα αίτηση για επίδομα προσπάθειας ανεύρεσης εργασίας. Το οποίο δεν απαιτεί μόνο να ψάχνει 35 ώρες την εβδομάδα για δουλειά, αλλά με κάποιο μεταφυσικό τρόπο να το αποδεικνύει κιόλας. Αν και ακόμη κι αν βρει κάποια δουλειά, πάλι δεν κάνει να την κάνει, αν δεν θέλει να τον εγκαταλείψει τελείως η καρδιά του.

Ο Ντάνιελ έρχεται αντιμέτωπος με μια γραφειοκρατία που έχει καφκικά στοιχεία, αλλά που η διάστασή της δεν είναι υπαρξιακή όπως στον Κάφκα, αλλά κυρίως πολιτική. Λέγεται και ξαναλέγεται στην ταινία -γιατί όσα θέλει να πει η ταινία, τα φωνάζει δυνατά- ότι όλος αυτός ο μηχανισμός δεν στήθηκε κατά λάθος, ότι η αποθάρρυνση και η εξάντληση των υποψηφίων δε συμβαίνει επειδή δεν υπολογίστηκαν καλά κάποιοι παράμετροι στο σχεδιασμό του, αλλά αντίθετα συμβαίνει ακριβώς επειδή ο μηχανισμός σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί έτσι και η αποθάρρυνση είναι ακριβώς ένα από τα σκοπούμενα αποτελέσματά του. Βλέπουμε ότι ακόμη και όταν οι υπάλληλοι ή οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να εξανθρωπίσουν τη διαδικασία και να κάνουν το σύστημα να λειτουργήσει, υπάρχει αμέσως αντίδραση από τους ανωτέρους: το σύστημα πρέπει να παραμείνει δυσπρόσιτο, άκαμπτο και αποτρεπτικό.

Σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας που λειτουργεί βάσει ορισμένων κανόνων και διαδικασιών, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί και καταγραφεί στο χαρτί, υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα σε αυτό που προβλέπεται ότι συμβαίνει και σε αυτό που συμβαίνει στην πράξη. Το πρόσημο αυτής της απόστασης μπορεί να είναι άλλοτε θετικό κι άλλοτε αρνητικό, πάντως η απόσταση πάντα υπάρχει. Αρνητικό είναι, ας πούμε, το πρόσημο όταν οι διαδικασίες παρακάμπτονται προκειμένου οι εμπλεκόμενοι να λουφάρουν ή να ευνοήσουν χαριστικά κάποιους ή και να παρανομήσουν, θετικό είναι όταν οι άνθρωποι που η δουλειά τους απαιτεί να έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους διαπιστώνουν στην πράξη ότι για να μην είναι το σύστημα δογματικό αλλά λειτουργικό, θα πρέπει να παρεκκλίνουν κάπως από τα προβλεπόμενα, προκειμένου να εξυπηρετείται ο άνθρωπος απέναντί τους και όχι μηχανικά η διαδικασία ως θεότητα.

Κεντρική, αλλά παντελώς αόρατη φιγούρα, σε αυτό το καφκικό σύστημα, ο οργουελιανός decision maker, ο άνθρωπος (;) που παίρνει τις αποφάσεις. Ο decision maker όμως κατά πάσα πιθανότητα δε βρίσκεται καν μέσα σε αυτό το σύστημα, είναι κάποιος που έχει χτίσει αυτό το μικροσύστημα και το μεγαλύτερο σύστημα μέσα στο οποίο βρίσκεται, ο decision maker δεν είναι πια (και ως ένα βαθμό μάλλον δεν ήταν και ποτέ) ο κάθε ένας από εμάς και η συλλογική βούληση των λαών, οι αποφάσεις παίρνονται σε επίπεδα αυτονομημένα από τον κάθε απλό άνθρωπο, από τον κάθε Nτάνιελ Μπλέικ, decision maker μπορεί να είναι η οικονομία, οι αγορές, η ιδεολογία που τις μετατρέπει σε εκτός αμφισβήτησης αυθεντικούς και αποκλειστικούς ρυθμιστές ενός κόσμου που χωράει και νομιμοποιεί εξίσου τον πάμπλουτο με τον πάμφτωχο.

Τηλέφωνα με αναμονές ωρών, νουμεράκια, ιντερνετικές αιτήσεις. Οι ούτως ή άλλως ψυχοφθόρες διαδικασίες έχουν, για ανθρώπους της ηλικίας του Ντάνιελ, ένα πρόσθετο στοιχείο αποκλεισμού: ο Ντάνιελ μεγάλωσε σε εποχή χωρίς κομπιούτερ και στη δουλειά του δεν υπήρξε ανάγκη να μάθει να τα χρησιμοποιεί. Για να αποφύγουν ίσως τις κατηγορίες για τεχνοφοβία ή και για να δείξουν την άλλη όψη του πράγματος, ο Λόουτς και ο σταθερός συνεργάτης του, σεναριογράφος Πολ Λάβερτι δείχνουν ένα νεαρής ηλικίας γείτονα του Ντάνιελ που κάνει δουλειές μέσω ίντερνετ κι ενός Κινέζου εργάτη, με τον οποίο και συνομιλούν μέσω Skype. Αντί για αποκλεισμός, η τεχνολογία ως άνοιγμα στον κόσμο. Βέβαια, οι δουλειές που κάνει ο γείτονας είναι παράνομες, αφού οργανώνει μια αυτοσχέδια μικρού βεληνεκούς μαύρη αγορά. Στην παρανομία του αντιπαρατίθεται το άδικο της νομιμότητας, τα εξευτελιστικά λεφτά που τον πληρώνουν για χειρωνακτική εργασία ή και το ποσοστό κέρδους των εμπόρων που πουλούν τα ίδια πράγματα στα καταστήματα.

Και δε μιλήσαμε ως τώρα καθόλου για την Κέιτ. Νεαρή μητέρα που προσπαθεί να μεγαλώσει μόνη της δυο μικρά παιδιά. Ζούσε στο Λονδίνο, το κράτος πρόνοιας νοιάστηκε γι’ αυτήν και της βρήκε διαμέρισμα στο Νιούκαστλ. Και την οικογένειά της δηλαδή βοήθησε και το Λονδίνο ξεβρώμισε λίγο ακόμη από ανθρώπους πάμφτωχους. Η Κέιτ μάχεται με την ακραία ανέχεια και προσπαθεί να ορθοποδήσει. Συναντιούνται με τον Ντάνιελ στην καρδιά της γραφειοκρατικής Σκύλλας και Χάρυβδης, δένεται με αυτήν και τα παιδιά της, τους βοηθάει σε ένα σωρό δουλειές που χρειάζεται το διαμέρισμα, τα χέρια του πιάνουν και με το παραπάνω.

Κι από εκεί και ύστερα, όσο προχωράμε, η ταινία θα αρχίσει να φορτώνεται με γεγονότα που υπό μία έννοια είναι τα SOS κάθε μελό. Μπορεί ο χειρισμός των γεγονότων από τον Λόουτς και τον Λάβερτι να μην είναι μελό, αλλά αυτά καθαυτά τα γεγονότα και ιδιαίτερα η συσσώρευσή τους είναι και με το παραπάνω. Και δίπλα σε αυτά θα έρθει να προστεθεί κι ένα κυριολεκτικό μανιφέστο. Που ναι, ξανά, όπως τα δραματικά γεγονότα δεν φιλμάρονται με τρόπο χειραγωγικό και συναισθηματικά εκβιαστικό, έτσι και το μανιφέστο δεν εκφέρεται με τρόπο επικό.

Αλλά η ταινία στο σύνολό της δεν προσπαθεί να κρύψει τις προθέσεις της: δεν είναι απλώς πολιτικά στοχευμένη, είναι εντελώς στρατευμένη. Ο σκοπός της αγιάζει τα μέσα της, ο Ντάνιελ και η Κέιτ και όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία είναι τα μέσα για να βγει με στεντόρεια φωνή μια κραυγή διαμαρτυρίας.

Αν λοιπόν θα πρέπει να κρίνω αυτόνομα το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», θα βρω μέσα του πολλά πράγματα που δε μου πάνε, θα πω ότι δεν είναι αυτό το σινεμά που μου αρέσει και που προτιμώ, ότι είμαι κατά του άσπρου – μαύρου και υπέρ των αποχρώσεων, ότι είμαι υπέρ των υπαινιγμών και κατά των φωνών. Αλλά αν κρίνω την ταινία σε σχέση με το περιβάλλον το κοινωνικό και το περιβάλλον του υπόλοιπου κινηματογραφικού και τηλεοπτικού σύμπαντος, θα πω ότι η συνειδητή στράτευση του Λόουτς έρχεται να αντιπαρατεθεί σε μια στεντόρεια σιωπή. Αν ο Λόουτς δείχνει όχι με τον πιο κομψό τρόπο προς μια πλευρά της πραγματικότητας, πολύ περισσότερο άκομψο είναι ότι αυτή την πλευρά τη βλέπουμε σπάνια στις οθόνες μας.

Υπάρχει μία σκηνή στην ταινία, η οποία σε πιάνει εντελώς απροετοίμαστο, με τις άμυνές σου όλες ριγμένες, μια σκηνή που κινηματογραφείται εντελώς αποτελεσματικά και εντελώς καταλυτικά, μια σκηνή που πολύ δύσκολα να την ξεχάσεις, μια σκηνή που ενδεχομένως θα αρκούσε από μόνη της και θα περίσσευε για να πει η ταινία όσα δεν τολμά κανείς να πει, όσα δεν τολμά κανείς να δείξει, όσα εφόσον δε συμβαίνουν προσωπικά στον ίδιο, δεν τολμά μάλλον ούτε καν να σκεφτεί πως συμβαίνουν στον ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο που αυτός ζει, με ανθρώπους ακριβώς σαν αυτόν. Γιατί αν η ταινία είχε ως ήρωες πρόσφυγες και μετανάστες, ανθρώπους που έχουν έρθει από αλλού, δυστυχώς πολλοί από εμάς έχουμε μάθει -ή πάντως υποσυνείδητα αποδεχτεί- ότι οι ακραίες συνθήκες διαβίωσης έχουν εν μέρει μια εξήγηση, ότι αυτές δεν είναι δικό μας πρόβλημα, ότι τελικά τελικά αυτοί είναι ξένοι και κάτι διαφορετικό από εμάς. Ενώ τώρα ο Λόουτς δείχνει συνθήκες που στο μυαλό μας υπήρχαν, αν υπήρχαν, σε χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εδώ στη Δύση απόκληροι είναι μόνο τα πρεζάκια. Εδώ στη Δύση κι εδώ στον καπιταλισμό έχουμε τουλάχιστον όλοι ένα πιάτο φαΐ κι ένα τραπέζι σε ένα σπίτι να τα βάλουμε. Νικήσαμε στον ψυχρό πόλεμο, όχι μόνο γιατί έχουμε δημοκρατία, αλλά και γιατί έχουμε ευημερία. Και η οπτικοακουστική μας βιομηχανία αυτή την ευημερία προβάλλει, με την πλευρά αυτής της απεικόνισης στρατεύεται. Αλλά δεν έχουμε πια 1989, έχουμε 2016.

Ναι, θα προτιμούσα η συγκλονιστική σκηνή για την οποία μιλάω να έστεκε μόνη της, να μην υπήρχαν μετά από αυτήν και άλλα βαριά γεγονότα και μανιφέστα. Αλλά θα προτιμούσα ακόμη περισσότερο να αναρωτηθούμε δύο πράγματα: τι είδους κινηματογραφικό σύμπαν είναι αυτό που στρέφει τόσο σπάνια τη ματιά του στην εξαθλίωση και την εξαχρείωση της κοινωνίας, στη διάλυση του κοινωνικού ιστού; Γιατί δεν κοιτούν προς τα εκεί συχνότερα οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι; Δε βρίσκουν χρηματοδότηση για τέτοιου είδους ταινίες, ή και οι ίδιοι προτιμούν να φτιάξουν ταινίες για ήρωες που δεν πεινούν, οι οποίες προορίζονται για θεατές που δεν πεινούν; Ε, όταν οι άνθρωποι πεινάνε δίπλα μας, σινεμά που δεν μας τους δείχνει ποτέ, είναι ένα σινεμά προπαγανδιστικό.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Η παιδεία δε φαίνεται στις γνώσεις. Τη βλέπεις στη συμπεριφορά..(αναδημοσίευση)

 
από dinfo
«Μεγάλωσε, λένε, όλα τα αδέλφια του. Τέσσερα στον αριθμό κι ένας εκείνος, πέντε παρακαλώ. Έζησε πόλεμο, κακουχίες, πείνασε, αγάπησε, παντρεύτηκε κι έκανε τέσσερα παιδιά. Οι μεγαλύτερες αγάπες της ζωής του. Αν τον έβλεπες, ποτέ σου δε θα φανταζόσουν τι είχε περάσει. Ευθυτενής, καμαρωτό περπάτημα, ψάθινο καπελάκι, χαμόγελο στα μάτια και καραμέλες στην τσέπη.

Ποτέ δεν τον άκουσα να υψώνει τον τόνο της φωνής του. Όταν τον έπνιγε το δίκιο, γούρλωνε τα μάτια για να καταλάβεις πως έχει νεύρα. Μέχρι εκεί. Ακόμη κι αν δεν είχε λόγους να ξεσπάσει, πάντα του έδινε η γυναίκα του αρκετούς. Εκείνος, όμως, βράχος ακλόνητος, ο ορισμός της ηρεμίας και της καλοσύνης. Τη δικαιολογούσε ακόμη και τις φορές που είχε ολοφάνερο άδικο. «Άστη. Έχει περάσει πολλά», έλεγε ο άνθρωπος που είχε περάσει περισσότερα.

Μια μέρα, θέλοντας να δείξω πόσο με είχε εντυπωσιάσει γύρισα και είπα πόσο υπέροχος άνθρωπος είναι, παρόλο που είναι αμόρφωτος. Ακόμη, θυμάμαι το βλέμμα της μάνας μου. «Ο παππούς σου μπορεί να μην ξέρει πολλά γράμματα αλλά είναι ο πιο μορφωμένος άνθρωπος που ξέρω». Ήταν αυτή της η πρόταση που έσκασε σαν χαστούκι στο πρόσωπό μου και με έκανε να καταλάβω τη διαφορά μεταξύ του αγράμματου και του αμόρφωτου.

Βλέπεις, συνηθίσαμε να τα ταυτίζουμε. Αγράμματος κι αμόρφωτος το ίδιο και το αυτό. Βάλαμε σε ένα τσουβάλι όσους δεν μπόρεσαν να μάθουν γράμματα, να γίνουν πρώτοι μαθητές, να σπουδάσουν, και σε ένα άλλο όσους φόρτωσαν τους τοίχους με πτυχία κι ακαδημαϊκές γνώσεις. Τους κατηγοριοποιήσαμε τους μεν, χαμηλά στην κοινωνική μας βαθμίδα και τους δε, ψηλά. Έτσι, μάθαμε να ορίζουμε την αξία των ανθρώπων. Από τα χαρτιά που συνέλλεξαν στη διαδρομή τους.

Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι με γνώσεις και βραβεία που δε συναντήθηκαν ποτέ με την κοινωνική μόρφωση. Δεν ξέρουν να φερθούν, δεν ξέρουν να μιλήσουν, μήτε να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες που ήρθαν στο διάβα τους. Δεν ήταν στη διδακτική τους ύλη αυτά. Είναι εκείνοι που συχνά, σνομπάρουν τους «αμόρφωτους» στον περίγυρό τους γιατί τους χαλάνε το image. Η αλήθεια είναι πως δεν τους φτάνουν ούτε στο μικρό τους δακτυλάκι γιατί ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν πως καμία σχέση δεν έχει η ουσιαστική μόρφωση με τις ξερές γνώσεις που έμαθαν στα θρανία. Είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Είναι πλάσιμο προσωπικότητας και πλήθος ηθικών αξιών που δε γράφονται σε κανένα βιβλίο.
 
Ο αγράμματος μπορεί να δυσκολεύτηκε να μάθει γράψιμο αλλά ποτέ δε ζήλεψε τον κόπο άλλων ανθρώπων. Ήξερε πως όλα γίνονται με μόχθο και σκληρή δουλειά.
Ο αγράμματος σιχαίνεται την αδικία και το συμφέρον στους ανθρώπους. Προστατεύει πάντα τους πιο αδύναμους, όσους δεν είναι σε θέση να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους.
Ο αγράμματος μπορεί να υπογράφει με σταυρό αλλά τιμάει την υπογραφή του γιατί γνωρίζει τη σημασία της. Μπορεί να μην αρίστευσε σε μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα αλλά πήρε από νωρίς εφόδια που τον βοήθησαν να επιβιώσει.
Ο αγράμματος ξέρει να αγαπά δίχως να περιμένει ανταπόδοση. Αγαπά αληθινά κι αυτό είναι αρκετό. Βλέπει το καλό στους άλλους ακόμη κι όταν εκείνοι δεν το βλέπουν γιατί γνωρίζει πως οι δυσκολίες φέρνουν χαρές και οι χαρές δυσκολίες.
Ο αγράμματος είναι διακριτικός κι ευγενής. Δε ρωτά, δε φέρνει σε δύσκολη θέση. Ξέρει να διαβάζει τα μάτια. Από εκεί αντλεί πληροφορίες χωρίς να χρειαστεί να του μιλήσεις.
Μοιράζει τις συμβουλές του για να βοηθήσει πραγματικά κι όχι για να κάνει τον καμπόσο. Δε σου τρίβει στην μούρη την εμπειρία του. Σε αφήνει να κάνεις τα δικά σου λάθη γνωρίζοντας πώς θα είναι πάντα εκεί.
Ο αγράμματος είναι άξιος. Πιάνουν τα χέρια του. Κάνει δουλειές χωρίς να βαρυγκωμά, προσφέρει έργο όπου χρειάζεται, χαμογελά δυνατά και κλαίει βουβά. Δε θέλει να γίνεται βάρος στους δικούς του αλλά βρίσκεται κοντά ακόμη κι όταν είναι μακριά.
Ο αγράμματος άνθρωπος μπορεί να μην έμαθε μαθηματικά αλλά είναι δίκαιος στις συναλλαγές του. Μπορεί να μην ξέρει καλούς τρόπους αλλά το σπίτι του είναι πάντα ανοιχτό. Μπορεί να μην έγινε δάσκαλος αλλά ποτέ δε σήκωσε χέρι στα παιδιά του. Μπορεί να μη γύρισε όλο τον κόσμο αλλά μάζεψε σοφία από τις πιο μικρές στιγμές της ζωής του.
 
Ο δικός μου αγράμματος άνθρωπος ήταν πολύ πιο μορφωμένος από πολλούς γραμματιζούμενους εκεί έξω. Είχε παιδεία. Όχι πτυχία».

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

ο ανθρωποβοσκός μουσικός Τζάστιν Μπίμπερ και η σιωπή (ως κανόνας της αξιοπρεπούς συμπεριφοράς)-αναδημοσίευση

από badarts.gr

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα,

ΕΑΝ θέλετε να διαβάσετε μια ιστορία της επιβολής της παθητικότητας και της σιωπής στον δυτικό καπιταλιστικό πολιτισμό, θα σας πρότεινα να διαβάσετε, εάν δεν το έχετε διαβάσει, το βιβλίο του Ρίτσαρντ Σένετ Η τυραννία της οικειότητας (Νεφέλη, μτφρ. Γ. Ν. Μερτίκας). Στην έξοχη αυτή πραγματεία ο Σένετ αφηγείται την παρακμή του δημόσιου χώρου και την πρόκριση του ιδιωτικού στοιχείου, την επιβολή της παθητικότητας και της σιωπής ως κανόνα της αξιοπρεπούς συμπεριφοράς. Η ιστορία αυτή άρχισε μετά την ήττα των επαναστάσεων του 19ου αιώνα και ήταν αποτέλεσμα τόσο αυτής της ήττας όσο και του κατακερματισμού της κοινωνίας σε άτομα, της επιβολής του κτητικού ατομικισμού που συνδέεται άρρηκτα με την επέκταση της εμπορευματικής παραγωγής, του καπιταλισμού.

Ο Σένετ παρακολουθεί με προσοχή τις αλλαγές που έγιναν στα πεδία της πολιτικής και του θεάτρου, αν και δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά αλλά εξετάζει πλήθος άλλων πρακτικών, και αναδεικνύει τις διαφορές μεταξύ της εποχής όπου η δημόσια ζωή και η ιδιωτική συνυπήρχαν και της εποχής όπου ο δημόσιος χώρος παρήκμασε και αναδείχτηκε ο ιδιωτικός, η οικογένεια κυρίως, με αποτέλεσμα όλα μα όλα να περιστρέφονται γύρω από το άτομό μας – η απόλυτη κυριαρχία του υποκειμένου. Η αναφορά στην ταξικότητα της θέσης ενός ατόμου υποχωρεί και προκρίνεται και αναδεικνύεται η ατομική προσωπικότητα – όχι το τι κάνει κανείς στον εναπομείναντα συρρικνωμένο δημόσιο χώρο αλλά στο τι λέει, στο ποιος είναι. Με όλα αυτά τα ζητήματα, αλλά από άλλη σκοπιά, είχε ασχοληθεί πριν τον Σένετ ο Ντέιβιντ Ρίσμαν (Το μοναχικό πλήθος) και αργότερα ο Κρίστοφερ Λας (Η κουλτούρα του ναρκισσισμού). Αυτά τα τρία βιβλία μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ιστορία της επιβολής της παθητικότητας και της σιωπής και να διατυπώσουμε ερωτήματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον του καπιταλιστικού πολιτισμού. Ας δούμε όμως πολύ συνοπτικά τι γινόταν στο πεδίο της πολιτικής και του θεάτρου πριν την παρακμή του δημόσιου χώρου.

ΜΙΑ θεατρική παράσταση, φίλες και φίλοι, που σήμερα θα διαρκούσε μία ή μιάμιση ώρα, τότε διαρκούσε δύο και και τρείς ώρες. Το κοινό διέκοπτε συνεχώς τους ηθοποιούς, τους οποίους θεωρούσε υπηρέτες του, και ήταν, και τους ανάγκαζε να επαναλαμβάνουν κάποια ατάκα ή κάποιον διάλογο που τους άρεσε όχι μια φορά αλλά πολλές. Όσο πιο πολύ ενθουσιάζονταν, τόσο πιο πολλές φορές επαναλαμβανόταν. Ήταν αδιανόητο για τους ηθοποιούς να μην υπακούσουν. Αυτό είναι το μπιζάρισμα, που περιορίστηκε και επιβιώνει μόνο στο χειροκρότημα μετά τη λήξη του θεατρικού έργου· η επανάληψη του γκολ στις αθλητικές εκπομπές της τηλεόρασης παραπέμπει στο θεατρικό μπιζάρισμα. Ο χώρος του θεάτρου ήταν ένας χώρος ζωντανός, με φωνές και διαμαρτυρίες και ενθαρρυντικές φωνακλάδικες εκδηλώσεις. Αν η λέξη merde (σκατά) στα γαλλικά, όπως έχω ήδη δείξει, σημαίνει μεγάλη επιτυχία εξ αιτίας της μεγάλης διάρκειας μιας θεατρικής παράστασης, αυτό οφείλεται στα πολλά κόπρανα των αλόγων των αμαξών που περίμεναν με τις ώρες έξω από το θέατρο. Τι γίνεται σήμερα στο θέατρο. Έτσι και βήξεις, την έχεις πολύ άσχημα!
 
ΤΟ ίδιο συνέβαινε και στο πεδίο της πολιτικής. Ο πολιτικός μιλούσε στο πλήθος κι αυτό μπορούσε να αντιδράσει, να διαφωνήσει, να διαμαρτυρηθεί, να διακόψει τον ομιλητή, να τον ενθαρρύνει, να τον κυνηγήσει, να τον τραυματίσει, μέχρι και να τον σκοτώσει. Οι σημερινές πολιτικές συγκεντρώσεις με τον ομιλητή να βρίσκεται μακριά και ψηλά, σε ανοιχτό ή κλειστό χώρο, είναι μια μακρινή ανάμνηση της εποχής που υπήρχε δημόσιος χώρος. Σήμερα οι πολιτικοί διαθέτουν μια πολύ αποτελεσματική ασπίδα, τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης, τα οποία εμφανίστηκαν κατά τη διαδικασία της επιβολής της παθητικότητας και της σιωπής. Μπορούμε να αντιμιλήσουμε στον πολιτικό που μιλάει στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση; Όχι! Μπορεί να λέει ανερυθρίαστα και άφοβα ό,τι θέλει γιατί τον παίρνει να τα λέει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κλείσουμε τη συσκευή. Η καθολική ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια ήταν επίσης μια στιγμή της διαδικασίας επιβολής της παθητικότητας και της σιωπής. Έτσι, αν το κλείσιμο της τηλεόρασης είναι εκδήλωση άρνησης της παθητικότητας, άρνηση της παθητικότητας είναι και η αποχή – γι αυτή τη συσχέτιση όμως ένα άλλο πρωινό.

ΣΗΜΕΡΑ στον δημόσιο χώρο επικρατεί η παθητικότητα και η σιωπή. Συνεχίζουμε να τον αποκαλούμε δημόσιο χώρο γιατί όντως είναι. Αλλά είναι ένας δημόσιος χώρος που έχει πολλές ομοιότητες με τη στάνη. Εκεί, τα αιγοπρόβατα βελάζουν· εδώ, απαγορεύεται. Ο νεαρός μουσικός Τζάστιν Μπίπερ προχτές ενοχλήθηκε γιατί το κοινό φώναζε και ούρλιαζε και αποχώρησε για είκοσι λεπτά της ώρας από τη σκηνή επιδιώκοντας με αυτή την απειλή να επιβάλει την απόλυτη σιωπή, την απόλυτη υπακοή και αφοσίωση. Οι μουσικοί, οι ηθοποιοί, οι αθλητές, οι ποδοσφαιριστές, τα μοντέλα, οι συγγραφείς, οι πολιτικοί δεν είναι πια, δεν είναι εδώ και πολύ καιρό, αυτό που δηλώνουν ή νομίζουν ότι είναι, αλλά ειδικοί της συγκρότησης παθητικής και σιωπηλής αγέλης: είναι ήρωες, είναι οι σημερινοί ήρωες. Η καπιταλιστική Κυριαρχία αντιλαμβάνεται τη σημασία της συγκρότησης αγέλης ως τρόπου απόσπασης υπακοής και αφοσίωσης και αμείβει αδρά τους ήρωες ανθρωποβοσκούς.

Η πλατωνική κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία αποκτά σήμερα σάρκα και οστά, τόσο ζωντανά και ρωμαλέα όσο ουδέποτε άλλοτε. Θα την εκθέσω πολύ συνοπτικά και ένα άλλο πρωινό θα δείξω ότι σε αυτήν θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τη πηγή των θεωριών του Γκι Ντεμπόρ (κοινωνία του θεάματος), του Μισέλ Φουκό (βιοεξουσία) και του Τζιόρτζιο Αγκάμπεν (ο στρατώνας ως πρότυπο οργάνωσης της κοινωνίας, έννοια της κατάστασης εξαίρεσης):
 
 ΔΕΝ πρέπει να μας ενδιαφέρει μόνο η διαρκής αύξηση της ισχύος. Βασικό μας μέλημα θα πρέπει να είναι επίσης και η αποτροπή της κατάλυσης της Κυριαρχίας – όλη μας η προσοχή και το ενδιαφέρον πρέπει να εστιαστεί σε αυτό το μέλημα. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αποτρέψουμε την κατάλυση της Κυριαρχίας είναι η λειτουργική καταστροφή των Υποτελών κι αυτό μπορεί να γίνει ως εξής: εάν οργανώσουμε την κοινωνία με πρότυπο τη στάνη, το μαντρί, τον στάβλο, τότε οι Υποτελείς θα υποβιβαστούν στην κατάσταση των εκτρεφομένων ζώων, τα οποία, ως γνωστόν, μόνο διαμαρτύρονται, δεν εξεγείρονται και δεν επαναστατούν. Αυτός είναι ο σκοπός της Πολιτικής και γι αυτό θα πρέπει να την λέμε Ανθρωποβοσκητική. Βοσκός-Πολιτικός Κύριος, αιγοπρόβατα-Υποτελείς, τσομπανόσκυλα – αστυνομία και στρατός.’
 
ΜΕ αυτό τον τρόπο συμπυκνώνω την Πολιτείαν, τον Πολιτικόν και τους Νόμους, τα τρία αυτά έργα πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πλάτωνος.

ΝΑ σας θυμίσω ότι η λέξη που χρησιμοποιεί για τους Υποτελείς ο Πλάτων είναι τρόφιμοι, εκτρεφόμενοι δηλαδή.

ΤΗΝ έχετε ξανακούσει αυτή τη λέξη; Αν την έχετε ξανακούσει, κάποιο μαντρί θα βρίσκεται εκεί κοντά.