Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Για την Κοινωνική Οικονομία (μέρος Ι): Μια ιστορική αναδρομή για έναν επίκαιρο προβληματισμό



Αναδημοσίευση από Εφημερίδα Δράση
(http://efimeridadrasi.blogspot.gr/)

Του Γιώργου Λιερού

Η Κοινωνική Οικονομία ως κοινωνική είναι αντίθετη με την αυτορρυθμιζόμενη αγορά (την οικονομία της αγοράς), τον φιλελευθερισμό και τον νεοφιλελευθερισμό. Αρνείται τη χαρακτηριστική στον καπιταλισμό πρωτοκαθεδρία της οικονομίας, την επικυριαρχία της πάνω στις διαφορετικές σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Στο πνεύμα της όλης προσέγγισης του Καρλ Πολάνυι η Κοινωνική Οικονομία ορίζεται ως η μη αγοραία οικονομία, η παραγωγή και η διανομή υπό τον έλεγχο της κοινωνίας και όχι της αγοράς. Επιπλέον, ο όρος Κοινωνική Οικονομία εξυπονοεί την αντίθεση κράτος/κοινωνία και η Κοινωνική Οικονομία αντιδιαστέλλεται όχι μόνο από την καπιταλιστική αλλά και από την κρατική («σοσιαλιστική») οικονομία. Ωστόσο, ο όρος κρατάει την οικονομία σαν διακριτή έννοια που αναφέρεται σε μια ξεχωριστή σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας (έστω υπό κοινωνικό έλεγχο) και διασώζει αμυδρά κάτι από τη φιλελεύθερη αντίληψη για την ατομική (ιδιωτική) πρωτοβουλία, την ιδέα ενός χώρου με κάποιες δυνατότητες αυτορρύθμισης μέσα από τις διακριτές πρωτοβουλίες μίας πολλότητας ανθρώπων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε. η Κοινωνική Οικονομία έχει μια ισχυρή και δυναμική παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι της Ευρώπης. Στην «πρόταση ψηφίσματος του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου» που κατέθεσε ο ευρωβουλευτής Sven Gregold ως εκπρόσωπος της ομάδας των Πρασίνων διαβάζουμε ότι «η Ε.Ε. αριθμεί 160.000 συνεταιρισμούς οι οποίοι βρίσκονται στην ιδιοκτησία του ¼ και άνω των Ευρωπαίων και απασχολούν 5,4 εκατομμύρια εργαζόμενους περίπου»1.
Σύμφωνα με τον Απόστολο Ιωακειμίδη2 η Κοινωνική Οικονομία εκπροσωπεί «δύο εκατομμύρια οικονομικές οντότητες δηλαδή το 10% του συνολικού αριθμού των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και απασχολεί περισσότερους από 11 εκατομμύρια μισθωτούς (το ισοδύναμο του 6% του ενεργού πληθυσμού της Ε.Ε.)3». Σύμφωνα με την Karine Pfluger4 «η Κοινωνική Οικονομία αντιπροσωπεύει 1 εκατομμύριο επιχειρήσεις και περισσότερο από 6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας»5. Κατά την Ελένη Σπανοπούλου6 «ο Αυτοδιαχειριζόμενος Συνεταιριστικός τομέας αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο των ασφαλιστικών οργανισμών στην Ευρώπη και περίπου το 25% των ασφάλιστρων». Τα μέλη της Διεθνούς Ένωσης Αυτοδιαχειριζόμενων Αλληλοβοηθητικών Ταμείων Υγείας «παρέχουν κάλυψη, κυρίως, απέναντι στον κίνδυνο ασθένειας σε 230 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και σε περισσότερους από 160 εκατομμύρια στην Ευρώπη»7. Σύμφωνα με τον Klaus Niedierlander8 οι συνεταιρισμοί έχουν αναπτυχθεί σε παγκόσμιο κίνημα «το οποίο παρέχει απασχόληση σε 100 εκατομμύρια ανθρώπους, 20% περισότερο απ’ ότι οι πολυεθνικές εταιρείες. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν μερίδιο αγοράς ανερχόμενο σε 20%, 40% ή ακόμη και 60% σε κλασικούς τομείς της οικονομίας (γεωργία, τραπεζικές εργασίες, λιανεμπόριο, στέγαση)9». Κατά τον Arnaud Pinxsteren10 η Κοινωνική Οικονομία αντιπροσωπεύει το 10% του ΑΕΠ του Βελγίου «αντίστοιχο του μέσου όρου στις άλλες χώρες»11.

Η Κοινωνική Οικονομία περιλαμβάνει συνεταιρισμούς, εταιρείες αμοιβαίας βάσης, ενώσεις και ιδρύματα. Οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται ιδιαιτέρως στην κοινωνική προστασία, τις κοινωνικές υπηρεσίες, την υγεία, σε τραπεζικές και ασφαλιστικές εργασίες, στη γεωργική παραγωγή, την προστασία του καταναλωτή, την κοινοτική εργασία, την οικοτεχνία/χειροτεχνία, τη στέγαση, τις υπηρεσίες εφοδιασμού, τις υπηρεσίες γειτονιάς, την εκπαίδευση και την κατάρτιση, την βιώσιμη ανάπτυξη, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών καθώς και με δραστηριότητες πολιτισμού, αθλητισμού και ελεύθερου χρόνου. 12

Στην τρέχουσα συζήτηση (όπως και στη συζήτηση εντός ή πέριξ των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. αλλά και στη νομολογία της Ε.Ε. και των μεμονωμένων ευρωπαϊκών κρατών), οι επιχειρήσεις της Κοινωνικής Οικονομίας διακρίνονται από τις παραδοσιακές κεφαλαιουχικές πρώτα απ’ όλα γιατί δε στοχεύουν στην αναζήτηση κέρδους ως απόδοση της επένδυσης των μετοχών της επιχείρησης13 με άλλα λόγια γιατί: «το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος προορίζεται για την επίτευξη στόχων βιώσιμης ανάπτυξης προς το συμφέρον της εξυπηρέτησης των μελών και προς το γενικότερο συμφέρον»14. Οι επιχειρήσεις της Κοινωνικής Οικονομίας συνδυάζουν τα συμφέροντα των μελών-χρηστών με το γενικό συμφέρον15. Στόχος τους είναι η ικανοποίηση των αναγκών «όχι μόνο των μετόχων αλλά και των καταναλωτών, των εργατών/ εργαζομένων τους, των παραγωγών ή του ευρύτερου κοινού», όπου ο όρος ανάγκες δε δηλώνει μόνο τις οικονομικές αλλά και τις κοινωνικές, τις περιβαλλοντικές (διατήρηση της τοπικής βιοποικιλότητας, ενεργειακή αυτονομία) και τις πολιτιστικές (διαχείριση της τοπικής ποικιλότητας) ανάγκες16. Εκδηλώνουν έντονο ενδιαφέρον για την τοπική κοινωνία εντός της οποίας δραστηριοποιούνται17. Τις χαρακτηρίζει το έντονο πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των μελών τους18. Διατηρούν τη διαχειριστική τους αυτονομία από τις δημόσιες αρχές19 , ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικά με βάση την αρχή «ένα μέλος = μία ψήφος» και όχι «ένα ευρώ = μία ψήφος»20.

Η SOCIAL ECONOMY EUROPE (http://www.socialeconomy.eu.org) είναι ο οργανισμός που αντιπροσωπεύει την Κοινωνική Οικονομία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δημιουργήθηκε το Νοέμβριο του 2000 με την ονομασία CEP-CMAF. Για την έννοια της Κοινωνικής Οικονομίας σε διάφορες χώρες χρησιμοποιούνται επίσης ονομασίες όπως αλληλέγγυα οικονομία (solidarity-based economy, economy solidaire), ο τρίτος τομέας (the third sector) κ.α.

Η Κοινωνική Οικονομία συνιστά λοιπόν μια πραγματικότητα θεσμικά αναγνωρισμένη, με υπολογίσιμη έκταση και σοβαρά μεγέθη στην οικονομία. Αποτελεί όμως πράγματι τον άλλον κόσμο που είναι εφικτός και είναι ήδη εδώ; Τον κόσμο που αναπτύσσεται αντιθετικά με το καπιταλιστικό σύστημα στις ρωγμές που προκαλούν οι αντιφάσεις του ή μήπως αποτελεί απλώς την συγκολλητική ύλη που γεμίζει αυτές τις ρωγμές και τελικά δίνει συνοχή και αντοχή στο όλο οικοδόμημα;

Δεν μπορούμε να απαντήσουμε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι, να πούμε χωρίς αμφιλογίες ότι είναι το ένα ή το άλλο. Θα πρέπει, ωστόσο, να ξεκινήσουμε από αυτήν την Κοινωνική Οικονομία, την Κοινωνική Οικονομία «όπως είναι», να δούμε τις αντιφάσεις της, τις καταγωγικές της γραμμές, τις προοπτικές της. Είναι πιο δόκιμο να ασκήσουμε κριτική στην υφιστάμενη Κοινωνική Οικονομία, να την δούμε σαν μια πολλαπλότητα αντιφατικών και συγκρουόμενων πρακτικών μέσα στην οποία ανοίγονται αντιθετικές δυνατότητες, από το να φλυαρούμε για ιδανικά προς τα οποία «πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα» και να περιορίσουμε τις αναφορές μας μόνο στα σχετικά λίγα (στην Ευρώπη τουλάχιστον) παραδείγματα τα οποία κινούνται ρητά και με και πρακτική συνέπεια σε μια αντισυστημική κατεύθυνση (χωρίς βέβαια να υποτιμήσουμε καθόλου την πολύ μεγάλη σημασία των τελευταίων).

Η Κοινωνική Οικονομία γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από την προσπάθεια της νεαρής εργατικής τάξης να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειες της Βιομηχανικής Επανάστασης και της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς. Οι απόκληροι, οι άνεργοι και οι εργάτες επιχείρησαν να παράγουν οι ίδιοι (χωρίς τους εργοδότες) τα αναγκαία για την επιβίωσή τους και να εξασφαλίζουν τους όρους για την κοινωνική τους αξιοπρέπεια.

Οι συνεταιρισμοί, τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα (και οι Αναρχικές Ομοσπονδίες) ήταν θεσμοί που αναδείχθηκαν από το εργατικό κίνημα· αντιστοιχούν σε πεδία εργατικής κινηματικής δράσης που βρίσκονται σε στενή σχέση μεταξύ τους. Η τύχη τους παρακολούθησε τις τύχες του ευρύτερου κινήματος του οποίου ήταν μέρη. Ωστόσο, η ιστορία τους είναι κατεξοχήν μη γραμμική και δεν μπορεί να κριθεί απλοϊκά εκ του αποτελέσματος, ενός αποτελέσματος που κρίθηκε και ξανακρίθηκε πολλές φορές στα όρια, σε όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Πράγματι γραφειοκρατικά συνδικάτα ποδηγετούν εδώ και πολλές δεκαετίες τους εργατικούς αγώνες, σήμερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εφαρμόζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ανάλογα η Κοινωνική Οικονομία σε πολλά σημεία δύσκολα διακρίνεται από την οικονομία της αγοράς και ιδίως μάλιστα εκεί που καλείται σήμερα να αναλάβει με αγοραίους όρους τις λειτουργίες του παλαιού κράτους πρόνοιας το οποίο αποσυντίθεται. Όμως και σήμερα που χρησιμοποιούμε σπανιότερα τον όρο εργατική τάξη και συχνότερα τους όρους «πλήθος» και «οι από κάτω» χρειαζόμαστε επίσης (όπως οι εργάτες της βικτωριανής εποχής) οργανώσεις στους τόπους δουλειάς, διαδικασίες πολιτικής συζήτησης, παρέμβασης στο δημόσιο χώρο ή καλύτερα δημιουργίας δημόσιου χώρου (όπως ήταν οι εργατικές λέσχες, η Κομμούνα ή τα Συμβούλια) και τέλος πρωτοβουλίες για την παραγωγή αγαθών αλλά και της ίδιας της κοινωνικής ζωής έξω από την αγορά αλλά και έξω από τις σχέσεις της μισθωτής εργασίας (τέτοιες πρωτοβουλίες ήταν κάποτε οι συνεταιρισμοί).

Ο καπιταλισμός αντλεί δύναμη αφομοιώνοντας διαρκώς τις προσπάθειες των «από κάτω». Έτσι μετατοπίζει διαρκώς τις γραμμές σύγκρουσης αλλά και πολλαπλασιάζει τα πεδία αντιπαράθεσης. Μερικές φορές ότι εμείς ονομάζουμε «αφομοίωση» είναι ένα δούναι και λαβείν που έχει περισσότερες από μια αναγνώσεις. Ο καπιταλισμός φέρνει διαρκώς τον εχθρό μέσα στο σπίτι του, εκτίθεται σε χτυπήματα μέσα σε δικό του έδαφος, το έδαφος που έχει μόλις κατακτήσει.

Η υφιστάμενη Κοινωνική Οικονομία (όπως ο συνδικαλισμός, αλλά και πολλές λαϊκές οργανώσεις) διαπερνάται από τη σύγκρουση ανάμεσα στις συστημικές και τις αντισυστημικές δυνάμεις, άλλωστε, όπως είπαμε, δεν είναι παρά το δημιούργημα της θεσμίζουσας δραστηριότητας τωρινών και προηγούμενων κινημάτων, την οποία υποκίνησαν ανάγκες εξίσου παρούσες και σ’εμάς σήμερα. Χρειάζεται να έχουμε μια δυναμική αντίληψη της κατάστασης στο σύνολο και στην αντιφατικότητά της. Κατ’ αρχάς να γνωρίζουμε την ιστορία αυτών των προσπαθειών. Όχι μόνο για να αντλήσουμε διδάγματα από το πώς αφομοιώθηκαν (αν αφομοιώθηκαν) αλλά επίσης για να αντιληφθούμε το ιστορικό βάθος των διαφορετικών πεδίων της κοινωνικής πάλης. Η Κοινωνική Οικονομία δεν προέκυψε για πρώτη φορά στα κινήματα της δεκαετίας του 1960, όπως νομίζουν οι αγράμματοι που επικαλούνται την τριτοδιεθνιστική παράδοση ή ισχυρίζονται διάφοροι στον οικολογικό χώρο, ούτε μας ήρθε από τη Λατινική Αμερική. Γεννήθηκε μαζί με το εργατικό κίνημα, είναι τόσο παλιά όσο η εργατική τάξη και η αντίσταση της κοινωνίας στην οικονομία της αγοράς.

Στην Αγγλία τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μεσούσης της Βιομηχανικής Επανάστασης κι ενώ με δραστικές κρατικές παρεμβάσεις (1834, μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας κ.α.) εγκαθίστατο η αυτορρυθμιζόμενη αγορά, εμφανίστηκαν μερικά από τα μεγαλύτερα κοινωνικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας, τα οποία περιελάμβαναν εκατοντάδες χιλιάδες τεχνίτες, εργάτες και εργαζόμενους. Πρώτη εθνική οργάνωση παραγωγών με συνδικαλιστικούς στόχους ήταν η Ένωση Οικοδόμων που είχε κυκλοφορήσει δικό της νόμισμα και προωθούσε την ιδέα της «μεγάλης ένωσης για τη χειραφέτησης των παραγωγικών τάξεων». Από την Ένωση ή Συντεχνία των Οικοδόμων και το «Κοινοβούλιό» της προήλθαν τα βραχύβια Ενωμένα Εργατικά Συνδικάτα, που για ένα μικρό χρονικό διάστημα περιελάμβαναν περίπου 1 εκατομμύριο εργάτες και τεχνίτες σε μία χαλαρή συνομοσπονδία συνδικάτων και συνεταιριστικών ενώσεων. Από την Ένωση Οικοδόμων κατάγονται οι συνεταιρισμοί των βιομηχανικών παραγωγών του 19ου αιώνα. Η αυγή του εργατικού κινήματος στην Αγγλία έφερε στο φως μια εκπληκτική ποικιλομορφία δράσεων και θεσμών. Τα «Ενωσιακά Καταστήματα» ιδρύθηκαν από συνδικαλιστές, αποτελούσαν περισσότερο συνεταιρισμούς παραγωγών στους οποίους άνεργοι εργάτες μπορούσαν να βρουν απασχόληση ή απεργοί να κερδίσουν λίγα χρήματα. Τα ανταλλακτικά παζάρια στηρίζονταν στην αλληλοεπικάλυψη των τεχνών : ικανοποιώντας ο ένας τις ανάγκες του άλλου οι τεχνίτες θα απαλλάσσονταν από τις διακυμάνσεις της αγοράς. Γινόταν χρήση γραμματίων εργασίας τα οποία είχαν ευρεία κυκλοφορία. Ιδρύθηκαν συνεταιριστικές εταιρείες που απασχολούνταν κυρίως με την πώληση προϊόντων στα μέλη τους. Τα κέρδη κατευθύνονταν στην ίδρυση Συνεταιριστικών Χωριών (στα σχέδια του Owen για τη δημιουργία Συνεταιριστικών Χωριών βρίσκεται για τον Πολάνυι η καταγωγή των αγροτικών συνεταιρισμών εργατών γης)21.

Στη Γαλλία η δημιουργία συνεταιρισμών αποτέλεσε την κύρια μορφή δραστηριότητας της εργατικής τάξης κατά την περίοδο 1830-1850 καθώς και στη δεκαετία του 1860. Στη Γαλλία και την Αγγλία όπως και στη Γερμανία τη δεκαετία το 1860 οι συνεταιρισμοί συνδέονταν στενά με άλλες μορφές δραστηριότητας των εργατών όπως τα συνδικάτα. Δεν είχαν όμως οπωσδήποτε σαφείς πολιτικούς ή επαναστατικούς προσανατολισμούς. Το 1848 ο Λουί Μπλαν ζητούσε από το γαλλικό κράτος ενίσχυση για τα «εθνικά εργαστήριά του», ενώ ο Φ.Λασάλ τη δεκαετία του 1860 απαιτούσε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία, ώστε ένα νεοσύστατο εργατικό κράτος να μπορέσει να χρηματοδοτήσει τους συνεταιρισμούς παραγωγών, τους οποίους θεωρούσε μοναδική διέξοδο από τον «σιδερένιο νόμο των ημερομισθίων».

Καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα μια από τις πιο συνηθισμένες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης ήταν η εταιρεία αμοιβαίας βοήθειας ή «φιλική εταιρεία». Υπήρχαν πάνω από 1 εκατομμύριο τέτοιοι σύλλογοι στην Αγγλία το 1815. Οι «φιλικές εταιρείες» παρείχαν πρώτα απ’ όλα στα μέλη τους ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση ασθενείας, ατυχήματος ή γηρατειών την εποχή που απουσίαζε ή ήταν αδύναμη και προβληματική η κρατική παρέμβαση στον τομέα αυτό. Έδιναν επίσης μεγάλη έμφαση στις παραδοσιακές αξίες των παλαιών τεχνητών, όπως το μέτρο στο ποτό, η αξιοπρέπεια στο σεξουαλικό τομέα. Συχνά απαγόρευαν την πολιτική δράση των μελών τους ή τις πολιτικές συζητήσεις αλλά δεν απέφευγαν την εχθρότητα των εργοδοτών ή τις διώξεις των αρχών22.

Στη Γερμανία λίγο πριν απ ‘τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το πανίσχυρο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (4 εκατομμύρια ψήφοι και 110 βουλευτές το 1912 και πάνω από 1 εκατομμύριο ταμειακώς εντάξει μέλη) ήταν «με την πιθανή εξαίρεση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας το μόνο ίδρυμα του Β΄ γερμανικού Ράιχ που φρόντιζε για τους οπαδούς του από τη στιγμή που θα γεννιούνταν μέχρι τη στιγμή που θα πέθαιναν»23. Είχε το δικό του συνεργατικό συνεταιριστικό κίνημα, τα δικά του προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και πλαισιωνόταν μέχρι και από συλλόγους ωδικής, γυμναστικής και ποδηλασίας. «Ο σοσιαλισμός τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία πριν από τον Α ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία πολιτική πεποίθηση : είχε γίνει συστατικό στοιχείο μιας ολόκληρης υποκουλτούρας, συχνά οργανωμένης γύρω από το μπαρ ή την ταβέρνα, ενός ορισμένου τμήματος της εργατικής τάξης»24, γράφει ο Dick Geary. «Αυτή η κουλτούρα συγκροτούσε μία εναλλακτική κοινωνία μέσα σε ένα κατά τα άλλα εχθρικό κόσμο», οι εργάτες μπορούσαν να ζουν μέσα σε ένα «θερμοκήπιο» που τους «προστάτευε από τη σκληρή πραγματικότητα τουλάχιστον έξω από το εργοστάσιο»25 συνεχίζει ο ίδιος.

Για αυτή τη θεωρία της «αρνητικής ενσωμάτωσης»26 στο καθεστώς της καϊζερικής Γερμανίας, στην οποία αναφέρεται ο Dick Geary χωρίς να την υιοθετεί, μιλάει και η Χάνα Άρεντ. Εκτιμάει ότι εκείνη την εποχή η κανονική ενσωμάτωση που υπεράσπιζε ο Μπερνστάιν ήταν για τα συμφέροντα του κόμματος εξίσου επικίνδυνη με την επανάσταση. Η θέση στο περιθώριο της κοινωνίας βιωνόταν ουσιαστικά σαν εμπειρία μίας «ανώτερης εναλλακτικής δυνατότητας προς τον διεφθαρμένο καπιταλισμό». Όπως υποστηρίζει η Άρεντ «οι Γερμανοί σοσιαλιστές ζούσαν πολύ άνετα μέσα σ’ αυτό το “κράτος εν κράτει” : απόφευγαν τις τριβές με την κοινωνία εν γένει και απολάμβαναν χωρίς καμία επίπτωση την αίσθηση ηθικής ανωτερότητας που είχαν. Δεν ήταν καν ανάγκη να πληρώνουν το αντίτιμο μιας σοβαρής αλλοτρίωσης, αφού αυτή η κοινωνία-παρίας ήταν στην πραγματικότητα μόνο ένα κατοπτρικό είδωλο, μια σμικρυμένη αντανάκλαση της γερμανικής κοινωνίας εν γένει.»27

Κατά την εξέγερση των Σπαρτακιστών τον χειμώνα 1918-19, η «αρνητική ενσωμάτωση» αποδείχθηκε πάνω από όλα ενσωμάτωση. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ανέλαβε τον πιο δραστήριο ρόλο ανάμεσα στις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Η σοσιαλδημοκρατική «υποκουλτούρα» βρέθηκε στην πρωτοπορία της υπεράσπισης της καθεστωτικής κουλτούρας. Η αυτοαναφορικότητα, το «ξεροκέφαλο ξέκομμα από τον κόσμο», η πλειοδοσία στην επαναστατική φρασεολογία, αποδείχθηκε τελικά ότι δεν αποτελούσαν παρά έναν τρόπο υπαγωγής στο status quo. Και καθώς δεν είναι μόνο ένας ο πολιτικός ή ο «κοινωνικός» χώρος στην Ελλάδα σήμερα που ανταποκρίνεται πλήρως στην περιγραφή της Χάνα Άρεντ, θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η διάκριση συστημικών/αντισυστημικών δυνάμεων δεν γίνεται με βάση τις πολιτικές ή ιδεολογικές ταυτότητες ακόμη κι αν αυτές συνοδεύονται από «διαφορετικά» πολιτισμικά στυλ. Η αυταρέσκεια που οδηγεί σε απόσυρση από το δημόσιο βίο και τις συγκρούσεις του, η παραίτηση από τη συνεχή «τριβή» με την κοινωνία, κάνουν την πηγή του επαναστατικού πνεύματος να στερεύει.

Η οργάνωση της κοινωνικής οικονομίας γύρω από το κόμμα, στην περίπτωση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, προεικονίζει το πέρασμα από την κοινωνική οικονομία στο κοινωνικό κράτος τη δεκαετία του 1930. Οι κρατικές προστατευτικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και αλλού γίνονταν όλο και συχνότερες από τη δεκαετία του 1870 και μετά. Όμως με το New Deal στις ΗΠΑ, το φασισμό στην Κεντρική Ευρώπη, και το ξεκίνημα της κολεκτιβοποίησης στην ΕΣΣΔ, τελειώνει οριστικά η εποχή του φιλελευθερισμού και της πρώτης παγκοσμιοποίησης. Μια νέα περίοδος ξεκίνησε, και όσον αφορά το θέμα μας μπορούμε να μιλήσουμε για τη γέννηση του κοινωνικού κράτους (την κρατικοποίηση της κοινωνικής οικονομίας).

Το κοινωνικό κράτος ικανοποίησε πολλές από τις διεκδικήσεις των εργατών και έφερε αξιοσημείωτες βελτιώσεις στην καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης. Το τίμημα ήταν ότι διέβρωσε την επάρκεια των ανθρώπων να ορίζουν οι ίδιοι τις τύχες τους, «πολιτικοποίησε» τις ζωές τους, δηλαδή τις υπήγαγε άμεσα στη δικαιοδοσία του κράτους, τις έκανε αντικείμενο για τους ειδικούς, γραφειοκράτες και επιστήμονες. Σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Λας, τον «εκκοινωνισμό της παραγωγής» με το εργοστασιακό σύστημα του 19ου αιώνα ακολούθησε ο «εκκοινωνισμός της αναπαραγωγής». Όπως απαλλοτριώθηκε η τεχνική γνώση του εργάτη, το ίδιο έγινε με τη γονική γνώση, η οποία μεταβιβάστηκε σε υποκατάστατους γονείς, όχι στην οικογένεια αλλά στο κράτος, στην ιδιωτική βιομηχανία ή στους δικούς τους κώδικες επαγγελματικής ηθικής. Ο Κρίστοφερ Λας παραθέτει τα πολύ χαρακτηριστικά λόγια της Έλεν Ρίτσαρντς, ιδρύτριας του σύγχρονου επαγγέλματος της κοινωνικής λειτουργού: «Στην κοινωνική δημοκρατία, το παιδί ως μελλοντικός πολίτης είναι περιουσιακό στοιχείο του κράτους, όχι ιδιοκτησία των γονέων του.»28

Αυτή η «συρρίκνωση της ιδιωτικής κοινωνίας» υπέρ του πολιτικού κράτους θα αντιστραφεί με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Προηγήθηκε η πολιτιστική επανάσταση και τα κινήματα νεολαίας των δεκαετιών 1960 και 1970, τα οποία επέφεραν σφοδρό πλήγμα στη μορφή του κράτους που γεννήθηκε μέσα από την κρίση του 1929 και άνθισε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η διπλή επίθεση εναντίον του μεταπολεμικού κράτους και των ιδεών και νοοτροπιών του κρατισμού, τόσο από ριζοσπαστικές θέσεις (κινήματα νεολαίας) όσο και από συντηρητικές (νεοφιλελευθερισμός), άνοιξε μια νέα εποχή για την Κοινωνική Οικονομία.

Τις δεκαετίες του 1960 και 1970, η Κοινωνική Οικονομία αναγεννήθηκε στο χώρο που ανέδειξαν τα κινήματα νεολαίας από τις χιλιάδες πρωτοβουλίες ανθρώπων οι οποίοι ήθελαν να πραγματώσουν άμεσα την ελευθερία τους, να πειραματιστούν με εναλλακτικούς θεσμούς, διαφορετικούς ή και αντίθετους με εκείνους του κοινωνικού κράτους. Τη δεκαετία του 1970, ενώ τα κινήματα ηττήθηκαν ή υποχώρησαν, την ίδια εποχή ακριβώς προσφέρθηκε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος για τις δομές κοινωνικής οικονομίας που είχαν ξεπηδήσει σε κινηματικά πλαίσια. Η Κοινωνική Οικονομία κλήθηκε να υποκαταστήσει το κράτος πρόνοιας το οποίο αποσυντίθετο κάτω από το βάρος των δικών του αντιφάσεων και εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Νέες αγορές είχαν δημιουργηθεί γύρω από τις ευαισθησίες τις οποίες είχαν αναδείξει τα κινήματα νεολαίας˙ το ενδιαφέρον για το περιβάλλον, την υγιεινή διατροφή ή κάπου και κάπου και για τους λαούς του τρίτου κόσμου ήταν ψηλά στις προτεραιότητες των ραγδαία αναπτυσσόμενων νέων μεσοστρωμάτων τα οποία εν πολλοίς είχαν την καταγωγή τους στα κινήματα της δεκαετίας του 1960 και αναφέρονταν στην υπεράσπιση της «διαφοράς», την αυτοπραγμάτωση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την πολυπολιτισμικότητα κ.λπ. Πάνω σε αυτόν τον «νέο προοδευτισμό» μπορούσε να ανθίσει η Κοινωνική Οικονομία. Άλλωστε, η επικείμενη επέκταση της αγοράς σε μεταβιομηχανικά τοπία, η οικειοποίηση και άλλων περιοχών της ανθρώπινης ζωής χρειαζόταν δομές ιδιαίτερα ικανές για την κίνηση σε ανεξερεύνητα τοπία και φιλόδοξους πιονιέρους οι οποίοι θα τολμούσαν να προχωρήσουν σε περιοχές δύσβατες για τη γραφειοκρατία των μεγάλων επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι τεχνικές χειραγώγησης και βιοπολιτικού ελέγχου που είχαν επινοηθεί χάρη στην προηγούμενη «πολιτικοποίηση» της ζωής, τώρα έπρεπε  να προσαρμοστούν και να αναπτυχθούν για αγοραία χρήση (και η αγοραία χρήση τους αποτελούσε οπωσδήποτε ήττα του «κρατισμού» της προηγούμενης περιόδου -ήττα της οποίας η κορυφαία στιγμή ήταν η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989- αλλά προφανώς όμως δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η ελευθερία που φαντάζονταν οι εξεγερμένοι νεολαίοι της δεκαετίας του 1960, το αντίθετο). Μέσα σε όλα αυτά, οι δομές της Κοινωνικής Οικονομίας ήρθαν να παίξουν ένα σπουδαιότατο και πολύ σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες μετασχηματισμού χωρίς να περιορίζονται πάντα μόνο στις ρωγμές και τα διάκενα.

Τότε ήρθε στο προσκήνιο και πήρε μεγάλη έκταση ο θεσμός των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.). Πολλές από αυτές ξεκίνησαν μέσα από τα κινήματα. Έτσι έγινε στην Ινδία στα μέσα της δεκαετίας του 1970 κατά τη δικτατορία που επέβαλε η Ίντιρα Γκάντι. Με αφετηρία τους χώρους των μαοϊκών και των σοσιαλιστών ξεπήδησαν μια νέα σειρά κοινωνικών κινημάτων: το φεμινιστικό, το κίνημα των νταλίτ (η κατώτερη κάστα), οι αγώνες των αυτοχθόνων φυλών στενά συνδεδεμένοι με περιβαλλοντικά ζητήματα, το αντιπυρηνικό κίνημα, το κίνημα στον τομέα της υγείας που συνένωνε γιατρούς και απλούς ανθρώπους στη διεκδίκηση μιας αξιοπρεπούς περίθαλψης. Ο νέος ριζοσπαστικός χώρος που γεννήθηκε τόνιζε την αυτονομία των κινημάτων και τον χαρακτήριζε η καχυποψία απέναντι στο κομματικό σύστημα. Οι αγωνιστές των κινημάτων φαντάζονταν ότι συνέχιζαν την ταξική πάλη σε νέα πεδία. Επιδίωκαν να δώσουν άμεσες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα και γι' αυτό συγκρότησαν εξειδικευμένους μηχανισμούς (παροχής ιατρικής βοήθειας, εκπαίδευσης, κ.λπ.), οι οποίοι όμως πλέον δεν μπορούσαν να συντηρηθούν απλώς με τις συνδρομές των μελών και την εθελοντική εργασία. Η αγωνιώδης αναζήτηση πόρων οδήγησε στην αγκαλιά του κράτους ή των ξένων χρηματοδοτών. Σήμερα έχουν επικρατήσει οι σχέσεις εξάρτησης και η αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκονται οι ξένοι οργανισμοί που επιχορηγούν τις μεγάλες οργανώσεις χρηματοδοτών με κεντρικά γραφεία στο Δελχί, τη Βομβάη και το Μπαγκαλόρ, από τις οποίες εξαρτώνται οι ΜΚΟ στις μεγάλες πόλεις για να φτάσει η αλυσίδα μέχρι τις μικρές μη κυβερνητικές οργανώσεις στις επαρχίες, τις παραγκουπόλεις, κ.λπ. Υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν 1.200.000 ΜΚΟ στην Ινδία.

Στην ίδια την Ευρώπη, όλα αυτά τα χρόνια, σε πολλές χώρες, πειράματα αυτοδιαχείρισης και αλληλέγγυας οικονομίας, οικο-κοινότητες, αστικοί αγροί, κοινωνικά κέντρα, καταλήψεις στέγης, διατήρησαν πεισματικά τον αντισυστημικό χαρακτήρα τους˙ αποτέλεσαν τον οργανωτικό ιστό του κινήματος εναντίον της παγκοσμιοποίησης ιδιαίτερα την πρώτη και πιο ριζοσπαστική περίοδό του (μέχρι και τις διαδηλώσεις στη Γένοβα 2001).

Ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι «συνεταιρισμοί εργαζομένων» και οι «ανώνυμες εταιρίες εργαζομένων» που ξεκίνησαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην Ισπανία (και επίσης στην Ιταλία και τη Γαλλία) από εργαζόμενους οι οποίοι αναλάμβαναν οι ίδιοι τον έλεγχο των επιχειρήσεων που έκλειναν κατά το κύμα αποβιομηχάνισης της περιόδου 1975-1985 (τότε στην ισπανική βιομηχανία χάθηκαν 800.000 θέσεις εργασίας). Υπολογίζεται ότι στην Ισπανία κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αυτό το κίνημα επέτρεψε να διασωθούν 38.500 θέσεις εργασίας. Η αυτοδιαχείριση αυτών των επιχειρήσεων γίνεται είτε με τη μορφή του συνεταιρισμού εργαζομένων (cooperative) είτε με τη μορφή των «ανώνυμων εταιριών εργαζομένων» (societad anonima laboral, SAL) και των «εταιριών εργαζομένων περιορισμένης ευθύνης» (SLL). Στις «ανώνυμες εταιρίες εργαζομένων», το διοικητικό συμβούλιο δεν εκλέγεται από τους εργαζομένους όπως στους συνεταιρισμούς εργαζομένων αλλά από τους μετόχους· όμως κανείς δεν μπορεί να κατέχει πάνω από το 1/3 των μετοχών ενώ η πλειοψηφία πρέπει να παραμένει στα χέρια των εργαζομένων. Στην Ισπανία υφίσταντο το 2007 25.667 «συνεταιρισμοί εργαζομένων», 2.484 «ανώνυμες εταιρίες εργαζομένων» και 17.666 «εταιρίες εργαζομένων περιορισμένης ευθύνης». Οι τελευταίες είναι κυρίως μικροεπιχειρήσεις που αποτελούνται κατά μέσο όρο από τρεις μετόχους και δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών.

Από το 1985, το ισπανικό κράτος υιοθέτησε την εφ’ άπαξ καταβολή («pago unico») του συνόλου του επιδόματος ανεργίας που εδικαιούτο ο εργαζόμενος (κατά μέσω όρο 8.000-10.000 Ευρώ) υπό την προϋπόθεση να τοποθετείται αυτό το ποσό στο κεφάλαιο ενός «συνεταιρισμού εργαζομένων» ή μιας «εταιρείας εργαζομένων». Το pago unico απετέλεσε την κύρια πηγή χρηματοδότησης για να πάρει μέρος ένας εργαζόμενος στην Κοινωνική Οικονομία. Με την πάροδο των χρόνων, η ύφεση υποχώρησε και δεν επρόκειτο πλέον για καταλήψεις αλλά για ένα κίνημα συλλογικής αυτοαπασχόλησης. Οι επιχειρήσεις που ξεκινούν κατ’ αυτό τον τρόπο οι άνεργοι επιβιώνουν σε ορίζοντα τριετίας κατά 67%. Η ανάπτυξη αυτών των δομών επιβραδύνθηκε με την ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στην Ιταλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι εργάτες αναλάμβαναν κατ’ έτος τον έλεγχο 25 χρεοκοπημένων επιχειρήσεων. Από το 1985, με το νόμο Marcora, οι υπό εργατικό έλεγχο εταιρείες χρηματοδοτούντο με ένα ποσό τριπλάσιο του κεφαλαίου που κατέβαλλαν οι εργάτες από τις οικονομίες τους. Υποστηρίχθηκαν έτσι 59 επιχειρήσεις και διασώθηκαν 5.000 θέσεις εργασίας. Το 1/3 αυτών των επιχειρήσεων τελικά έκλεισε οριστικά, το 1/3 συνέχισε να λειτουργεί και το 1/3 όχι μόνο συνεχίζει να λειτουργεί αλλά επέστρεψε και τη χρηματοδότηση ώστε να κατευθυνθεί σε άλλες κοινωνικές επιχειρήσεις. Το 1997 η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλλε την αναστολή του νόμου Marcora υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Ο νόμος επανήλθε τροποποιημένος το 2001. Επίσης, εναντίον των ανάλογων νομοθετικών πλαισίων στη Γαλλία, στράφηκαν οι εργοδότες το 1985 και το 2002.

Παρ’ όλα αυτά, στη σημερινή Ευρώπη ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Κοινωνικής Οικονομίας ιδωμένης στο σύνολό της είναι η διαταξικότητα. Αντίθετα με ότι συνέβαινε παλαιότερα, οι δεσμοί με το εργατικό κίνημα είναι μάλλον περιορισμένοι. Η Κοινωνική Οικονομία βρίσκεται ακόμη στον απόηχο της αφομοίωσης των κινημάτων των δεκαετιών του 1960 και του 1970 και προσπαθεί να απαντήσει στα προβλήματα που θέτει η ανάδυση μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας ενόσω τα μεσοστρώματα διατηρούν λίγο πολύ το βάρος τους και εξασφαλίζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η επιβίωση των πιο περιθωριοποιημένων στρωμάτων του πληθυσμού. Έχει διαχειριστεί την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, δεν έχει αντιμετωπίσει την κατάρρευσή του. Όμως πλέον ξεκινώντας από την Ελλάδα αρχίζει να επιταχύνεται η αποδόμηση, η καταστροφή, του κοινωνικού κράτους.

Από αυτής της σκοπιάς, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας σήμερα η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής τα τελευταία 20-30 χρόνια. Στη Λατινική Αμερική, η νεοφιλελεύθερη επίθεση εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη βιαιότητα ήδη από τη δεκαετία του 1980· με την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, την εξαθλίωση της εργατικής τάξης και τη μαζική καταστροφή των μεσοστρωμάτων. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας συντελέστηκε σε στενή σχέση με την προσπάθεια επιβίωσης των πληβιακών στρωμάτων του πληθυσμού. Απ’ αυτή την άποψη, η Κοινωνική Οικονομία στη Λατινική Αμερική βρίσκεται πιο κοντά στην ευρωπαϊκή εμπειρία του 19ου αιώνα, όταν η εργατική τάξη έπρεπε να οργανώσει η ίδια γύρω από τον εαυτό της θεσμούς κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής για να εξασφαλίσει τη ζωή και την αξιοπρέπειά της. Οι σύντροφοι στη Λατινική Αμερική αντιμετώπισαν ήδη ότι θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε εμείς στο πολύ άμεσο μέλλον στη χώρα μας.

-----------------------
1 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 19.

2 Από τη Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 29.

4 Εργάζεται για την SOCIAL ECONOMY EUROPE, τον οργανισμό που αντιπροσωπεύει την Κοινωνική Οικονομία σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

5 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 38.

6 Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αυτοδιαχειριζόμενων Ταμείων Υγείας και Κοινωνικής Προστασίας

7 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 42.

8 Διευθυντής Cooperatives Europe (κοινή πλατφόρμα των συνεταιρισμών στην Ευρώπη).

9 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 49

10Βουλευτής περιφέρειας Βρυξελλών, Ecolo.

11«Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ. 60.

12 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Karine Pfluger, σελ.32.

13Απόστολος Ιωακειμίδης, «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι σελ.28

14«Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Karine Pfluger, σελ.35.

15 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Karine Pfluger, σελ.35.

16 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Klaus Niederlander, σελ. 49.

17«Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Απόστολος Ιωακειμίδης, σελ.28.

18 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Απόστολος Ιωακειμίδης, σελ.28.

19 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Karine Pfluger, σελ.35.

20 «Η Κοινωνική Οικονομία ως απάντηση στην οικο-κοινωνικο-οικονομική κρίση», Οικολόγοι Πράσινοι, Klaus Niederlander, σελ. 50.

21 Για τα κοινωνικά κινήματα στην Αγγλία τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, βλ. Καρλ Πολάνυι, «ο μεγάλος μετασχηματισμός» , ελλ.εκδόσεις Νησίδες, 2001 , σελ. 165-167

22Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 63, 67, 68.

23 Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 136.

24 Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 136.

25 Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 134.

26 Dick Geary «Το Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939)», ελλ.εκδ. Παρατηρητής, 1988, σελ. 177.

27 Χάννα Άρεντ, Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, Νησίδες, 1998, σελ. 33, 35.

28 Κρίστοφερ Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, Νησίδες, σελ. 153, 165.

29 Βλ.Cecil Raimbeau,Des travailleurs"recuperent" leurs entreprises,Monde Diploplatique,Decembre 2007


Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τον διαχειριστή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.