Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Κοιτάζοντας μες στη Σιωπή (αντί ευχών)..

με αφορμή μια πρωτοχρονιά                

(αναδημοσίευση από φιλικό blog).
Για την αντιγραφή Θ.

...Μολαταύτα, κάθε φορά που η κοινωνία μένει για λίγο ακίνητη, 
όσοι ζουν σ' αυτήν φαντάζονται πως καμιά αλλαγή δεν θα πραγματοποιηθεί πια, 
ακριβώς όπως ενώ είδαν να πρωτοεμφανίζεται το τηλέφωνο, δεν θέλουν να 
πιστέψουν στο αεροπλάνο. Και ωστόσο οι φιλόσοφοι των εφημερίδων 
καταδικάζουν την προηγούμενη εποχή και όχι μόνο τις απολαύσεις που 
γνώριζαν τότε και που τις θεωρούν το έπακρο της διαφθοράς, αλλά ακόμη 
και τα έργα των καλλιτεχνών και των φιλοσόφων που δεν έχουν πια 
στα μάτια τους καμιά αξία, λές και ήταν δεμένα αδιάρρηκτα με τις 
διαδοχικές κοινοτυπίες της κοσμικής επιπολαιότητας...
Μαρσέλ Προύστ, Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο.

Αθόρυβη τούτη η πρωτοχρονιά, πιο βουβή από κάθε άλλη. Κι' ας σέρνει μαζί της σιωπές, φόβους και απογοητεύσεις συσωρευμένες για χρόνια τώρα. Όμως τούτη τη φορά η αλλαγή του χρόνου μοιάζει να μη συνεπαίρνει κανέναν. Στεγνή από προστάγματα εκκίνησης για κάτι καινούργιο, ή έστω για την αναζωογόνηση του παληού.

Κι' έτσι ο χρόνος φαίνεται να ανακτά την χαμένη από αιώνες ενότητά του. Αδιάσπαστος πια, αυστηρός και οχυρωμένος πίσω από τη δική του εξουσία δείχνει διστακτικός να προκαλέσει ρήξη με όλες τις προηγούμενες βεβαιότητες και συγκινήσεις μας, που κάποτε συμμάχησαν ενάντια στην ολότητά του. Εκδίκηση για τον τεμαχισμό του-όπως εύστοχα παρατηρεί ο ΚΙΜΠΙ) η δίχως προηγούμενο εκκωφαντική μας μοναξιά. Άδειοι δρόμοι και χορταριασμένες αυλές μαρτυρίες εγκατάλειψης μιας μονομαχίας μας με τον χρόνο έτσι όπως τον ορίσαμε.


Το 1985, λίγες ώρες πριν καταφθάσει το νέο έτος, δραπέτευα από την πόλη που ζούσα για να αποφύγω την εκκωφαντική υποδοχή του νέου χρόνου. Και καθώς ποτέ δεν με συγκινούσε η ρηχότητα των πανηγυρισμών, αναζήτησα στην άηχη νοσταλγία του καινούργιου, δίπλα στη θάλασσα-ώρες μακρυά από την πόλη μου και τα πρότυπα της ευτυχίας της, τη Σιωπή. Σκιερό φώς το σκοτάδι της νύχτας, λίγα σύννεφα στον ουρανό, φεγγάρι μισόγιομο, άστρα πρόθυμα να αναπληρώσουν κάθε στιγμής την απουσία του, και Σιωπή. Απόλυτη, μες στη σιγουριά του σκοταδιού, οικεία με τα πλάσματα της φύσης που υμνούσαν την ύπαρξή της μ' ένα κράξιμο, μια λαλιά, ένα θρόϊσμα.

Και ταξίδεψα σ' εκείνες τις στιγμές, στην απαρχή του κόσμου, να ψηλαφίσω τους πόνους της πρώτης μας γένας. Και στη χνουδάτη ομορφιά ενός παραδομένου στα χέρια της μάνας- φύσης ανθρώπου, μάντεψα πόσα μέτρα και πόσα ισοδύναμα όρισε στο κατόπιν ο καθένας μας για να τα βγάλει πέρα, στη μονομαχία του μ' έναν ανύπαρκτο εχθρό. Και στους χορταριασμένους τάφους των νεκρών, στις στραγγισμένες μνήμες των ανθρώπων αντίκρυσα το μέχρι γελοιότητας άδικο του θανάτου.

Σιωπή,  η βαμβακένια ύπαρξη που κλώθει μέσα της τα μεγάλα. Αλλά κι' ένα πετράδι, ένα φύλλο, ένα λουλούδι, μια άφοβη ματιά στον ήλιο που χάνεται μέσα στα απύθμενα νερά του ωκεανού. Και είναι όλα τούτα τα μικρά της ύπαρξης μορφές αλληγορικές που διαιωνίζουν τα μεγάλα, γιατί σε μια άϋλη και αέναη μεταμόρφωση γίνονται η πρώτη ύλη της ύπαρξής μας: Αγάπη, Έρωτας, Λευτεριά, Ευτυχία, Ζωή.

Έννοιες και κρατήματα, καρποί και σπόρος μαζί μιας έγνοιας αδιάλειπτης για τη δημιουργία, μιας γαληνεμένης υπομονής για τον θερισμό, μιας αποδοχής του κύκλου της ζωής, γεννήματα φωτός. Εκείνου, που εκπέμπουν τα πρόσωπα των κοριτσιών-ανθισμένα πρόσωπα- όταν η φύση πάνω τους γνέθει ακόμα την ύπαρξή τους. Του φωτός που μεταμορφώνει το πιο ασήμαντο σε μια λεπτομέρεια αλληγορική πάνω σ' έναν πίνακα ζωγραφικής, που αιτιολογεί την ύπαρξη του κόσμου.


Και κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, πότε δεξιά, πότε αριστερά
-όχι πίσω ούτε εμπρός-
είδα τούτες τις χιλιάδες ασήμαντες -μια μια ξεχωριστά- λεπτομέρειες
που έκαναν τον Προύστ να τον ονοματίσει σαν τον ωραιότερο πίνακα του κόσμου,
και τον ήρωα του Χόρχε Σεμπρούν να βυθιστεί
 μέσα σε τούτο το κανάλι της ενόρασης, θωπεύοντας την ουλή της γής , 
έτσι όπως στις σκέψεις του τούτο το κανάλι μεταμορφώθηκε.
Πόσα στ' αλήθεια κομμάτια αυτού του κόσμου χώρεσαν σε τούτο τον πενήντα επί πενήντα πίνακα του Γιαν Βερμέερ... Μια κιβωτός το έργο του, 
φιλοξένησε για αιώνες το αναλλοίωτο της φύσης μας, τον λόγο των όντων. 

    ...κι' είπα πως ένα βήμα μας αρκεί να δούμε τον κόσμο αλλοιώς, τον Χρόνο αλλοιώς, το Α-σήμαντο να μας δείχνει πατρικά με το δάχτυλο τον ουρανό, την ταπεινότητα να φωλιάζει μέσα μας, τις κακοφορμισμένες πληγές μας να γιαίνουν.

    ...ένα βήμα-δύναμη σκοτεινά φωτεινή- π' αναβλύζει φώς ιριδίζον πάνω στην τεφρότητα της καθημερινότητάς μας, που μας οδηγεί έξω από τη ζώνη της terra incognita, στη γωνιά μιας γαληνεμένης θέασης του κόσμου, στ' άγγιγμα της ανέφικτης ευτυχίας, στη λευτεριά.  


    ...ένα πέταγμα που σπάει τον κρίκο που μας κρατά αιχμαλωτισμένους σε κύβους πυκνής μοναξιάς στα κοφτερά σκοτάδια, σε γραφές ψευτοπροφητών που κάθε τόσο ένας Παράκελσος καλείται να κάψει, λυτρώνοντας την ανθρωπότητα από τα δεσμά με τα οποία θέλησε να τυλίξει το κάθε τί ορατό στην απογυμνωμένη της ψυχή. 

    ...ένα πέταγμα της μνήμης στον αλυσοδεμένο Προμηθέα κάθε εποχής που μας θυμίζει πως το σκοτάδι δεν είναι παρά ένα διάλειμμα της ζωής, ένα λύγισμα για να ξαναβρούμε την ψυχή μας.

*****

Κείνη την πρωτοχρονιά έμεινα εκεί κοιτάζοντας μες στη σιωπή, μέσα από τις χαραμάδες που τα πλάσματα της φύσης, με τις επίμονες νύξεις των, άφηναν το βλέμμα μου να αιχμαλωτίσει τα λίγα και μεγάλα του κόσμου τούτου. Επέτρεπαν στον νού μου ν' αναβαπτισθεί σε ποτάμια εξαγνισμού, στην ψυχή μου να ξεδιψάσει από το κύλισμα του νερού.

Κι' ήλθε μετά ο κυρ Ήλιος να προστάξει πως την εξουσία του μόνο σαν μια ρηχή δύναμη πρέπει να φοβόμαστε και πως είναι εδώ για να φωτίσει τη δυσκολοδιάβαστη ροή του χρόνου. Θυμάμαι το φώς να σκορπιέται απαλά ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, κυνηγώντας παιγνιδιάρικα τον αγέρα και την χειμωνιάτικη ομίχλη πάνω στα κλαριά τους, χαϊδεύοντας στοργικά το άηχο θρόϊσμα της σκέψης μου πάνω στις αιχμαλωτισμένες εικόνες.

Κι' ερχόταν άνοιξη, κι' ερχόταν καλοκαίρι. Και θαρρούσα πως θα μπορούσα ακόμα και να λαχταρώ τα κίτρινα φύλλα πάνω στα κλαριά, καταμεσής το καλοκαίρι, δείγματα και υπόμνηση για το ξαναγένημα. Σημάδια επιστροφής προς την αναβάπτιση στην προαιώνια ζωή, την πριν από τον άνθρωπο, σ' αυτήν που την εξουσία κατείχε η φύση και που καμιά ύβρις προς τον Χρόνο, κανένας τεμαχισμός του δεν θα θεράπευε τις πληγές μου. Ύβρις και πληγή η ασυνείδητη άγνοιά μου (μας) πως η ζωές μας είναι κάτι διαφορετικό από τις ζωές των άλλων, πως η ξεμοναχιασμένη παρουσία μας στη γή θα ξεκλέψει από τους άλλους με αξιοζήλευτη μαστοριά τον χρόνο τους.


*****

Σιωπή! Δεν έρχεται καινούργιος χρόνος. Είναι αυτοπροσώπως και αμετάβλητα ο ίδιος που μας ξαναχτυπάει την πόρτα,  ακριβώς τα μεσάνυχτα, όπως ορίσαμε. Είναι η φρυκτωρία μιας προαιώνιας γένας που έρχεται να μας επιστρέψει με καλωσύνη τις αλυσίδες που θελήσαμε να του φορέσουμε, να μας πάρει αγκαλιά στην μεταξένια του απαλότητα. Είναι αυτός ο αιώνια ύποπτος για τις ρήξεις με το εγώ μας.

υγ. έναν τέτοιο καλοσυνάτο χρόνο εύχομαι για όλους μας.


πίνακες: 
-Η άποψη της Ντελφτ, Johannes Vermeer
-Η καρδερίνα, Carel Fabritius.

μουσική:
Σούλικο, παραδοσιακό τραγούδι της Γεωργίας.

φωτογραφία:
Η παραλία, δυτική Πελοπόννησος

Η επιλογή των πινάκων και της μουσικής οφείλονται στο βιβλίο του Χόρχε Σεμπρούν Ο Δεύτερος Θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ.

Ευρυτάνας Ιχνηλάτης: Tην αλυσίδα ή την αξιοπρέπεια;

The Goldfinch (1654), Carel Fabritius

Αναδημοσίευση από εδώ: http://eyrytixn.blogspot.gr/2012/11/t.html


Έρχεται, κάποτε, η ώρα που πρέπει να αποφασίσεις…
…αν θα συνεχίσεις να ζεις σα ζεμένος σκλάβος στο ζυγό αδίστακτων αφεντάδων. Αν θα εξακολουθείς ν' ανέχεσαι να ληστεύει το μόχθο σου έτσι ξεδιάντροπα μια άπληστη κλίκα εκμεταλλευτών. Αν θα αποδεχτείς να βυθιστείς στην κινούμενη άμμο της ανεργίας και της απόλυτης ένδειας. Αν αντί για μισθό ή σύνταξη, θα λαμβάνεις, πλέον, ένα υποτυπώδες επίδομα μιας, αμφίβολης, συντήρησης. Αν αντί για παιδεία και υγεία, θα σου παρέχονται τρισάθλια σχολεία-τρώγλες και ελεεινά ράντζα ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Αν αντί για πολιτισμό θα σου χορηγούν σκευάσματα σάπιας υποκουλτούρας. Αν θα δεχτείς, αντί για άνθρωπος με σύγχρονες ανάγκες και επιθυμίες να μετατραπείς σε μια φτηνή αναλώσιμη ύλη στα γκέτο των ντόπιων και ξένων δουλεμπόρων. Αν εσύ, τα παιδιά σου και τα παιδιά του διπλανού σου, θα ζήσουν σ’ έναν εφιαλτικό κόσμο δίχως μέλλον και προοπτική, εξαθλιωμένοι δούλοι σε ένα μεταλλαγμένο 21ο μεσαίωνα. Αν ο ηλικιωμένος γονιός σου, ο παππούς σου, ο ανήμπορος γείτονάς σου, θα περάσει τα τελευταία του χρόνια μέσα στην ταπεινωτική ανέχεια και τον εξευτελισμό. Σκέψου, αν σου αξίζει να σε μετατρέψουν σε ένα καταθλιπτικό σκυμμένο ανθρωπάκι με αυτοκαταστροφικές τάσεις ή αν θα επιλέξεις να διεκδικήσεις με το κεφάλι ψηλά ως περήφανος μαχόμενος Άνθρωπος το δικαίωμά σου στην αξιοπρέπεια και τη ζωή!

Σκέψου και αποφάσισε, αν θα τολμήσεις να σπάσεις την άτιμη την αλυσίδα ή αν θα αφήσεις αυτή να γίνει ο βρόγχος σου που θα στραγγαλίσει κάθε σου όνειρο και ελπίδα…

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Πυροβολήστε τον χρόνο (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr/)
(το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, στις 28/12/2012)

Τη μυρωδιά της χειμωνιάτικης επαρχίας τη θυμάμαι παιδιόθεν διακριτική. Τούτη τη φορά μού φάνηκε υπερβολική, αποπνικτική. Σχεδόν προσβλητική. Ποια είναι αυτή η μυρωδιά, θα αναρωτηθείτε. Μια αναλογία ξύλου που καίγεται στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα «καπνίζει» διακριτικά τον παγωμένο αέρα και μπερδεύεται γλυκά με τα αρώματα του νοτισμένου χώματος, του βρεγμένου ξύλου και της υγρής χειμωνιάτικης χλόης. Τούτη τη φορά μού φάνηκε να εισβάλει στα ρουθούνια μου η βαριά μυρωδιά ενός μικρού δάσους που καίγεται κάπου κοντά. Πάνω από τα χωριά και τις κωμοπόλεις μπορείς να διακρίνεις ένα ροζ-μοβ νέφος καπνού κι αιθάλης, όπου εξαφανίζονται οι τολύπες καπνού, τα λεπτά, λευκά ίχνη που αφήνει στον αέρα η φωτιά όταν ξαναενώνει τις οικογένειες γύρω από την εστία.Το παρατήρησα και στην Αθήνα – και τη μυρωδιά και το νέφος. Το τζάκι, που ξαναεισέβαλε στα μικροαστικά όνειρα του διαμερίσματος «πολυτελούς κατασκευής» με πρόθεση κυρίως διακοσμητική και με διάθεση υπογράμμισης ενός νέου κοινωνικού status, ξαφνικά απέκτησε αξία χρήσης, υποκαθιστώντας το καλοριφέρ. Στην επαρχία, αντιστρόφως, το πρόσφορο υποκατάστατο της ακριβής κεντρικής θέρμανσης στη μνημονιακή εποχή φαίνεται να έχει γίνει η ξυλόσομπα. Αυτή διορθώνει τώρα τη βιασύνη πολλών να εξαφανίσουν από τις παραφορτωμένες ανακαινίσεις των πατρικών σπιτιών το τζάκι, που θύμιζε εποχές στέρησης, μιζέριας και βρομιάς για τις νοικοκυρές. 

Γράφτηκε ήδη πως με τον χειμώνα των τζακιών και του καμένου ξύλου οι πόλεις θα γίνουν Λονδίνο βικτοριανής εποχής. Από άποψη καθαρά ενεργειακή, βρισκόμαστε ακόμη πιο πίσω από την Αγγλία του βιομηχανικού οργασμού. Είμαστε στη λίθινη εποχή, με το ξύλο να ανακτά το χαμένο έδαφος ως βασικό μέσο θέρμανσης. Ίσως και να ’μαι υπερβολικός, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πεδίο στο οποίο ο γραμμικός χρόνος φαίνεται να σπάει, και η κύληση στη ράγα της προόδου να γεμίζει ρωγμές, κενά και παρακάμψεις κυριολεκτικής οπισθοδρόμησης.Έτσι, το απ-αίσιο και δυσ-τυχές 2013 (με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, κανέναν δεν έχω ακούσει να επαγγέλλεται κάτι ριζικά αντίθετο) διεκδικεί να καταγραφεί συμβολικά ως το πρώτο έτος της καθ’ ημάς μετανεωτερικής νέας λίθινης εποχής, με το ξύλο να παίρνει κεφάλι και να βγάζει τη γλώσσα στα κοιμισμένα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων που περιμένουν τους απαλλοτριωτές τους. 

Αυτό είναι η ειρωνεία της Ιστορίας. Δεν είναι μόνο οι Μάγια που διαψεύστηκαν στην προφητεία τους για το τέλος του ημερολογιακού τους χρόνου. Καθώς μετράμε αντίστροφα τις ώρες και τις μέρες για το τέλος του 2012, ίσως αντιληφθούμε πόσο μάταιη αποδεικνύεται η ισόβια πίστη που έχουμε ορκιστεί από τη γέννησή μας στον χρόνο του ημερολογίου και του ρολογιού. Για τις σύγχρονες γενιές -όπως συνέβη, με πολύ χειρότερους όρους, στις γενιές των ολέθριων παγκόσμιων πολέμων- ο βιωμένος χρόνος, ο χρόνος που γεμίζει από πραγματικά γεγονότα, πραγματικά αισθήματα και πραγματικές καταστάσεις, έρχεται σε πρωτοφανή σύγκρουση με τον ωρολογιακό και ημερολογιακό χρόνο. Αυτόν που υποσχόταν την «αλλαγή» σαν ένα τακτό, ανέμελο ραντεβού με μικρά μερίσματα προόδου, ευημερίας, βελτίωσης, έστω κι άνισα, άδικα κατανεμημένα. «Αύριο είναι μια άλλη μέρα», λέει στην κλασική κοινοτοπία της η Σκάρλετ Ο’ Χάρα, υπονοώντας ότι η επόμενη μέρα κατά τεκμήριο θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Όπως ο επόμενος χρόνος θα είναι ευτυχέστερος και πιο καρποφόρος από τον προηγούμενο. Φευ! Καμιά εγγύηση δεν υπάρχει πια γι’ αυτό. «Έρχονται σκληρά και δύσκολα χρόνια», είναι η αυτοκρατορική, ειλικρινής και κυνική υπόσχεση της Μέρκελ στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που καλούνται να βιαστούν για το ραντεβού με το άγνωστο. Το ημερολόγιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, της οικουμενικής αγοράς, της γεωπολιτικής αναστάτωσης είναι γεμάτο γκρίζες ζώνες, δυσοίωνες προφητείες και χρονολογίες- σταθμούς που δεν σημαίνουν τίποτα απτό και θετικό για τη ζωή των ανθρώπων.

Αίφνης, την Πρωτοχρονιά του 2020 το ελληνικό δημόσιο χρέος υποτίθεται ότι θα έχει πέσει κάτω από το 120% του ΑΕΠ. Θα βρίσκεται δηλαδή εκεί που βρισκόταν το 2010, και ως εκ τούτου κάτι εξαιρετικό θα έχει συμβεί στη ζωή των εύπιστων νεοελλήνων, που θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα 12 χρόνων εξαφανισμένων στη «σκουληκότρυπα» του χωροχρόνου. Μαζί με τον εξαφανισμένο αφηρημένο χρόνο, θα έχει εξαφανιστεί κοινωνικός πλούτος 400 δισ. ευρώ, αντίστοιχος με δύο ετήσια ΑΕΠ, αφηρημένη αξία που θα φουσκώσει τους ισολογισμούς κέρδους πιστωτικών ιδρυμάτων και επενδυτικών κεφαλαίων. Κι αυτόν τον χαμένο ημερολογιακό χρόνο θα πρέπει να τον γιορτάσουμε ως άξια θυσία χρόνου και χρήματος. Η οπισθοδρόμηση θα γιορταστεί λαμπρά ως πρόοδος. Ο στάσιμος χρόνος, βιωμένος ως άθροισμα ανθρώπινων απωλειών, ατομικών και συλλογικών, θα βραβευτεί ως θρίαμβος της επιτάχυνσης. 

Κατά κάποιο τρόπο, η εξέλιξη αυτή δικαιώνει τους Γάλλους κομμουνάρους του 1871, που πυροβολούσαν τα δημόσια ρολόγια για να υπογραμμίσουν την ενστικτώδη τους αντίδραση στον επερχόμενο θρίαμβο του ωρολογιακού καπιταλισμού. Όπως συνέβη με το ημερολόγιο που αποσπάστηκε από τον κύκλο των εποχών, της φύσης και του θρησκευτικού εορτολογίου, έτσι και το ρολόι δραπέτευσε από τα καμπαναριά των εκκλησιών που υπενθύμιζαν τις ώρες της προσευχής, για να εξυπηρετήσει τη νέα κοινωνική μηχανική του βιομηχανικού καπιταλισμού. Έγινε χρονόμετρο για το ωράριο της εργασίας, για τη μέτρηση της παραγωγικότητας, για την επιτάχυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων, για τον εθνικό και παγκόσμιο συγχρονισμό των συναλλαγών, για τον συντονισμό των διεθνών αγορών που μένουν άγρυπνες, έτσι ώστε όταν κλείνει η Ασία να ανοίγει η Ευρώπη, κι όταν η Ευρώπη αποσύρεται για φαγητό να πιάνει δουλειά η Αμερική. Γιατί το έξυπνο χρήμα δεν κοιμάται ποτέ. 

Το ρολόι μετράει τον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, μετράει ακόμη και τον νεκρό χρόνο, αυτόν του ύπνου, και τους ενοποιεί σε μια νέα, κοινή μηχανική διάρθρωση του χρόνου όπου ο παραγωγός είναι ταυτόχρονα καταναλωτής, δύο σε ένα, όπως του υπενθυμίζει κάθε συσκευή που χρησιμοποιεί στη δουλειά ή στην υποτιθέμενη σχόλη. Το PC, η μηχανή παραγωγής, το κινητό, το ρολόι χειρός, ακόμη και οι ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού μετρούν ακατάπαυστα τον χρόνο, τον κατακερματίζουν σε όλο και μικρότερες υποδιαιρέσεις, επιβάλλοντας την τυραννία της στιγμής. Όπου κάθε στιγμή δεν έχει πια άλλη χρήση και προορισμό από το να οδηγεί στην αμέσως επόμενη.

Αλλά η αποδοχή αυτού του χρόνου που επέβαλε ο «ωρολογιακός καπιταλισμός» στους ανθρώπους, σφίγγοντας σαν μέγκενη τον χρόνο των πραγματικών γεγονότων, των πραγματικών ανθρώπινων καταστάσεων, των ευχάριστων ή δυσάρεστων συναισθημάτων, μέχρι τώρα ήταν το τίμημα μιας λίγο πολύ εγγυημένης ευημερίας. Ακόμη κι όταν η δουλειά ήταν ένα άθροισμα άχαρων ή δύσκολων στιγμών, το τέλος της εργάσιμης μέρας επεφύλασσε μια κάποια ανταμοιβή. Το ισοζύγιο κερδισμένου και χαμένου και χρόνου ήταν πλεονασματικό, το ίδιο το ισοζύγιο δημιουργίας και καταστροφής, παραγωγής και σπατάλης. Ο χρόνος στην ανεργία είχε μια ημερομηνία λήξης, το ίδιο και ο χρόνος στην παραγωγική διαδικασία. Ακόμη κι αν ο εργάσιμος βίος ήταν μια διαδοχή από καλές και κακές χρονιές, το άθροισμά τους κατέληγε σε ένα στοιχειώδες κεφάλαιο για αξιοπρεπή γηρατειά. Γενικώς, οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια κατατίθεντο στην τράπεζα του ιστορικού χρόνου με ικανοποιητικά επιτόκια. Το μέλλον υποσχόταν τόκους, όχι ξηρασία. Μια βεβαιότητα πως ο κόσμος εξελίσσεται προς πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, πιο ελέγξιμη κατάσταση. 

Τώρα, απαιτείται από εμάς μια κατάθεση στο μέλλον με αρνητικά επιτόκια. Οι δυνάμεις που επέφεραν την ανάπτυξη του γραμμικού χρόνου και την ακλόνητη πίστη στην πρόοδο μας καλούν να θυσιάσουμε τον χρόνο μας σε κάτι εγγυημένα λιγότερο απ’ αυτήν. Αντίφαση εγγυημένα σχιζοειδής. Θα χρειαστεί ένα θαύμα ή μια νέα ισχυρή πίστη στην οπισθοδρόμηση για να κρατηθούν τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι από την παρόρμηση να πυροβολήσουν και τα ρολόγια και τον χρόνο και τους χρονομέτρες.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Όταν αναμετριούνται ο γρήγορος και ο αργός χρόνος, κερδίζει ο γρήγορος χρόνος. Γι’ αυτό δεν μπορούμε ποτέ να ολοκληρώσουμε ό,τι πιο σημαντικό προσπαθούμε, αφού υπάρχει πάντα κάτι άλλο που πρέπει να γίνει προηγουμένως. Φυσικά, μονίμως θα τείνουμε να ανταποκριθούμε πρώτα στις επείγουσες υποχρεώσεις μας. Έτσι, οι αργές και μακράς διάρκειας υποχρεώσεις μπαίνουν στο περιθώριο. Σε μια εποχή που οι διακρίσεις μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου αναιρούνται και η αποδοτικότητα μοιάζει να είναι η μοναδική αξία στην οικονομική επιστήμη, στην πολιτική και την έρευνα, οι προοπτικές για πράγματα σαν την επιμελή, μεγαλόπνευστη εργασία, το παιχνίδι και τις μακρόχρονες σχέσεις δεν είναι καθόλου αισιόδοξες.(…) Όταν ο χρόνος τεμαχίζεται σε αρκούντως μικρά κομμάτια, καταλήγει να μην υφίσταται ως διάρκεια. Στο τέλος δεν απομένει παρά μια συμπιεσμένη κραυγάζουσα στιγμή, που στέκει ακίνητη μεσ’ στην τρομακτική της ταχύτητα. 
Thomas Hylland Eriksen, «Η τυραννία τα στιγμής»

Θυμήθηκα τι είναι Κατάθλιψη (αναδημοσίευση)


από τον Γιάννη Μακριδάκη (http://yiannismakridakis.gr/)

Επέστρεψα στο χωριό. Δυο μέρες στην εορταστική Αθήνα ήταν αρκετές για να μου υπενθυμίσουν τι πα να πει κατάθλιψη. Έφυγα τρέχοντας κι ελπίζω να στρώσω, να συνέλθω, να γειάνω με το ξημέρωμα της αυριανής μέρας, που θα βγω το χωράφι και στο βουνό.

Τέτοιο βάρος ασήκωτο στο στήθος, τόση θλίψη, είχα να νιώσω πολλά χρόνια. Δεν αντέχεται τόση υποκρισία και τόση ελαφρότητα, όση αντίκρισα γύρω μου στην χριστουγεννιάτικη πρωτεύουσα. Ο Τιτανικός βουλιάζει και οι κυρίες και κύριοι του μεσαίου πατώματος φτιάχνουν τα νύχια τους, κάνουν τα ψώνια τους, κόβουν βόλτες, ετοιμάζουν τα τραπέζια τους, την ίδια στιγμή που στο κάτω πάτωμα υπάρχουν πτώματα και η στάθμη των υδάτων ολοένα ανεβαίνει. Αυτοί απλά ελπίζουν πως κάποιος, ο Σαμαράς πχ, θα βουλώσει την τρύπα και θα σταματήσουν τα νερά να ανεβαίνουν, όσους πνίξανε πνίξανε, τι να κάνουμε, ας είχανε φροντίσει, ας είχανε κάνει τα κουμάντα τους να σωθούνε.

Πολλοί απ’ τους διασκεδαστές κάνουν και την ετήσια φιλανθρωπία τους (ως ανώτεροι του ανθρώπου, είναι φιλάνθρωποι) πετώντας μια σακούλα φαϊ ή κάνα ρούχο στον σωρό που έστησε ο Καμίνης στο Σύνταγμα για να τον προβάλει το τηλεοπτικό δίκτυο που στηρίζει εδώ και χρόνια την εξαθλίωση.

Πριν μερικές δεκαετίες, όταν είχε πένθος ο γείτονας δεν ανοίγαμε ούτε το ραδιόφωνο γιατί ήτανε ντροπή ο άλλος να πενθεί κι εσύ να να διασκεδάζεις. Σήμερα οι Έλληνες στην πλειονότητά τους είναι πλέον ιδιώτες τελειωμένοι και χωρίς καμία πιθανότητα ανάκαμψης. Κανέναν δεν ενδιαφέρει ο πόνος και το πένθος του άλλου. Σε κάθε τετράγωνο της μεγαλούπολης η δυστυχία είναι παρούσα μαζί με την γελοιότητα της δήθεν ευμάρειας, που είτε αδιαφορεί ξεδιάντροπα για την δυστυχία είτε την ελεεί, μέρες που είναι, για να ξεμπερδεύει μια και καλή με όλα.

Και όλα αυτά βεβαίως προδίδουν ξεκάθαρα για ποιον λόγο είμαστε εδώ που είμαστε, για ποιον λόγο ακολουθούμε αυτές τις πολιτικές ξεπουλήματος των πάντων για να σώσουμε τα τομάρια μας και, το χειρότερο, αποδεικνύουν ότι υπάρχει ακόμα αρκετό ανθρώπινο λίπος, για να ξεσκίσουν οι Αγορές. Δεν έχουμε τελειώσει.

Νύχτα λοιπόν και με στήθος βαρύ κι ασήκωτο έφτασα πίσω στο χωριό. Ο Μάρτης με υποδέχτηκε φιλώντας μου τα χέρια, λες κι είναι άνθρωπος κι εγώ φιλάνθρωπος που του δωσα ελεημοσύνη.

Η ανάδυση του ομότιμου κινήματος: Δημιουργώντας τον κόσμο που θέλουμε, μέσα στον κόσμο που θέλουμε να ξεπεράσουμε (αναδημοσίευση)


από εφημερίδα Δράση (http://efimeridadrasi.blogspot.gr/)
του Βασίλη Κωστάκη

<Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο σήμερα;/>

Από τη μία, το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται σε μια εσφαλμένη αντίληψη αφθονίας σε έναν πεπερασμένο υλικό κόσμο. Ασπάζεται την αέναη υλική παραγωγή και κατανάλωση σε έναν κόσμο με περιορισμένους φυσικούς πόρους. Από την άλλη, προωθεί την ψευδαίσθηση της «σπανιότητας» στην πνευματική παραγωγή η οποία, όμως, εγγενώς βρίσκεται σε καθεστώς αφθονίας (δηλ. το κόστος παραγωγής μιας επιπλέον μονάδας πληροφορίας, ας πούμε ο κώδικας ενός προγράμματος, είναι σχεδόν μηδενικό). Αντί, λοιπόν, να ενθαρρύνει τον πειραματισμό με την ελεύθερη πληροφορία, ορθώνει νομικούς φραγμούς (π.χ. copyright, πατέντες ή οι πρόσφατες νομοθετικές πράξεις/συνθήκες ACTA, SOPA/PIPA) εξυπηρετώντας την ιδιωτική κερδοφορία ενώ εμποδίζει την ελεύθερη συνεργασία των πολιτών. Συνεπώς, προτεραιότητα για την επίτευξη ενός βιώσιμου συστήματος αποτελεί η αναστροφή της παραπάνω λογικής. Δηλαδή από τη μία είναι επιτακτική η συνειδητοποίηση του πεπερασμένου των φυσικών πόρων ενώ παράλληλα οφείλουμε να υποστηρίξουμε, όπου είναι δυνατόν, την κοινωνική παραγωγή και καινοτομία, τροποποιώντας την αδιαλλαξία των πατέντων και των copyright.

Έπειτα από αρκετές δεκαετίες βιομηχανικού καπιταλισμού και αποτυχημένων «κομμουνιστικών» καθεστώτων, κάποιοι σήμερα μιλάνε για μια εναλλακτική προσέγγιση: την ομότιμη προοπτική που βασίζεται στην αυτονομία, το μοίρασμα, την αλληλεγγύη και την κοινωνική καινοτομία. Η ευρεία διαθεσιμότητα των σύγχρονων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (π.χ. οι προσωπικοί υπολογιστές και η πρόσβαση στο διαδίκτυο) έχει αναδείξει νέα συνεργατικά μοντέλα οργάνωσης που συνθέτουν αυτό που αποκαλούμε εδώ ως «ομότιμο κίνημα». 

Εγχειρήματα όπως το Ελεύθερο Λογισμικό/Λογισμικό Ανοικτού Κώδικα (ΕΛ/ΛΑΚ, π.χ. οι εκδόσεις λογισμικού βασισμένων στο Linux ή o Apache HTTP εξυπηρετητής) και η ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Wikipedia καταδεικνύουν ότι ο ομότιμος τρόπος παραγωγής, τουλάχιστον στη σφαίρα της πληροφορίας (δηλ. στην παραγωγή κώδικα λογισμικού, γνώσης, σχεδίων, πολιτισμού), μπορεί να ανταγωνιστεί και ακόμη να υπερσκελίσει τον καπιταλιστικό. Πέρα από τα έργα ΕΛ/ΛΑΚ και τη Wikipedia, οι πλατφόρμες διάθεσης έργων πολιτισμού όπως το Librivox• τα νομικά εργαλεία κατοχύρωσης και διάθεσης πνευματικών δημιουργημάτων όπως οι άδειες Κοινών Δημιουργημάτων (Creative Commons) ή οι άδειες Γενικής Δημόσιας Χρήσης (General Public Licenses)• οι διαδικτυακές κοινότητες ανοικτού σχεδιασμού παράλληλα με την πρόοδο στις τεχνολογίες τρισδιάστατης εκτύπωσης• οι κολλεκτίβες των “hackerspaces” και οι κοινότητες “κάντο-μόνος-σου”• οι πλατφόρμες διάθεσης μεταφρασμένων, σε δεκάδες γλώσσες, υπότιτλων ταινιών• οι χιλιάδες ιστότοποι ενημέρωσης• τα παγκόσμια κινήματα για ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση και για ανοιχτά δημόσια δεδομένα• λαμβάνουν χώρα την ίδια στιγμή σε παγκόσμια και τοπική κλίμακα. 

Τι κοινό έχουν όλα τα παραπάνω; Αποτελούν συμπτώσεις, τυχαία, μη συσχετιζόμενα γεγονότα ή είναι εκφράσεις και εκφάνσεις ενός νέου πολιτισμού με όλες του τις αντιφατικότητες και τις ευκαιρίες για αναγέννηση; Σημάδια ενός αναδυόμενου κόσμου που δημιουργεί και δημιουργείται, μέσα στις παρυφές του παλιού, από νέες ετερόκλητες υποκειμενικότητες –το πλήθος– και σαν τη λάβα αργά στην αρχή και μαινόμενη στη συνέχεια, μέσα από τις ρωγμές, προσπαθεί να δημιουργήσει νέα γη;

Το σύντομο αυτό άρθρο προσπαθεί να καταδείξει πως όλα τα παραπάνω αποτελούν πτυχές του ομότιμου κινήματος που εγκαινιάζει έναν νέο τρόπο παραγωγής ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με τα κυρίαρχα δόγματα της οικονομικής θεωρίας: Ότι δηλαδή οι άνθρωποι παράγουν υποκινούμενοι από τη θέλησή τους για χρηματικό κέρδος καθώς και ότι η καινοτομία δημιουργείται μόνο από εταιρικές ιεραρχίες και κρατικές γραφειοκρατίες. Τουλάχιστον στη σφαίρα της πληροφορίας ο ομότιμος τρόπος παραγωγής έχει δείξει ότι μπορεί να είναι το ίδιο (και κατά μερικούς ακόμη περισσότερο) παραγωγικός και καινοτόμος με τους παραδοσιακούς τρόπους παραγωγής.

Και πρόσφατα παρατηρούμε το ομότιμο κίνημα να απλώνεται και στην υλική παραγωγή: Κάποιοι σχεδιάζουν αντικείμενα (από τους κρίκους της κουρτίνας μέχρι ποδήλατα, τρακτέρ, ρομπότ και ανεμογεννήτριες) χρησιμοποιώντας εργαλεία ΕΛ/ΛΑΚ και τα διαθέτουν ελεύθερα στο διαδίκτυο• κάποιοι χακάρουν και τροποποιούν ήδη υπάρχοντα σχέδια αναβαθμίζοντάς τα ή απλώς προσαρμόζοντάς τα στις δικές τους ανάγκες• και κάποιοι δίνουν σε αυτά τα σχέδια υλική υπόσταση χρησιμοποιώντας ανοικτό υλικό (open hardware) όπως τρισδιάστατους εκτυπωτές χαμηλού κόστους (π.χ. ο εκτυπωτής Ultimaker ή ο RepRap που μπορεί να αναπαράγει ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του), μικρο-υπολογιστές Arduino ή το σύνολο εργαλείων Global Village Construction Set του εγχειρήματος Open Source Ecology.

Οι άνθρωποι πριν τη βιομηχανική παραγωγή, συνήθιζαν να σχεδιάζουν και να παράγουν πολλά από τα εργαλεία και τα προϊόντα τους συλλογικά. Σήμερα, λοιπόν, βλέπουμε αυτό το είδος της κοινωνικής παραγωγής να αναγεννιέται μέσα σε ένα ομότιμο πλαίσιο. Πρωτοβουλίες και εγχειρήματα όπως τα Fab/Media Labs ή τα εκατοντάδες hackerspaces ανά τον κόσμο παρέχουν τη γνώση και την υποδομή για πειραματισμό με πρακτικές ομότιμης παραγωγής στον υλικό κόσμο. Η πτώση του κόστους αλλά και η αύξηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των τρισδιάστατων εκτυπωτών θα σημάνει την ευρεία διαθεσιμότητά τους, η οποία με τη σειρά της θα ανοίξει νέους ορίζοντες για την ομότιμη παραγωγή στον υλικό κόσμο.

Για παράδειγμα, φανταστείτε κάποιος να κατεβάζει ελεύθερα τα σχέδια –προϊόν συνεργατικής παραγωγής– των τμημάτων μιας ανεμογεννήτριας από ομότιμες πλατφόρμες, και στη συνέχεια μέσω προγραμμάτων ΕΛ/ΛΑΚ και ομότιμα σχεδιασμένων τρισδιάστατων εκτυπωτών, να εκτυπώνει μια ανεμογεννήτρια για την παραγωγή ενέργειας σε μικρή ή και μεγάλη κλίμακα. Tέτοια περίπτωση αποτελεί η τρισδιάστατα εκτυπώσιμη ανεμογεννήτρια Helix_T Wind Turbineπου σχεδιάστηκε με τη χρήση ομότιμων εργαλείων από το μέλος του P2P Lab, Mιχάλη Φουντουκλή, και τα σχέδιά της διατίθενται ελεύθερα και ανοικτά προς περαιτέρω τροποποίηση.

<Το πλήθος χακάρει την πληροφορία, τροποποιεί την πληροφορία, μοιράζεται την πληροφορία, ξαναχακάρει, ξανατροποποιεί, ξαναμοιράζεται, κ.ο.κ., και σε λίγο ίσως είναι σε θέση να παράγει προϊόντα, ομότιμα σχεδιασμένα, με υλική υπόσταση. Και τι καταλαβαίνει κανείς έπειτα από όλα αυτά; Ότι το μέλλον είναι περισσότερο πιθανό να το δημιουργήσεις από ότι να το προβλέψεις/>

Η ομότιμη θεωρία, σαν απόπειρα δημιουργίας μιας θεωρίας που επιτρέπει την κατανόηση του ομότιμου κινήματος, βρίσκεται στη μοναδική θέση να παντρεύει την αξία της ελευθερίας του ατόμου με τις αξίες της ισότητα και της αλληλεγγύης. Ψάχνοντας, λοιπόν, μια απάντηση στο ερώτημα με το οποίο άρχισε αυτό το άρθρο, ισχυριζόμαστε πως το ομότιμο κίνημα μας δείχνει το δρόμο.

<Εμείς ας συμμετέχουμε σε μια πανδαισία δημιουργίας που δημιουργεί τον κόσμο που θέλει, μέσα στον κόσμο που θέλει να ξεπεράσει/>

Ο Βασίλης Κωστάκης (PhD, Msc, MA) είναι ιδρυτής του P2P Lab και συγγραφέας του“Oμότιμου Mανιφέστου”. 

Πότε θα έρθει επιτέλους το τέλος αυτού του κόσμου; (αναδημοσίευση)


από τη Λέσχη της Ανυπότακτης Θεωρίας (http://ilesxi.wordpress.com/)
του Θάνου Ανδρίτσου

Ανορθολογισμός, υποταγή στην καθημερινή μιζέρια ή πίστη σε ένα νέο συλλογικό όραμα;

Δεν ήρθε τελικά το τέλος του κόσμου στην 21η Δεκέμβρη. Υπήρξαν βέβαια κρίσιμες διαμάχες για τον τρόπο που θα καταστραφεί, ή για τη σωστή ερμηνεία των Μάγιας. Αντίστοιχης σημασίας συζητήσεις πληθαίνουν το τελευταίο διάστημα σε τηλεοράσεις και εφημερίδες για θέματα όπως το αν η γραμμή που ακολουθεί τα αεροπλάνα είναι τα αέρια που μας ψεκάζουν και άλλα που συνήθως συγγενεύουν με εθνικιστικά, μυστικιστικά και φασιστικά ρεύματα. Προκαλεί θλίψη πώς σε συνθήκες οικονομικής καταβαράθρωσης και συνολικής ιδεολογικής, αξιακής, μορφωτικής καθίζησης ενισχύεται ο ανορθολογισμός, κατακρημνίζονται τα κριτήρια σκέψης και λογικής και αναβαθμίζεται η μαζική αποβλάκωση.

Παρά το μελάνι που χύθηκε ή τις συζητήσεις που έγιναν, αρκετά λίγοι πραγματικά πίστεψαν ότι θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου, ή κάτι παρόμοιο. Ούτε απεγνωσμένες οικογένειες έτρεχαν να κρυφτούν σε καταφύγια, ούτε μποτιλιαρίσματα ή καρδιακές προσβολές, σαν αυτές που βλέπουμε στις ταινίες και έλαβαν χώρα στη φάρσα του Όρσον Ουέλς για την εισβολή εξωγήινων το 1938. Αν εξαιρέσουμε τη νυχτερινή περιοδεία του Κασιδιάρη, πολύ λίγοι κοίταξαν τον ουρανό εκείνη τη μέρα. Πολύ λίγοι κοιτούν τον ουρανό πλέον κάθε μέρα. Κανείς δεν αυτοκτόνησε μπροστά στον φόβο της συντέλειας του κόσμου. Αρκούν αυτοί που αυτοκτονούν καθημερινά υπό το βάρος της οικονομικής καταστροφής.

Το χειρότερο δεν είναι που κάποιοι πίστεψαν ότι θα έρθει το τέλος αλλά ότι πάρα πολλοί δεν το απεύχονταν. Μπορεί να το πρόσμεναν, να το αναζητούσαν, σίγουροι πως ούτε καν αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε αυτό τον κόσμο που καταδικάστηκαν να ζουν. Μια κοινωνία ολόκληρη αρχίζει να μαθαίνει να ζει από αγγαρεία, μέσα σε μια καθημερινή ζοφερή μανιέρα, χωρίς συγκινήσεις, χωρίς ελπίδες, αλλά και χωρίς σενάρια μαζικής καταστροφής. Δεν υπάρχει πια κανένα ένδοξο τέλος που θα μας σώσει από την άδοξη πτώση μας. Εδώ είναι που η άρνηση του ανορθολογισμού γίνεται η εξίσου ανησυχητική με την αποδοχή της καθημερινής εξαθλίωσης σαν την μόνη πιθανή εκδοχή του κόσμου.

Η ζωή χάνεται στις ουρές των ΟΑΕΔ, στην ατελείωτη προσπάθεια επιβίωσης, στα κρύα σπίτια. Δε λείπει μόνο το πετρέλαιο για να ζεστάνει το σπίτι, ή το ψωμί για να χορτάσει η κοιλιά, το χειρότερο είναι ότι λείπει η ελπίδα να γεμίσει λίγο την καρδιά και το μυαλό. Αυτά είναι τα διαρκή ατομικά τέλη του κόσμου, σιωπηλά, χωρίς θορύβους και εικόνες. Δεν είναι μόνο οι τεράστιοι κατακλυσμοί και οι πτώσεις μετεωριτών ανίκανες να αλλάξουν αυτή την καθημερινότητα, αλλά ούτε και οι σημαίες, οι επαναστάσεις οι ανατροπές. Χωρίς μεγάλες χαρές, ούτε καταστροφικές μανίες, η κοινωνία ένα μόνο μέλλον μπορεί να έχει, ίδιο με το σημερινό αποκρουστικό παρόν. Η κοινωνία. Ο καθένας μόνος του μπορεί να επιβιώνει ή και να χάνεται.

Αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη του δολοφονικού καπιταλισμού. Η αποδοχή ότι καμία πιθανή εναλλακτική δεν μπορεί να υπάρξει σε συλλογικό επίπεδο. Δεν υπάρχει εναλλακτική, έλεγε η Θάτσερ, μνημόνιο, ευρώ, λιτότητα ή καταστροφή λένε από το πρωί μέχρι το βράδυ οι ντόπιοι και ξένοι τροϊκανοί. Αυτή ήταν η βαθύτερη έννοια του «τέλους της ιστορίας» του Φουκουγιάμα. Όχι ότι δεν θα υπάρχουν κρίσεις και κλονισμοί, ή αγώνες και αντιστάσεις. Αλλά ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία πραγματική, πιθανή και βιώσιμη εναλλακτική από τον καπιταλισμό και τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση.

«Φιλόσοφοι», καλλιτέχνες, πολιτικοί, και άλλοι εμπνέονταν ή φοβούνταν τεχνοκρατικές δυστοπίες και στρατούς κλώνων. Πολλοί θεωρούν πιο πιθανή την κατάληψη του κόσμου από αυτομολημένα ρομπότ παρά από χειραφετημένους εργάτες. Πιο πιθανή την καταστροφή του κόσμου από την καταστροφή του καπιταλισμού. Στις 21 Δεκέμβρη πιθανώς να φαίνονταν σε κάποιους πιο παράλογα τα κελεύσματα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου από ότι του ημερολογίου των Μάγιας.

Κι όμως, ποτέ άλλοτε οι συνθήκες δεν ήταν πιο ώριμες για ένα μεγάλο άλμα της ανθρωπότητας. Το γνωρίζουν αυτό οι κυρίαρχοι. Το βλέπουν στην, ακόμα ανώριμη αλλά γιγάντια λαϊκή κινητοποίηση. Και θέλουν να το ξορκίσουν σαν ακόμα πιο παράλογο σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Κάθε είσοδος του λαού στο προσκήνιο, κάθε διεκδίκηση της εξουσίας, δεν μπορεί παρά να φέρει χάος, βία του όχλου, δεινά χειρότερα από πλημμύρες και καταποντισμούς.

Υπάρχει ένα ρητό για τη Σοβιετική Ένωση. Ότι ο κομμουνισμός δεν έμοιαζε με ότι είχε υποσχεθεί, ο καπιταλισμός όμως ήταν ακριβώς όπως περιγράφονταν. Εκμετάλλευση και δυστυχία. Κάτι ανάποδο βλέπουμε να επιχειρεί ο αστικός πολιτισμός. Τι λέει; Ο καπιταλισμός δεν θα σας εγγυηθεί καλή ζωή, πιθανώς ούτε καν επιβίωση, σίγουρα όμως είναι ο μόνος που μπορεί να υπάρξει. Κάθε άλλο είναι παράλογο και επικίνδυνο. Έτσι, ξεγυμνωμένοι από την ψευδαίσθηση της ευμάρειας και της ασφάλειας αλλά και αποψιλωμένοι από κάθε συλλογικό όραμα, οφείλουμε να προχωρούμε σήμερα, μέσα στα συντρίμμια της καθημερινής ζωής.

Είχε και ιδεολογική υποστήριξη αυτή η αποδοχή της ανημποριάς. Και από πολλούς που δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς του καπιταλισμού. Η μεταμοντέρνα κριτική, με πολλές αποχρώσεις και αφετηρίες, παρήγαγε καίριες ενστάσεις στο θεωρητικό οικοδόμημα της νεωτερικότητας και σε πλευρές δογματισμού και ντετερμινισμού του παραδοσιακού μαρξισμού, ωστόσο έθρεψε ένα τέρας. Την άρνηση κάθε δυνατότητας συνολικής αλλαγής, στηριγμένης σε κάποια ορθολογικά κριτήρια και κοινές έννοιες και διεκδικήσεις. Όπως έγραψε ο David Harvey, «παρήγαγε μια κατάσταση μηδενισμού», ή σύμφωνα με τον Perry Anderson την αίσθηση ότι «δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα πέραν του καπιταλισμού».

Αρχίσαμε όλο και περισσότερο να «βολευόμαστε με λιγότερο ουρανό». Όπως έλεγε κι ένας γνωστός αρχιτέκτονας, οφείλουμε να προσβλέπουμε σε μικρά πράγματα, «αφού είδαμε ότι η δυνατότητα για μεγάλα αποπέμφθηκε από την ιστορία». Ωστόσο, ενώ η Αριστερά άφηνε τις μεγάλες αφηγήσεις ή υποτασσόταν την αστική ηρεμία κι ενώ οι φιλόσοφοι και οι καλλιτέχνες έβρισκαν έμπνευση στα μικρά, δεν έγινε το ίδιο για το κεφάλαιο. Η πιο μεγάλη από τις μεγάλες αφηγήσεις συντελείται σήμερα στην προσπάθεια υπέρβασης της πιο βαθιάς και δομικής κρίση του κεφαλαίου μέσω της διάλυσης της παγκόσμιας εργατικής τάξης.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα βυθίζεται σε τόσο πυκνά σκοτάδια και εμφανίζεται ένα ρεύμα συλλογικής ιστορικής απαισιοδοξίας και απόγνωσης. Όμως βρίσκει συνταρακτικά ανίκανη την Αριστερά να τροφοδοτήσει ένα ρεύμα αισιοδοξίας, δημιουργίας και ελπίδας για τη μεγάλη ανατροπή και αλλαγή. Ενώ γίνεται όλο και πιο έντονο το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει κάτι πέρα από τον καπιταλισμό, ενώ η αναζήτηση του κομμουνισμού επιστρέφει στις θεωρητικές συζητήσεις, η Αριστερά φοβάται όλο και περισσότερο να μιλήσει για αυτόν και ακόμα χειρότερα να τον συνδέσει με τις πολιτικές επιλογές της, έστω σαν στρατηγικό στόχο. Πως γίνεται να μην αρνείται την ελπίδα για μια καινούρια ζωή ο άνεργος νέος, όταν η πρόταση εξουσίας της Αριστεράς φαντάζει όλο και περισσότερο σαν μια υπόθεση μικροαλλαγών στη διαχείριση ή τις διεθνείς σχέσεις; Τώρα ρεαλισμός, τα μεγάλα οράματα και οι μεγάλες αφηγήσεις είναι ή του παρελθόντος ή του απώτερου μέλλοντος. Γίνεται να μην καταθέτει τα όπλα, όταν το ΚΚΕ του υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι είναι «μικρός πολύ μικρός για να αλλάξει» κάτι, ότι τα χειρότερα πάντοτε θα έρχονται μέχρι τη λαϊκή εξουσία που κάπως θα έρθει;

Θα μπορέσουμε με νέες κιμωλίες να ξανατραβήξουμε την κόκκινη γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος, να επαναφέρουμε τον κομμουνισμό σαν όραμα και σαν κίνημα, σαν αίτημα και σαν κάλεσμα για δράση, σαν κριτήριο για τα πολιτικά προγράμματα και σαν μοχλό στράτευσης, σαν κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων; Θα διαμορφώσουμε μια νέα ελπίδα που δε θα βασίζεται σε μια πίστη στα θαύματα του Χριστού, ούτε στις ιστορίες του Άγιου Βασίλη, αλλά στην γνώση της πραγματικότητας και των δυνατοτήτων της; Θα βάλουμε την κομμουνιστική ιδέα στη θεωρία και την πράξη των πραγματικών υποκειμένων; Αυτό είναι ένα καθήκον για το σήμερα.

Αξίζει να ζει αυτός ο κόσμος; Ξανά το σεξπηρικό ερώτημα, όχι όμως για τον καθένα από μας, αλλά για τον κόσμο της εκμετάλλευσης. Σίγουρα όχι. Ας καταστραφεί, όχι με μπάλες φωτιάς από το διάστημα αλλά με τη φωτιά που καίει μέσα μας. Κι έτσι θα θυμηθούμε ξανά, την παρακίνηση του Χικμέτ: «Στάχτη θα γίνεις κόσμε γερασμένε, σου είναι γραφτός ο δρόμος της συντριβής»

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Μάγοι (αναδημοσίευση)


Σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου
υπάρχουν πάντα εκείνοι 
που εγώ τους λέω μάγους. 
Μάγοι, λοιπόν, για μένα είναι όσοι αναπνέουν, 
όχι απλά για να ζουν, 
αλλά όσοι κάνουνε ζωή την κάθε τους ανάσα. 

Είναι αυτοί που, 
μετά από κάθε αντάμωμα, 
νοιώθουν και εκείνα που δεν είπατε και εκείνα που δεν ζήσατε παρέα. 
Είναι εκείνοι 
που απαιτούν από το σύμπαν 
να δώσει λίγο από το άπειρό του στους απελπισμένους. .....

Είναι εκείνοι 
που δείχνουν το δρόμο στο νερό, 
εκείνοι που αφηγούνται τις ιστορίες μας στα δέντρα. 
Είναι εκείνοι 
που αντέχουν ν’ αντικρίζουν όσα μισούν και άδολα να τα νοιάζονται. 
Είναι εκείνοι 
που σέβονται ό,τι πάλεψε, ό,τι ονειρεύτηκε και ό,τι λάτρεψε ο άνθρωπος.
 Είναι εκείνοι 
που ησυχάζουν, μόνο, όταν τα παιδιά γελάνε. 
Είναι όλοι αυτοί 
που μοιράζονται τις θύμισες 
και όλοι αυτοί που γίνονται η έμπνευση ή η αρχή. 
Είναι αυτοί 
που αναγνωρίζουν και ξετρυπώνουν τα όμορφα από παντού. 
Είναι αυτοί 
που κάποτε μπορεί ν’ αρνηθήκαμε, να χλευάσαμε, να φοβηθήκαμε, 
να βιαστήκαμε να μιλήσουμε γι’ αυτούς... 
Σειρά μας… 
Μάγοι να γίνουμε και μεις... 

Βίκυ Δερμάνη ΛΥΧΝΟΣ ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ

μουσική
Skellig by Loreena McKennitt

Εκ-ποίηση ψυχών (αναδημοσίευση)



Tου ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ 

Πόνος, δυστυχία, θάνατος. Μία 90χρονη γυναίκα στην Άρτα καίγεται ζωντανή απ’ το μαγκάλι της. Φυσάει στις στοές, όπου βρίσκουν καταφύγιο οι ανέστιες ψυχές. Κι όμως «…με τα δάκρυά σου/θα φτιάξω φτερά» αναφωνεί ο ποιητής και ο φίλος από τις όχθες του Σηκουάνα μας δίνει κουράγιο, επιμένοντας πως «Η ποίηση θα σώσει τον κόσμο»! Παραβλέπει, όμως, ότι σήμερα εκλείπουν οι ποιητές που ξεσήκωναν τα κύτταρα και ανέτρεπαν τα καθεστώτα, καταγγέλλοντας «κάθε κενότητα (που) αναπαύεται ανώδυνα σε κατακτημένες αποσκευές»....

Τώρα, Τίποτα. Ούτε πάθη ούτε αδυσώπητα λεπίδια του πόθου ούτε αγάπες αλήτισσες. Τίποτα. Δεν υπάρχει ποίηση πια, μόνο η εκ-ποίηση από το ΤΑΙΠΕΔ της περιουσίας και της ταυτότητάς μας. Αλλά εκεί που περιμένεις πως το «τίποτα» θα ισοπεδώσει ανθρώπους και ψυχές, αίφνης «από’ να τίποτα γίνεται ο παράδεισος», στήνεται η γιορτή της αναγέννησης του ανθρώπου και ο φίλος αληθεύει. 

Γιατί οι άνθρωποι ξαναζούν «απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε μια θέση στη ζωή των άλλων» και η δυστυχία γίνεται ελαφρύτερη όταν μοιράζεται. Δύο ποτήρια μπρούσκο και το τραγούδι παροξύνει το χάος, ανακατεύει τη λάσπη του βυθού και μέσω των επαναδομημένων συναισθημάτων ανασυνθέτει τον κόσμο. Η ποίηση, έτσι, γίνεται βίωμα, επιβίωση και τρόπος ζωής. 

Όμως στη νεοπλατωνική εποχή μας οι ποιητές εξορίζονται από τους πειθαρχικούς μηχανισμούς των στρατιωτικοποιημένων νεοφιλελεύθερων κοινωνιών της αέναης κρίσης και της διαρκούς έκτακτης ανάγκης! Αντί για την ποίηση, κυριαρχεί η «εκποίηση», η θηλιά που αποκαλείται «ανάσα» και τα ψέματα που είναι κρυμμένα στις γενικεύσεις, στις συνδηλώσεις των λέξεων, εκεί όπου η καταλήστευση των ανθρώπινων ζωών παρουσιάζεται σαν σωτηρία. Παντού ψέματα αναμεμιγμένα με τρομοκρατικό φόβο, το φόβο της χρεοκοπίας, την ανασφάλεια και τη διαλυτική λειτουργία του κοινωνικού αυτοματισμού. Πιο απάνθρωπος, εντέλει, κι από τον μισό μισθό, τη μισή σύνταξη, τη μισή αποζημίωση και τη μισή ζωή είναι ο εμπαιγμός των άνεργων νέων, των γυναικών και των γερόντων! Γιατί δεν είναι μόνο τα χρήματα που αφαιρούνται. Πάνω απ’ όλα αφαιρούν την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη υπόσταση καθώς η ανέχεια αποανθρωποποιεί. 

Κι όμως, από μια σπίθα, από ένα ίχνος-μνήμης, από ένα τίποτα ξαναφτιάχνεται ο παράδεισος, όπου οι ψυχές ξανασυναντιώνται δημιουργώντας μία ισχυρή εκρηκτική ύλη. Αυτός ο εκρηκτικός μηχανισμός εξουδετερώνεται μέσω της τεχνητής, της ακίνδυνης δικτύωσης(της επιφανειακής ομαδοποίησης) σε σεξουαλικές, εθνοτικές, ποδοσφαιρικές, μουσικές, ενδυματολογικές και άλλες «φυλές». Αυτή η πολιτική και κοινωνική πολυδιάσπαση επιδιώκει την εξουδετέρωση της ισχύος της ποιητικής, οραματικής συνάντησης των «κάτω», της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό ακόμα και η μορφή της πατριωτικής οικειοποίησης του καταναλωτισμού, όπως στο «αμερικανικό όνειρο», έχει καταστεί μια τεράστια, εθνική κατάθλιψη. 

Απαιτείται, συνεπώς, η διαμόρφωση μιας νέας αξιακής πρότασης, μιας νέας διευρυμένης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας που θα λαμβάνει υπόψη της τόσο το χρόνο και τα όρια της φύσης όσο και τη βελτιστοποίηση της ποιότητας των συνθηκών ζωής του ανθρώπου, δηλαδή, μία ποιοτική και όχι ποσοτική ανάπτυξη, μία ανάπτυξη που θα προοιωνίζεται τον «παράδεισο» όλων και όχι μόνο των λίγων!

Εμένα οι φίλοι μου… (αναδημοσίευση)



Πάνος Μουχτερός Κακώς Κείμενα

Εμένα οι φίλοι μου...
...είναι διαφορετικοί μετά την κρίση. Τα γέλια, οι χειρονομίες, τα βλέμματα, οι αγκαλιές, όλα αλλάξανε, λιγοστέψανε, κρυφτήκανε σε ένα θλιβερό καβούκι ανασφάλειας. Εκείνο το χαρακτηριστικό χτύπημα στην πλάτη που έδειχνε μια εξ αρχής ανάγκη να αισθανθείς τον άλλο, χάθηκε κι αυτό.

Στη θέση του μπήκε η ελεγχόμενη απόσταση, σαν την ελεγχόμενη χρεοκοπία...
Λες και κουβαλάμε όλοι ένα νέο είδος αρρώστιας που μας αποτρέπει από το να πλησιάζουμε τους υπόλοιπους ανθρώπους, μήπως και κολλήσουμε κανένα μικρόβιο. Είναι σα να φοράμε εκείνες τις μάσκες με τις οποίες κυκλοφορούνε οι κάτοικοι περιοχής που έχει υποστεί πυρηνική καταστροφή. Μάσκες. Πολλές μάσκες.

Η μάσκα του φόβου, η μάσκα της υποκρισίας, η μάσκα του πόνου, όλοι φορέσαμε κι από μια διαφορετική και βγήκαμε να ξεφαντώσουμε σε τούτο το καρναβάλι της τρέλας, ενώ κανείς δεν μπορεί να δει τα χαρακτηριστικά του άλλου καθαρά. 

Εμένα οι φίλοι μου...
...φύγανε για τα ξένα. Αφήσανε τη χώρα τούτη καθώς βουλιάζει σαν καράβι πολυτελείας που στην πορεία αποδείχθηκε σάπιο και σαθρό. Φύγανε, όχι γιατί το θελήσανε, αλλά γιατί σπρωχτήκανε με το στανιό στα βαγόνια της ξενιτιάς, αφήνοντας πίσω μανάδες να στέλνουν πάλι γράμματα. Αφήσανε όμως και τους φίλους τους πίσω. Και η ξενιτιά είναι διπλή όταν ξεριζώνεσαι από τη γη των φίλων. Τι να σου κάνουν τα ρομποτικά ταχυδρομεία, τα άψυχα προσωπάκια σε οθόνες από σκονισμένους υπολογιστές, σε σχέσεις "εξ αποστάσεως", που ποτέ δεν καλύπτουν τις άμεσες στιγμές σου, εκείνες που θέλεις να ξεσπάσεις, εκείνες που επειγόντως έχεις ανάγκη να βρεις κάποιον και να μιλήσεις. Και χτυπιέσαι και καταριέσαι τη χώρα σου γιατί σου πήρε το μισθό, τη δουλειά, την αξιοπρέπεια, αλλά περισσότερο σε πονά που σου πήρε και τα πρόσωπα εκείνα που μπορούσες να εμπιστευτείς και να ανοιχτείς και να φανερώσεις τα εσώψυχά σου. 

Εμένα οι φίλοι μου...
...δεν ανοίγονται πια. Καθώς μιλάς μαζί τους, βλέπεις ότι ο νους τους ταξιδεύει μακρυά, και κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι, αλλά στην πραγματικότητα δεν λένε τίποτα και δεν ακούνε τίποτα από όσα τους λες. Προσποιούνται ότι συζητάνε, ενώ στην ουσία δε συνομιλούνε με κανέναν άλλο παρά μόνο με τον εαυτό τους. Και τους ρωτάς τις επόμενες ημέρες για εκείνο το γεγονός που σε είχε σακατέψει, που σε προβλημάτιζε, και εκείνοι δεν θυμούνται σχεδόν τίποτα. Και προσπαθείς να προσεγγίσεις την αγωνία τους, να βρεις τα κουμπιά εκείνα που θα ξεκλειδώσουν τις ταμπουρωμένες γωνιές τους, αλλά τότε κλείνονται ακόμα περισσότερο στις μύχιες σκέψεις τους. Είναι λες και δειλιάζουν να δείξουν τις πληγές τους, να τις βγάλουν στο φως, μήπως και θεωρηθούν κι εκείνοι ευάλωτοι, εύθραυστοι και πληγωμένοι. Όχι, δεν γουστάρουν καμία θεραπεία, γιατί, στην τελική, ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ που θα τους θεραπεύσεις; 

Εμένα οι φίλοι μου...
...δεν έχουν χρόνο για φιλίες. Στο λαχανητό της επιβίωσης, η φιλία κατήντησε περιττό περίσσευμα. Θυμίζει πια εκείνα τα παραπανίσια ψώνια που έριχνες στο καλάθι του σούπερ μάρκετ, εκείνες τις εποχές που τα συναισθήματα και τα πορτοφόλια ήταν παχυλά. Ναι εκείνα τα χαζά και άχρηστα που εσύ τα ψώνιζες σχεδόν ψυχαναγκαστικά για να έχεις την αίσθηση ότι ψωνίζεσαι πλήρως. Οι επαφές των ανθρώπων πλέον μικρύνανε, από καρότσι γίνανε καλάθι, χωράνε πολύ λιγότερους και για σύντομα χρονικά διαστήματα. Μετά τον ελεύθερο χρόνο, το χρόνο για πολιτισμό, για έρωτα, λιγόστεψε και ο χρόνος για τους φίλους. Εδώ δεν έχουμε πια χρόνο για να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας, θα σπαταλήσουμε λεπτά και ώρες και δευτερόλεπτα σε ανούσιες φιλικές ενασχολήσεις; 

Εμένα οι φίλοι μου...
...συμπιέζονται ανάμεσα σε όνειρα και εφιάλτες. Από το πρώτο πρωινό τους ξύπνημα, κουβαλάνε ένας βάρος στην καρδιά, στα βλέφαρα, στην ψυχή τους. Βαραίνουν τα πόδια τους τα ίδια, πάνω στο στίβο του "υγιούς" ανταγωνισμού, των συγκρίσεων και των συγκρούσεων. Τι κατάφερες εσύ, τι δεν πρόλαβα εγώ, σε πόσα τετραγωνικά θέλεις να μετρηθούμε, εντάξει, πως κάνεις έτσι, ήταν ένα απλό πισωγύρισμα αυτό, άλλοι πεθαίνουνε για ένα κομμάτι ψωμί, δεν είναι δα και σπουδαίο που γύρισα πίσω στους γονείς μου, τι στο διάολο θέλεις πια και δήθεν ενδιαφέρεσαι για ΄μένα και με ψάχνεις συνεχώς για να πιούμε έναν γαμημένο αγχωτικό καφέ και να τα πούμε και να μου πεις ότι χάθηκα, ότι χάνεσαι, ότι έχουμε χαθεί. Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά. Και πετάνε.

Και χάνονται.

Κάτι θα ξαναγεννηθεί, αλλά θα διαφέρει απ’ ό,τι ξέρουμε (αναδημοσίευση)


Συνέντευξη της Ροσάνα Ροσάντα στον Μάρκο Μπερλίνγκουερ.
Δημοσιεύτηκε στις 18 Νοεμβρίου 2012, στην εφημερίδα «Pubblico».
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
από  left.gr

Η Ροσάνα Ροσάντα ζει στο Παρίσι εδώ και πολλά χρόνια. Το σπίτι της βλέπει στο Σηκουάνα, στην Αριστερή Όχθη, φυσικά. Το κτίριο του 19ου αιώνα έχει μια ξεχωριστή αύρα. Στο διαμέρισμά της, μου λέει ότι υπήρχε το τυπογραφείο της Κολέτ. Σ’ αυτή την παρισινή γωνιά ήλθα να της πάρω συνέντευξη. Της εξήγησα ότι έχουμε έναν ιδιαίτερο χώρο αφήγησης στην εφημερίδα Pubblico, που εμείς ονομάζουμε what‘s left. Ήταν περίεργη να μάθει για μας και για τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα: «Τι εννοεί ως αριστερά ο διευθυντής σου;», με ρωτάει.  

Της απαντάω ότι νομίζω ότι απ’ αυτή την άποψη ο διευθυντής έμεινε κολλημένος στο πέρασμά του από τη Fgci (τη νεολαία του ΙΚΚ) στα μισά της δεκαετίας του ’80. Αυτό την εξέπληξε και νομίζω ότι τη διασκέδασε: «Όσο περνάει ο καιρός - μου είπε -βρίσκω όλο και πιο υπέροχο εκείνο το κόμμα, το ΙΚΚ, στο οποίο έκανα πολλή κριτική. Υπήρξε ένα μεγάλο οικοδόμημα».

Την κοιτάζω, για μια στιγμή. Θυμόμουν τη Ροσάντα στη λογοτεχνική εικονογραφία του Manifesto: την αυστηρή και σοβαρή διανοούμενη. Και αντίθετα τη βρίσκω γλυκομίλητη και περίεργη. Μιλάμε πολύ, τρεις ώρες. Ξεκινάμε από το ίντερνετ («Θα επιβιώσουν οι εφημερίδες με το διαδίκτυο;») για να καταλήξουμε στη Λατινική Αμερική («καταλαβαίνω ότι έκαναν σπουδαία πράγματα, αλλά εγώ δεν βλέπω αυτό το μοντέλο»). Στο τέλος, από δω το πάμε, από κει το πάμε, αντιλαμβάνομαι ότι μιλήσαμε κυρίως για ιστορία και για το 1900. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς με ένα «κορίτσι του περασμένου αιώνα», για να μείνουμε στην εικόνα την οποία επέλεξε να δώσει ως τίτλο της αυτοβιογραφίας της.

Σ’ αυτό το μεγάλο διάλογο αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν τρεις φάσεις που σημαδεύουν την αφήγησή της. Η πρώτη είναι η ένταξή της στον κομμουνισμό, στο ΙΚΚ. Είμαστε στο 1943, μετά την 23η Ιουλίου, στο Μιλάνο. (Στην ανάμνηση αυτή χαμογελάει). «Είχα ακούσει να λένε ότι ο Αντόνιο Μπάνφι (ΣτΜ κομμουνιστής φιλόσοφος, καθηγητής της Ροσάντα στο πανεπιστήμιο) ήταν κομμουνιστής. Και πήγα να τον ρωτήσω. «Αλήθεια;». Έτσι, σαν χαζή.

Κι αυτός;
Μου απάντησε: «Γιατί με ρωτάτε;». Μου έδωσε βιβλία να διαβάσω. Ξαναγύρισα μετά από μια εβδομάδα, του είπα: «Ωραία. Και αν κάποιος ήθελε να εφαρμόσει αυτές τις ιδέες;». (Μα αυτό που είναι σημαντικό σήμερα για τη Ροσάντα, είναι να εξηγήσει, πέρα απ’ αυτό το επεισόδιο, πόσο μπορούσε να ήταν εύκολη η ένταξη στον κομμουνισμό ενός κοριτσιού μιας αστικής «α-φασιστικής» οικογένειας).

Γιατί;
Επειδή η αστική κουλτούρα ήταν από το 1800 διαποτισμένη με προοδευτικές ιδέες και ιδέες ισότητας. Βλέπεις, ο πατέρας μου, για παράδειγμα, είχε διαμορφωθεί με γνώμονα τον Τολστόι, τον Ρούντολφ Στάινερ. Όταν κατάλαβε ότι είχα μπει στην Αντίσταση - επειδή η αστυνομία ήρθε να κάνει έρευνα στο σπίτι - με ρώτησε ανήσυχος: «Μα με ποιους πήγες;».

Κι εσύ του είπες την αλήθεια;
Όταν έμαθε ότι ήμουν με τους κομμουνιστές, μου είπε: «Πάλι καλά!». Η αστική τάξη μπορεί να ήταν και φασιστική. Μπορεί να ήταν και μετριοπαθής. Μπορεί να νόμιζε ότι η ανισότητα θα υπήρχε πάντα. Δεν υπήρχε όμως αυτή η ιδέα που συναντάμε σήμερα: η φτώχεια σαν ενοχή. Η ανισότητα σαν αξία.

Η δεύτερη πράξη αυτής της προσωπικής και συλλογικής ιστορίας λαμβάνει χώρα στη δεκαετία του ‘60. Μα η αφήγηση δεν αφορά την υπόθεση του Manifesto.

Τι συνέβη σ’ εκείνα τα χρόνια;
Υπήρξε μια ανθρωπολογική μετάλλαξη. Ο Χομπσμπάουμ την αφηγείται ωραία. Όλα αλλάζουν. Υπάρχει η μεγάλη ανάπτυξη. Η μαζική κατανάλωση. Οι γυναίκες μπαίνουν στην αγορά εργασίας. Η μαζική φοίτηση των παιδιών στα σχολεία.
Αρχίζει η κριτική στα κόμματα. Αρχίζει εκείνη η απόκλιση μεταξύ κομμάτων, κινημάτων και κοινωνίας, που ίσως σήμερα να έφθασε το απώτερο σημείο της.
Ξεσπάνε τα κινήματα, πρώτα τα φοιτητικά, μετά τα εργατικά. Το ΙΚΚ και τα κόμματα δεν τα καταλαβαίνουν. Θυμάμαι ότι ήταν έκπληκτα απ’ αυτό το κύμα που διαμορφωνόταν έξω απ’ αυτά. Οι γηραιότεροι, άνθρωποι τύπου Σέκια και Τερατσίνι, σκέφτονταν: «Αν οι εργάτες κινήθηκαν χωρίς το ΙΚΚ, πρέπει να υπάρχει κάποιο λάθος».

Στην αυτοβιογραφία της, η οποία σταματά εδώ, στο 1969 -κι αυτό έχει τη σημασία του- η Ροσάντα, αναφερόμενη στην ομάδα του Manifesto, λέει: “Ελπίζαμε ότι θα ήμασταν μια γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτές τις νέες ιδέες και στη σοφία της γέρικης αριστεράς: δε λειτούργησε”. 

Τέλος, ερχόμαστε στην τρίτη φάση: αναπόφευκτα, λαμβάνει χώρα στο τέλος της δεκαετίας του 80.

Τι ήταν για σένα το 1989;
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ λόγω εσωτερικής έκρηξης. Ίσως όμως να είναι πιο εκπληκτική η στροφή της Κίνας: ένα κομμουνιστικό κόμμα που γίνεται θιασώτης του καπιταλισμού. Αν μου το είχαν πει δέκα χρόνια νωρίτερα, δεν θα το είχα πιστέψει. Για την ιδέα της αριστεράς υπήρξε μια μοιραία μετάβαση.

Γιατί;
Γιατί -είτε μας άρεσε είτε όχι- μέχρι τότε υπήρχαν δύο στρατόπεδα, δύο κουλτούρες, δύο πραγματικότητες. Από εκείνο το σημείο, απομένει μόνο ένα. Και απομένει μόνο μια ερμηνεία που λέει: ο καπιταλισμός - ο κοινωνικός δαρβινισμός - είναι μια φυσική κατάσταση. Ο σοσιαλισμός, η ισότητα, είναι αυταπάτες. Είναι μια ουτοπία. Μια λέξη που σιχαίνομαι. Εκεί είναι που η προοδευτική κουλτούρα του 1800, κι εκείνη η σοσιαλιστική, αόριστη ιδέα, εξαφανίζεται. Και μαζί της, κατά κάποιον τρόπο, καταποντίζεται και η ίδια η ιδέα της αριστεράς. Γιατί για μένα αυτό είναι αριστερά. Μια ηθική της ισότητας. Αν θέλεις, πρόκειται για μια ιδέα που προέρχεται από τη γαλλική επανάσταση. Δεν είναι ένα ζήτημα οικονομικής τάξης, αλλά πολιτικό, ηθικό. Γιατί σε επίπεδο λειτουργίας και τα δύο συστήματα μπορούν να σταθούν όρθια. Αριστερά είναι αυτός ο αγώνας ενάντια στις αδικίες του κόσμου μέσα από μια ιδέα ιδιοκτησίας που τη διαχειρίζεσαι πολιτικά.

Eδώ ήθελες να καταλήξεις;
Ναι, γιατί αν το δεις έτσι, το ερώτημα από πού να ξαναρχίσει η αριστερά, είναι πολύ περίπλοκο.

Τι είναι αυτό που περιπλέκει την απάντηση;
Τι συνέβη; Τι δε λειτούργησε; Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν. Όχι τι έκανε μέχρι σήμερα η αριστερά, η οποία ξέφυγε απ’ αυτά τα ερωτήματα. Δεν το έκανε εκείνη η χίμαιρα, εκείνη η σούπα, εκείνος ο κένταυρος που σήμερα λέγεται Δημοκρατικό Κόμμα. Ούτε κι αυτοί που εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται κομμουνιστές. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ανθρωπολογική μετάλλαξη, που συμβαίνει στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90. Εκείνη η γενιά μετά το 89, η οποία - «εξαιτίας και των συνεπειών της τεχνολογικής επανάστασης» - χάνει το νήμα της συνέχειας με το παρελθόν, «σαν η εμπειρία να παύει πια να είναι μεταδόσιμη».

Η Ροσάνα αναφέρεται σε δύο επεισόδια που εντυπώθηκαν στο μυαλό της.

Να ξεκινήσουμε από το πρώτο;
Το πρώτο είναι αυτό που συνέβη όταν ο Πιντόρ έγραψε ένα κύριο άρθρο τη δεκαετία του ‘90 για την έπαυλη του Μπερλουσκόνι με τα 16 μπάνια.

Γιατί το θεωρείς τόσο σημαντικό;
Για κείνον ήταν σαν να έλεγε: δεν μπορεί να είναι σωστός άνθρωπος. Μέσα σε τόσο πλούτο, υπήρχε κάτι λανθασμένο και ανήθικο. Θα το είχε γράψει και ο πατέρας μου. Κι όμως ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Είχε ένα βουνό από αρνητικές κριτικές. Είχε συμβεί κάτι. Είχαν αλλάξει οι αξίες.

Και το δεύτερο επεισόδιο;
Είναι πιο πρόσφατο. Είχα πάει ταξίδι στην Ιταλία, παρουσίαζα το βιβλίο μου σε ένα πανεπιστήμιο. Μια νεαρή γυναίκα, μάλιστα και με μεταπτυχιακό, εργαζόταν εκεί ως γραμματέας με επισφαλή σχέση εργασίας.

Και τι συνέβη;
Ήταν ευγενική μαζί μου, αλλά μου είπε: «Εγώ απ’ αυτά που λέτε -ότι με τις σπουδές, με την ένταξη σε ένα κόμμα, σε ένα συνδικάτο, μπορεί να αλλάξει κάτι - δεν πιστεύω τίποτα».
Δυστυχώς δεν με εκπλήσσει...Αυτό το νέο κορίτσι αντιπροσωπεύει μια απελπισία που η γενιά μου δε γνώρισε. Σκέψου: ο πατέρας μου πτώχευσε στην κρίση του ‘29. Θυμάμαι που μας πήραν τα χαλιά. Πέσαμε σε μεγάλη στενότητα. Ζούσαμε σε δύο δωμάτια. Κι όμως εγώ θυμάμαι εκείνη τη σατανική περηφάνια να νιώθουμε διανοούμενοι. Αυτή τη σιγουριά που είχαμε εγώ και η αδελφή μου. Ότι σπουδάζοντας δεν θα είχαμε προβλήματα. Και δεν είχαμε. Σήμερα υπάρχει μια κατάσταση αθλιότητας, που συνδυάζεται με μεγαλύτερη γνώση. Όμως δεν υπάρχει πια πίστη ότι μπορεί να αλλάξει.

Τώρα όμως υπάρχει μια βαθιά, συστημική κρίση του καπιταλισμού.
Ναι, μπορώ να συμφωνήσω. Όμως η κρίση της αριστεράς μού φαίνεται ακόμη πιο σοβαρή.

Τι γνώμη έχεις γι’ αυτά τα αναδυόμενα φαινόμενα λαϊκισμού;
Μετά απ’ αυτό το κοινωνικό ρήγμα, που επήλθε έπειτα από την καταστροφή της αριστεράς, βγαίνουν οι λαϊκισμοί. Όσο είχαμε το ΙΚΚ και ένα δυνατό συνδικάτο, είχαμε μεταρρυθμίσεις και πρόοδο, για τη δουλειά και για τα πολιτικά δικαιώματα. Το ΙΚΚ παρήγαγε μεγάλες μεταρρυθμίσεις και από τη θέση της αντιπολίτευσης. Τώρα μπορεί να πήγαν στην κυβέρνηση, αλλά υπήρξε οπισθοχώρηση και απόκλιση στα εισοδήματα. Η αριστερά δεν υπάρχει πια. Γι’ αυτό βγαίνουν οι λαϊκισμοί.

Για τον Γκρίλο τι γνώμη έχεις;
Μου φαίνεται η κλασική δεξιά αντιπολιτική στάση.

Υπάρχει κάτι που να σου φάνηκε ενδιαφέρον, μετά από το ‘89;
Μόνο τα κινήματα.

Που εσένα δεν σε ενθουσιάζουν...
Τι αντιτάσσω στα κινήματα; Όχι τόσο τη λατρεία της εκλογικής αποτελεσματικότητας, που οδήγησε τα κόμματα σε μια βαθιά κρίση. Όμως θυσίασαν το πρόβλημα της αποτελεσματικότητας για χάρη του ζητήματος της συμμετοχής, που επίσης είναι σημαντικό. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν καταλήγουν πουθενά. Δεν έχουν συνέχεια. Τρελαίνονται και μόνο να ακούσουν να τους μιλάς για οργάνωση.

Όμως δεν έχουν κάποιο δίκιο να κριτικάρουν τα κόμματα;
Ναι. Αλλά δεν έθεσαν το ζήτημα του πώς θα γίνουν αποτελεσματικά αποφεύγοντας τα κλουβιά των παραδοσιακών κομμάτων, για να ξαναδώσουν φωνή στο άτομο, στην πολυπλοκότητά του, στην τάση του για συμποσιακή ευθυμία. Μπορώ να κατανοήσω την κριτική που έκανε ο φεμινισμός. Είναι αλήθεια ότι εγώ μέχρι τη δεκαετία του ‘70 δεν έγραψα ποτέ κάτι αρχίζοντας με τη λέξη εγώ... Αναζητούσα την αντικειμενικότητα των πραγμάτων. Όμως υπάρχει και ο κόσμος. Το εγώ δεν μπορεί να είναι το μέτρο των πάντων.

Και επομένως;
Εκτός των άλλων αυτή η εικόνα των κομμάτων είναι και λανθασμένη. Το ΙΚΚ ήταν μια μεγάλη μέδουσα που ανάπνεε μέσα στην κοινωνία. Το να είσαι μέσα σ’ εκείνο το μεγάλο σώμα - σ’ εκείνο το βαρύ κόμμα, όπως το αποκάλεσε ο Οκέτο - σε οδηγούσε στο να συναντηθείς με άλλους κόσμους, και να έχεις μια πιο αντικειμενική αντίληψη της κοινωνίας. Στα κινήματα υπάρχουν πολλοί ατομικισμοί ομάδων. Δεν δουλεύουν μαζί. Ο καθένας προχωράει μόνος του. Κοίτα: θα καταλήξω να γράψω ένα εγκώμιο στα κόμματα. Για να γίνω λίγο πιο αντιπαθητική.

Πώς σου φαίνεται η ιδέα που αυτή τη στιγμή επανέρχεται με ένταση, να καταργηθούν δηλαδή οι ηγετικές ομάδες;
Είναι αλήθεια ότι αυτή η ιδέα άρχισε το 1968 και επανεμφανίζεται, έπειτα από 45 χρόνια. Όλοι το ίδιο. Όμως στο τέλος, ενώ λες ότι όλοι είναι το ίδιο, σου ξεπετάγεται ο ηγέτης. Όπου έχεις κόμματα, έχεις ηγέτες. Όχι ομάδες, αλλά έναν μόνο άνθρωπο. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα έτσι ήταν.

Λες για τον Γκρίλο;
Έχω στο νου μου και την ομάδα του Γκίνσμποργκ (ΣτΜ Άγγλος ιστορικός, που ζει στην Ιταλία και έχει αποκτήσει την ιταλική υπηκοότητα. Από το 1992 διδάσκει Ιστορία της Ευρώπης στο Τμήμα Φιλολογίας της Φλωρεντίας. Το 2012, μαζί με τον Μάρκο Ρεβέλι ίδρυσε το νέο πολιτικό υποκείμενο ALBA [Συμμαχία Εργασίας Κοινωφελών Αγαθών Περιβάλλοντος]). Ή τις γυναίκες στο Πέστουμ, που συναντήθηκαν πρόσφατα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Καμία στο προεδρείο. Καμία εισήγηση. Καμία κορυφή. Τρία λεπτά η καθεμία.

Εσύ είσαι δύσπιστη;
Εκείνες ήταν ευχαριστημένες. Ένιωσαν τη συγκίνηση του να ανήκουν κάπου. Για να πω την αλήθεια, εμένα μου φαίνεται ένα μεγάλο μπουρδέλο. Όμως είναι αλήθεια ότι τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί από μια ελίτ, και από πίσω υπήρχαν αναλφάβητες και αμόρφωτες μάζες. Σήμερα υπάρχει μαζική μόρφωση. Άρα υπάρχει ζήτημα: πώς μπορεί να οργανωθεί μια μορφωμένη μάζα.

Είπα σε μια νεαρή Ισπανίδα, μια αγανακτισμένη, ότι ερχόμουν να σου πάρω συνέντευξη. Τη ρώτησα ποια ερώτηση θα ήθελε να σου θέσει. Μου ζήτησε να ρωτήσω πώς μπορεί το 99% να νικήσει το 1%;
Γιατί το 99% της ανθρωπότητας ανέχεται το 1%; Επειδή χάθηκε η πρωτιά της πολιτικής πάνω στην οικονομία. Η πολιτική του Χίλια Εννιακόσια έφερε την πρωτιά της ισότητας. Η πολιτική έχασε την πρωτιά. Όμως προσοχή: την έχασε εξαιτίας μιας πολιτικής ήττας. Επειδή ηττήθηκε η ιδέα της ισότητας.

Τέλος πάντων, πού καταλήγουμε;
Κοίτα: ζούμε μια τραγική και ενδιαφέρουσα στιγμή. Σήμερα υπάρχει ένα μάξιμουμ απόκλισης μεταξύ κινημάτων και θεσμών. Τα κινήματα είναι ισχυρά, αλλά δεν ξεπερνούν το εμπόδιο των διαλυμένων θεσμών. Η Ιταλία είναι μάλλον η πιο άτυχη, μ’ όλο αυτό το κοινοβούλιο πιεσμένο πάνω στο Μόντι.

Είσαι απαισιόδοξη.
Ναι. Πιστεύω όμως ότι κάτι θα ξαναγεννηθεί. Κοίτα: ο μόνος λόγος που με λυπεί να πεθάνω, είναι γιατί δεν θα το δω. Γιατί, επιπλέον, αυτή τη φορά δεν θα συμβεί σε μια καθυστερημένη χώρα, όπως έγινε με την ΕΣΣΔ. Αυτή τη φορά -χάρη και στο internet και στην επανάσταση των επικοινωνιών - ο πρωταγωνιστής θα είναι μια μορφωμένη κοινωνία. Και θα είναι διαφορετικό.

σημείωση: οι χαρακτηρισμοί στο κείμενο έγιναν από τον διαχειριστή του ιστολογίου.

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Κοινωνική οικονομία: τόπος συνάντησης των αναγκών της επιβίωσης με την ανάκτηση της αξιοπρέπειας (αναδημοσίευση)


του Γιώργου Λιερού
Δημοσιεύτηκε στο 9ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας Δράση 

Η ανάδυση της Κοινωνικής Οικονομίας ακολούθησε σχεδόν άμεσα τη γένεση της οικονομίας της αγοράς. Δεν επρόκειτο παρά για την αυτοοργάνωση της νεαρής εργατικής τάξης· την αυτοοργάνωση για την κοινωνική ασφάλεια, τη μόρφωση αλλά και για τη συνεταιριστική ανάληψη παραγωγικών δραστηριοτήτων. Όχι μόνο για την επιβεβαίωση μέσα στο ζοφερό κοινωνικό τοπίο της Βιομηχανικής Επανάστασης αλλά προπάντων για την αξιοπρέπεια. Η Κοινωνική Οικονομία απετέλεσε ίσως την πρώτη μορφή με την οποία εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο το σύγχρονο εργατικό κίνημα· ευθύς εξαρχής είχε μια προνομιακή σχέση με τους λεγόμενους ουτοπιστές σοσιαλιστές (στην Αγγλία, το κίνημα του Όουεν προηγήθηκε από εκείνο των Χαρτιστών, ενός πιο πολιτικοποιημένου εργατικού κινήματος, το οποίο διεκδικούσε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα).

Απ’ όλον αυτόν τον θεσμικό πλούτο τον οποίο δημιούργησε μέσα σ’ έναν αιώνα το εργατικό κίνημα, συγκροτήθηκε το κράτος πρόνοιας. Το τελευταίο αμφισβητήθηκε από τα αριστερά, από τα κινήματα νεολαίας της δεκαετίας του 1960, αλλά αποδομήθηκε από τα δεξιά, από τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό. Η αποδόμηση ξεκίνησε από τη Λατινική Αμερική και την Αγγλία και σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η σύγχρονη Κοινωνική Οικονομία έχει την καταγωγή της από τη μια στα κινήματα νεολαίας της δεκαετίας του 1960 και στα οικολογικά και εναλλακτικά κινήματα που τα διαδέχθηκαν, και από την άλλη στα αντινεοφιλελεύθερα κινήματα τα οποία εδώ και τρεις δεκαετίες συγκλονίζουν τη Λατινική Αμερική. Αυτά τα κινήματα πρωτοστάτησαν στους αγώνες εναντίον της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και αποτελούν μοναδικές εμπειρίες αυτοοργάνωσης των αποκάτω για την ανάληψη της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής.

Σε κάθε περίπτωση, η Κοινωνική Οικονομία, έρχεται να πάρει τη θέση του καταρρέοντος κράτους πρόνοιας και είναι το πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σ’ ένα «εναλλακτικό επιχειρείν» και την αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία. Η Κοινωνική Οικονομία αποτελεί ένα σπουδαίο πεδίο ανάπτυξης και συγκρότησης, ένα πραγματικό πειραματικό εργαστήρι, για αγοραίους θεσμούς οι οποίοι έρχονται να υποκαταστήσουν τους πολιτειακούς και κρατικούς. Από την άλλη, ιδίως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, βλέπε κοινωνικής κατάρρευσης, η Κοινωνική Οικονομία αποτελεί όχι μόνο πεδίο δοκιμασίας των αντικαπιταλιστικών προταγμάτων στην πράξη αλλά και την κύρια ή τη μόνη δυνατή απάντηση όσων από τους αποκάτω πετάγονται οριστικά εκτός απασχόλησης και εκτός κοινωνικής προστασίας· είναι ο τόπος στον οποίο συναντώνται οι ανάγκες της επιβίωσης με τα πιο ευγενικά οράματα και την ανάκτηση της αξιοπρέπειας.

Η Κοινωνική Οικονομία είναι η μόνη διέξοδος στην απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας (απελπιστική κατάσταση που δεν έχει να κάνει μόνο με τη φτώχεια και την εξαθλίωση). Χωρίς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς την ατομική πρωτοβουλία, την προσωπική ευθύνη του καθενός χωριστά απ’ αυτούς, δεν μπορεί να επιτελεστεί το τιτάνιο έργο της από την αρχή ανασυγκρότησης της οικονομίας, της ανοικοδόμησης της χώρας, της ανασύστασης της κοινωνίας. Εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει πλέον κάποιο πολιτικό σχέδιο που να μπορεί να υλοποιηθεί με διατάγματα από ένα κρατικό μηχανισμό (ακόμη κι αν ο μηχανισμός αυτός θα ήταν ο γερμανικός και όχι ο ελληνικός). Όχι βέβαια ότι στερούνται σημασίας οι πολιτικοί αγώνες και προπάντων η εξέγερση και η μετωπική αναμέτρηση με το κράτος. Δημιουργούν τον δημόσιο χώρο που εμπεριέχει αυτές τις δομές και τις κάνει κόσμο· προϋποθέτουν αλλά και μας χρειάζονται επίσης για να διευκολύνουν να αναδείξουν τη δημιουργικότητα του πλήθους των ανθρώπων στο μοριακό επίπεδο.

Μια «αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία», η οποία εκδηλώνει μια δυναμική υπέρβαση του καπιταλισμού, ξεχωρίζει πρώτα απ’ όλα γιατί ξεκινάει από σήμερα την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, υιοθετώντας, προκρίνοντας, τη συνεργασία, το συνεταιρισμό των ελεύθερων παραγωγών, και επίσης γιατί συγκρούεται δραστικά με την εμπορευματοποίηση της γης και τις δραματικές συνέπειές της για τους ανθρώπους και τον πλανήτη. Η εμπορευματοποίηση της ικανότητας για εργασία και η εμπορευματοποίηση της γης όρισαν στις αρχές του 19ου αιώνα τη μετάβαση από τις εμπορευματικές οικονομίες του πρώιμου καπιταλισμού στην αυτορρυθμιζόμενη αγορά και τον σύγχρονο καπιταλισμό. Η αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία αμφισβητώντας τη μισθωτή εργασία και την εμπορευματοποίηση της γης συνυφαίνεται με τα δυο μεγάλα κινήματα της εποχής μας, το εργατικό και το οικολογικό.

Ωστόσο, για μια κοινωνία που είναι επικεντρωμένη στην οικονομία, δηλαδή στη συνεχή μεγέθυνση της παραγωγής, στο μόχθο και την εργασία (ή στην απαλλαγή απ’ αυτά), στην όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση «υλικού» πλούτου, στην ατομική καταξίωση μέσα από την κατοχή πραγμάτων, στην διαρκή αύξηση της κατανάλωσης κ.τ.λ., ο καπιταλισμός είναι ένα καλό, το καλύτερο, σύστημα (ακόμη κι αν κάνει κακό στους ανθρώπους και τη φύση). Η θέσμιση στην προοπτική μιας άλλης κοινωνίας συνάδει με την απώλεια της φαντασιακής, συμβολικής και υλικής πρωτοκαθεδρίας που απολαμβάνει η οικονομία στην καπιταλιστική κοινωνία, συμβαδίζει με την επανενσωμάτωσή της στην κοινωνία. Μόνο με αυτήν την προϋπόθεση μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά (επίσης και στο οικονομικό επίπεδο) οι συνεταιρισμοί και η αυτοδιαχείριση και να είναι οικονομικά βιώσιμες οι μελλοντικές δημοκρατικές πολιτείες.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων το βιβλίο του Γιώργου Λιερού Υπαρκτός καινούργιος κόσμος: Κοινωνική/Αλληλέγγυα και Συνεργατική Οικονομία

σημείωση: οι χαρακτηρισμοί στο κείμενο έγιναν από τον διαχειριστή του ιστολογίου